Το δεύτερο μέρος του άρθρου για τις εξελίξεις στην Ουκρανία φιλοδοξεί να σταθεί και να ασχοληθεί με ορισμένα βασικά και ακανθώδη ζητήματα για να καταλήξει σε αντίστοιχες διαπιστώσεις, που προκύπτουν από τη μέχρι τώρα πορεία των πολιτικών πραγμάτων στη χώρα αυτή, τα οποία, βέβαια, βρίσκονται σε συνεχή εξέλιξη και που κανείς από τώρα δε μπορεί να προβλέψει ποια θα είναι η τελική τους έκβαση.
Ξεκινάμε από το γεγονός ότι το πολιτικό σκηνικό στην Ουκρανία έχει ουσιαστικά αλλάξει, χωρίς βέβαια, να έχουν αλλάξει οι βασικές διεθνείς και ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που παρεμβαίνουν για τη διαμόρφωση της εσωτερικής κατάστασης στη χώρα και το διεθνή της προσανατολισμό. Από τη μια μεριά Γερμανία και ΗΠΑ προσπαθούν να σταθεροποιήσουν ό, τι κέρδισαν μέχρι τώρα. Από την άλλη, και μετά την εκδίωξη Γιανουκόβιτς, η Ρωσία σχεδιάζει και εφαρμόζει τη δική της απάντηση.
Ήδη αυτή τη στιγμή, που γράφονται αυτές οι γραμμές, στην Κριμαία έχουν καταληφθεί τα δύο αεροδρόμια, το πολιτικό και το στρατιωτικό, στη Συμφερόπολη και στη Σεβαστούπολη, από ενόπλους που φέρουν στρατιωτικές στολές χωρίς διακριτικά και έχουν υψώσει τις Ρωσικές σημαίες. Έχει, επίσης, καταληφθεί το κοινοβούλιο και το κυβερνείο.
Η διοίκηση της Ρώσικης ναυτικής βάσης στην Κριμαία, ταυτόχρονα, διαψεύδει την όποια ανάμειξή της σ’ αυτές τις ενέργειες, που σημειώνονται στην Κριμαία, ενώ ο νέος «μεταβατικός» πρωθυπουργός, Αρσένι Γιατσενιούκ, που όρισε η Ουκρανική βουλή, μετά την πραξικοπηματική καταπάτηση της συμφωνίας Γιανουκόβιτς με τα κόμματα της αντιπολίτευσης, χαρακτήρισε την κατάληψη των αεροδρομίων ως Ρωσική κατοχή, συνιστώντας στην ηγεσία της Ρωσίας να είναι πολύ προσεκτική και να μην ενθαρρύνει αποσχιστικές τάσεις στον πληθυσμό της Κριμαίας.
Οι συστάσεις αυτές προς τη Ρώσικη ηγεσία γίνονται σε υψηλούς τόνους, ίσως, επειδή το απαιτούν οι ίδιες οι εξελίξεις και η ανάγκη επίδειξης πολιτικής αυτοπεποίθησης και αποφασιστικότητας.
Η ηγεσία της Ρωσίας, όμως, τόσο δια του Βλαντιμίρ Πούτιν όσο και του υπουργού εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ έχει δηλώσει ότι θα προστατέψει το ρώσικο και το ρωσόφωνο πληθυσμό, και έχει και νομικό έρεισμα για αυτήν την τοποθέτησή της, ενώ, παράλληλα, έχει διατάξει ορισμένες στρατιωτικές δυνάμεις να βρίσκονται σε ετοιμότητα. Κανείς δε μπορεί να υποτιμήσει τις κινήσεις αυτές.
Την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ και η Γερμανία, κατά πρώτο λόγο, αλλά και άλλες χώρες, όπως η Μ. Βρετανία, βρίσκονται σε συνεχή επαφή με τη Ρωσία και παρουσιάζουν, προς τα έξω, μια εικόνα ότι συζητούν(!) για το πώς θα επανέλθει η «πολιτική ηρεμία» στην Ουκρανία. Στην πραγματικότητα κάθε μεγάλη δύναμη έχει τους ιδιαίτερους στρατηγικούς στόχους της, που συνδέονται άμεσα με τη γεωστρατηγική σημασία της Ουκρανίας, και διεξάγεται μια σκληρή αντιπαράθεση στο πολιτικό , οικονομικό και διπλωματικό επίπεδο, η οποία δεν έχει φτάσει ακόμη να εξελιχτεί ανοιχτά σε στρατιωτική, έστω και εάν περιλαμβάνει και στρατιωτικές κινήσεις.
Είναι φανερό ότι μετά τα τετελεσμένα, σε σχέση με τον Γιανουκόβιτς και τη νέα κυβέρνηση με τη συγκεκριμένη σύνθεσή της, ΗΠΑ και Γερμανία έχουν βάλει «μπροστά» τη Ρωσία επιδιώκοντας να την υποχρεώσουν να αποδεχτεί τις συνέπειες των τετελεσμένων, πράγμα που πραχτικά σημαίνει, ότι η Ρωσία πρέπει να αποδεχτεί την αλλαγή της γεωστρατηγικής ισορροπίας στην περιοχή, η οποία, βέβαια, θα είναι πολιτική, στρατιωτική και οικονομική.
Αλλά αυτή η αλλαγή είναι αδύνατον να γίνει αποδεκτή από τη Ρωσία, γιατί θα είναι σαν να αποδέχεται και να επικυρώνει μια γεωστρατηγική διεκδίκηση της Δύσης που προσπαθεί να την υλοποιήσει από τον προηγούμενο αιώνα, για να περιοριστούμε στο πρόσφατο ιστορικό παρελθόν των εκατό χρόνων, ανεξάρτητα από τις κοινωνικοοικονομικές αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στο έδαφος της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Παρά το γεγονός, όμως, ότι σε πρώτο βαθμό Γερμανία και ΗΠΑ έχουν πετύχει ένα πολιτικό, αλλά πολύ μεγάλης σημασίας, πλεονέκτημα η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην Ουκρανία είναι περισσότερο σύνθετη απ’ ότι φαίνεται από μια πρώτη ματιά:
• Εν πρώτοις, ακόμη και αυτό το πολιτικό πλεονέκτημα που έχουν Γερμανία και ΗΠΑ είναι υπονομευμένο με δεδομένη τη σύνθεση των πολιτικών δυνάμεων που κυριαρχούν στο νέο πολιτικό τοπίο. Ήδη από την πλευρά της Ρωσίας εισέπραξαν την κατηγορία ότι η νέα κυβέρνηση στηρίζεται σε νεοναζιστικές πολιτικές δυνάμεις.
Και αυτό το επιχείρημα δεν είναι μια κατηγορία έωλη και αστήρικτη. Ο ίδιος ο μεταβατικός πρωθυπουργός της Ουκρανίας, Αρσένι Γιατσενιούκ, έχει προδώσει το φασιστικό του παρελθόν με μια πρόσφατη φωτογραφία, που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο και τον εμφανίζει να χαιρετάει φασιστικά. Την ίδια στιγμή ο συνιδρυτής του ναζιστικού Svoboda, που συμμετέχει και στην κυβέρνηση, «μετακόμισε» στο κόμμα της διεφθαρμένης Γιούλια Τιμοσένκο.
Αυτή η κατηγορία δεν αποδεικνύεται μόνον από το ιστορικό παρελθόν αυτών των πολιτικών δυνάμεων και των στελεχών τους αλλά και την πρόσφατη δράση τους. Παραπέρα αποδεικνύεται και από τους πρώτους νόμους που ψηφίστηκαν, γεγονός που αποκαλύπτει και τεκμηριώνει το συνολικό προσανατολισμό της νέας μεταβατικής κυβέρνησης, που εμπιστεύτηκε καίριους τομείς (δικαιοσύνης, εσωτερικής ασφάλειας κλπ) σε νεοναζιστικές δυνάμεις.
Το γεγονός αυτό δεν πρέπει να υποτιμηθεί ούτε για το διεθνές προφίλ της νέας πολιτικής εξουσίας ούτε και για το εσωτερικό της Ουκρανίας. Δεν πρέπει επίσης να υποτιμηθεί ως προς τον αντίκτυπο που θα έχει στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η συμμετοχή νεοναζιστικών κομμάτων, και σε καίριες θέσεις, στην κυβέρνηση προδιαγράφει και αναδεικνύει τη δρομολογημένη και εφαρμοζόμενη, και σε άλλες περιπτώσεις (Ολλανδία, Αυστρία, Ιταλία κλπ) πολιτική τάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ να ενσωματώσουν το νεοναζισμό – νεοφασισμό (ανοιχτό ή συγκαλυμμένο) στις πολιτικές ξεπεράσματος της οικονομικής κρίσης. Μόνο που, ταυτόχρονα, αυτό το γεγονός αποκαλύπτει παράλληλα την ανεπίστρεπτη πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την πολιτική αντίδραση.
Άλλωστε ήταν οι ΗΠΑ και η Γερμανία, που τροφοδότησαν με άφθονο χρήμα και οπλισμό τα νεοναζιστικά αυτά κόμματα και τα τάγματα εφόδου, που τα εκπαίδευσαν, τόσο στο εσωτερικό της Ουκρανίας όσο και σε γείτονες χώρες (Πολωνία, Λιθουανία, Λετονία κλπ) και τα «έριξαν» την κατάλληλη στιγμή σαν ομάδες κρούσης στα πρόσφατα γεγονότα του Κιέβου, πατώντας και αξιοποιώντας τη δυσαρέσκεια που είχε προκαλέσει η πολιτική του Γιανουκόβιτς.
Και όλα αυτά πραγματοποιήθηκαν με συγκεκριμένο σχεδιασμό κατάληψης κυβερνητικών κτιρίων και ακολουθώντας συγκεκριμένη πολιορκητική τακτική, γεγονός που αποκαλύπτει ότι υπήρχε εκπονημένο σχέδιο ανατροπής της κυβέρνησης Γιανουκόβιτς με τη συμμετοχή της Γερμανίας και των ΗΠΑ και τις αντίστοιχες πρεσβείες τους, την ώρα που οι διαμεσολαβητικές συνομιλίες με τον Γιανουκόβιτς και η υπογραφή συμφωνίας δεν ήταν παρά το «φύλλο συκής» για να κερδηθεί χρόνος και να επιτευχθεί, σε παράλληλο επίπεδο, η «μετακόμιση» περίπου εκατό βουλευτών του Κόμματος του Γιανουκόβιτς με αποτέλεσμα να απολέσει την πλειοψηφία μέσα στη βουλή. Έχουμε και στη χώρα μας αντίστοιχη μακρά εμπειρία από μετακομίσεις βουλευτών και του τρόπου και των μεθόδων που πραγματοποιούνται.
Ανάλογες τακτικές είχαν ακολουθηθεί και τον καιρό της «πορτοκαλί επανάστασης», όπου ήταν η πρώτη οργανωμένη προσπάθεια να πετύχουν οι ΗΠΑ και η Γερμανία την οριστική απόσπαση της Ουκρανίας από την επιρροή της Μόσχας.
Η προσπάθεια, όμως, ενσωμάτωσης του νεοναζισμού – νεοφασισμού προσκρούει στην ιστορική μνήμη των λαών, που όχι μόνο δεν είναι αμελητέα υπόθεση, όχι μόνο δεν έχει ατονήσει, αλλά επανέρχεται με νέους όρους. Δεν είναι μόνο ότι αυτές οι δυνάμεις στρέφονται ενάντια στο κομμουνιστικό κίνημα, που αυτός ο στόχος είναι ο κυρίαρχος και ο πρωτεύων. Είναι ότι στρέφονται ενάντια και σε αυτήν την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία και την ακυρώνουν στην πράξη. Και αυτό το γεγονός ως πολιτική πρακτική δεν ενδιαφέρει μόνο τις κομμουνιστικές δυνάμεις αλλά ενδιαφέρει και εκείνες τις λαϊκές μάζες που δεν είναι έτοιμες να αποδεχτούν τον άμεσο σοσιαλισμό ως διέξοδο από την οικονομική κρίση, που, όμως, δε δέχονται την κατάλυση της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ως λύση διεξόδου.
•Στον οικονομικό τομέα, τώρα, η κατάσταση στην Ουκρανία δεν είναι απλώς δύσκολη. Πρόκειται για μια χρεοκοπημένη χώρα, με πολύ χαμηλό βιοτικό επίπεδο, και με αποθεματικά διαθέσιμα που δεν επαρκούν παρά για δύο μήνες. Οι άμεσες ανάγκες σε δανεισμό της Ουκρανίας ανέρχονται στα 35δις. δολάρια. Για να έχουμε μερικά συγκριτικά στοιχεία αρκεί να αναφέρουμε ότι το ΑΕΠ αυτής της χώρας το 2011 (στοιχεία του ΔΝΤ) ήταν 137,934δισ. δολάρια, σε σχέση με τη χώρα μας που τον ίδιο χρόνο είχε 305,415δισ. δολάρια. Ο πληθυσμός της Ουκρανίας είναι 45.59εκατ. (μειώθηκε κατά 5εκατ. σε σχέση με το 2009) και η έκταση είναι 603.622τ.χ., σε σχέση με τη χώρα μας, που ο πληθυσμός της είναι 11.28εκατ. και έκταση 131.957τ.χ..
Κάτω από τις πιέσεις των ΗΠΑ και της Γερμανίας η κυβέρνηση Γιανουκόβιτς διαπραγματευόταν τη συμφωνία σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να εξασφαλίσει οικονομική βοήθεια. Αυτή η συμφωνία, όμως, οδηγούσε την Ουκρανία στο ΔΝΤ, που για να δανειοδοτήσει την Ουκρανία απαιτούσε την εφαρμογή ενός σκληρού προγράμματος λιτότητας και αναδιάρθρωσης της Ουκρανικής οικονομίας.
Το παράδειγμα της Ελλάδας είναι αρκετό για να αντιληφθεί κανείς ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα του προγράμματος του ΔΝΤ. Υπόψη ότι η Ουκρανία είχε καταφύγει στο ΔΝΤ από την εποχή της πορτοκαλί επανάστασης, που, όμως, στη συνέχεια αναγκάστηκε να διακόψει την εφαρμογή του προγράμματος του ΔΝΤ η κυβέρνηση Γιανουκόβιτς, γιατί οδηγούσε την Ουκρανία στην οικονομική καταστροφή.
Ουσιαστικά, με μοχλό το ΔΝΤ, επιχειρείται η αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας, σενάριο το οποίο επανήλθε με την ανατροπή Γιανουκόβιτς. Σ’ αυτήν την καίρια στιγμή, που η Ουκρανία ήταν έτοιμη να υπογράψει τη συμφωνία σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση, παρεμβαίνει η Ρωσία με το δάνειο 15δισ. δολαρίων, το οποίο υπόσχεται στην Ουκρανία, με αποτέλεσμα να ματαιωθεί η συμφωνία σύνδεσης, η οποία δεν θα είχε μόνο οικονομικές συνέπειες και για τη Ρωσία, αλλά, ταυτόχρονα, θα επέτρεπε, πέρα από την οικονομική επέκταση της Γερμανίας και των ΗΠΑ, και τη στρατιωτική επέκταση του ΝΑΤΟ, την εγκατάσταση στρατιωτικών βάσεων και πυραυλικών συστημάτων, που θα στόχευαν, βέβαια, τη Ρωσία.
Πρέπει, όμως, να σημειώσουμε ότι ακόμη και αυτή η λύση που γίνεται προσπάθεια να δοθεί δια μέσου του ΔΝΤ δε μπορεί να γίνει ερήμην της Ρωσίας, όχι μόνο γιατί η Ρωσία είναι μέλος του ΔΝΤ, αλλά και γιατί η βασική οικονομική δραστηριότητα της Ουκρανίας, που πραγματοποιείται στην Ανατολική Ουκρανία στο μεγαλύτερο τμήμα της, είναι συνδεδεμένη κυρίως με τη Ρωσία, πέρα από το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή η Ρωσία έχει στα χέρια της το μεγαλύτερο τμήμα των ομολόγων που αφορούν στο δημόσιο χρέος της Ουκρανίας.
Σ’ αυτό το τοπίο πρέπει να προστεθεί και το ενεργειακό πρόβλημα, με το τεράστιο δίκτυο αγωγών μεταφοράς φυσικού αερίου στο έδαφος της Ουκρανίας, αλλά και η δυνατότητα της Ρωσίας με το ενεργειακό ζήτημα να δρομολογεί πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις.
Θυμίζουμε ότι η Ουκρανία οφείλει στη Ρωσία σεβαστά ποσά από την κατανάλωση του Ρώσικου φυσικού αερίου, το οποίο είναι ένας από τους ενεργειακούς πόρους που χρησιμοποιείται πλατύτατα στην Ουκρανία για θέρμανση και πριμοδοτείται από την Ουκρανική κυβέρνηση κατά τα 2/3 της τιμής του, την ώρα που το πρώτο μέτρο που πρόβλεπε η συμφωνία σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση και αντίστοιχα το ΔΝΤ ήταν η κατάργηση της επιδότησης του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος για τη θέρμανση.
•Έγινε προσπάθεια να παρουσιαστεί το Ουκρανικό ζήτημα, στη βάση του, ως εθνολογικό πρόβλημα. Σημειώνουμε ότι η κρίση στην Ουκρανία δεν είναι προϊόν της εθνολογικής σύνθεσης του πληθυσμού της. Κατέληξε, όμως, να γίνει και τέτοιο. Η βάση της κρίσης στην Ουκρανία είναι οικονομική και αφορά τόσο στην οικονομική κρίση της ίδιας της Ουκρανίας όσο και το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Από τη στιγμή, όμως, που η Γερμανία και οι ΗΠΑ στηρίζουν, εκπαιδεύουν και χρησιμοποιούν τις νεοναζιστικές πολιτικές δυνάμεις ως δυνάμεις κρούσης για να πετύχουν μια γεωστρατηγική αλλαγή από «τα πάνω», που θα συμβάλει τόσο στο ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην επέκταση της οικονομικής τους επιρροής και παράλληλα της γεωστρατηγικής τους επέκτασης στην Ουκρανία ήταν μοιραίο αυτή η επιχείρηση να διοχετευτεί προς «τα κάτω» ως τέτοια και να εκφραστεί και ως εθνολογικό ζήτημα. Να πάρει αντιρωσικό χαρακτήρα, γιατί η αντιρωσική στάση και η προοπτική εισόδου της Ουκρανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν η μόνη βάση που μπορούσε να ενοποιήσει τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης.
Αλλά και σε αυτό το πεδίο η κατάσταση για τη Γερμανία και τις ΗΠΑ δεν είναι εύκολη, γιατί το μεγαλύτερο μέρος του ουκρανικού λαού έχει φιλορωσικό προσανατολισμό, ειδικά στις Νότιες και Ανατολικές περιοχές της Ουκρανίας. Από τις Ανατολικές περιοχές οι κάτοικοι απαιτούν τη μεταφορά της Πρωτεύουσας από το Κίεβο στο Χάρκοβο, που ήταν η Πρωτεύουσα της Ουκρανίας παλιότερα και παραπέρα υπάρχει και μια Ρώσικη μειονότητα, καθόλου ασήμαντη, που με την τελευταία απόφαση της βουλής της στερείται η δυνατότητα να μιλάει τη γλώσσα της.
Με δυο λόγια η εθνολογική σύνθεση της Ουκρανίας δεν επιτρέπει να υλοποιηθεί με ευκολία ο συγκεκριμένος προγραμματισμός της Γερμανίας και των ΗΠΑ, γιατί συναντάει την αντίθεση του μεγαλύτερου τμήματος του Ουκρανικού πληθυσμού.
Ποιες είναι οι διαπιστώσεις που μπορούμε να καταλήξουμε, ύστερα από την παράθεση των παραπάνω στοιχείων;
Πρώτη: Μπορεί η Γερμανία και οι ΗΠΑ να πέτυχαν ένα πολιτικό πλεονέκτημα μετά την κινητοποίηση των κομμάτων της αντιπολίτευσης (που στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν νεοναζιστικές δυνάμεις εκπαιδευμένες και οπλισμένες), πάνω στο έδαφος της μεγάλης δυσαρέσκειας, που είχε προκαλέσει η πολιτική του Γιανούκoβιτς, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι έχουν εξασφαλίσει και την τελική επιτυχία των στόχων τους.
Δεύτερη: Ούτε οι πολιτικοί ούτε οι οικονομικοί όροι στην Ουκρανία, πολύ περισσότερο οι στρατιωτικοί, είναι τέτοιοι που να μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι το Ουκρανικό ζήτημα κλείνει, με όσα έχουν σχεδιάσει και επιφυλάσσουν για τον Ουκρανικό λαό η Γερμανία και οι ΗΠΑ, προς το μέρος τους. Με αυτήν την έννοια κανείς επίσης δε μπορεί να ισχυριστεί ότι η Ρωσία ήδη «έχασε» σ’ αυτήν τη γεωστρατηγική αντιπαράθεση.
Τρίτη: Χωρίς να είναι μια διάχυτη και βεβαιωμένη απολύτως εκτίμηση, από τον τρόπο και μόνο που έδρασαν η Γερμανία και οι ΗΠΑ έχουν προκαλέσει τη δυσαρέσκεια στους λαούς της Ευρώπης . Είναι ένας παράγοντας, που κανείς δε μπορεί να τον υποτιμήσει, γιατί ξυπνάνε οι μνήμες από τις τραγωδίες που έζησαν οι λαοί από τη φασιστική και ναζιστική πανούκλα και θηριωδία.
Αυτή η δυσαρέσκεια δείχνει ότι οι λαοί δεν αποπροσανατολίζονται εύκολα από τα παραμύθια που τους σερβίρονται, που από τη μια μεριά επιχειρούν να παρουσιάσουν το φασιστικό και ναζιστικό εσμό ως κίνδυνο για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ, από την άλλη, Γερμανία και ΗΠΑ χρησιμοποιούν αυτές τις νεοφασιστικές και νεοναζιστικές δυνάμεις για την ανακατανομή των αγορών, και μάλιστα στην εμπροσθοφυλακή της σύγκρουσης.
Πολύ περισσότερο που το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας αποφάνθηκε ότι ο περιορισμός του 5% για την είσοδο μιας πολιτικής δύναμης στη βουλή δεν ισχύει για τις ευρωεκλογές, γεγονός που σημαίνει ότι το αντίστοιχο νεοναζιστικό κόμμα της Γερμανίας θα εισέλθει στην ευρωβουλή, αλλά και γεγονός που σημαίνει ότι η ηγεσία της Γερμανίας αξιοποιεί τους ναζιστές, όπως παλιότερα ο Μιτεράν αξιοποιούσε τον Λεπέν και στη χώρα μας το ΠΑΣΟΚ αξιοποιούσε τον ΛΑΟΣ.
Τέταρτη: Κατά τη γνώμη μας τα «Ουκρανικά» θα επηρεάσουν σοβαρά τις σχέσεις μεταξύ της Ρωσίας με τη Γερμανία και τις ΗΠΑ, θα οξύνουν παραπέρα και απότομα τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και κανείς από τώρα δε μπορεί να αποκλείσει μια κλιμάκωση ακόμη και με στρατιωτικά μέσα. Από ότι φαίνεται όμως ο χρόνος μάλλον πιέζει περισσότερο τη Γερμανία και τις ΗΠΑ και λιγότερο τη Ρωσία.
Πέμπτη: Η Ρωσία, από ότι έδειξαν οι πρώτες της αντιδράσεις, είναι αποφασισμένη να μη χάσει την Κριμαία. Και αυτό το γεγονός δε σημαίνει απλώς μια πολιτική διευθέτηση με περισσότερη αυτονομία στην Κριμαία, όπως έχει εξαγγείλει η μεταβατική κυβέρνηση του Αρσένι Γιατσενιούκ, σε ένα φανερό αντιπερισπασμό στη στάση της Ρωσίας. Άλλωστε είναι ευκαιρία γι’ αυτήν να διορθώσει ένα λάθος του Νικίτα Χρουτσόφ, που ακόμη και για τη Δύση, από εκείνον τον καιρό αλλά εξακολουθεί και για σήμερα, φάνηκε τελείως ανεξήγητη, μια και η Κριμαία ήταν Ρωσικό έδαφος.
Έκτη: Όπως γίνεται φανερό, όπως και στην περίπτωση της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, επανέρχονται δύο σοβαρά ζητήματα: το ζήτημα της εδαφικής ακεραιότητας και εθνικής ανεξαρτησίας μιας χώρας, από τη μια μεριά, και η «επιστροφή» του νεοφασιμού και νεοναζισμού, από την άλλη. Ζητήματα που θέλουν και συγκεκριμένη πολιτική απάντηση.
Έβδομη: Οι εξελίξεις στην Ουκρανία δεν αφορούν μόνο στη χώρα αυτή. Σημειώνονται εξελίξεις στην Τουρκία, στη Βενεζουέλα, στη Βραζιλία και όλες αυτές σχετίζονται με μια ενιαία στρατηγική από τις δυνάμεις του ιμπεριαλισμού αποσταθεροποίησης κυβερνήσεων και χωρών. Ιδιαίτερα οι εξελίξεις στην Τουρκία ενδιαφέρουν ζωτικά τη χώρα μας, γιατί, ως συνήθως, μπορεί να σημάνουν και μια εξαγωγή της κρίσης της Τουρκίας προς την Ελλάδα με αιχμή το Αιγαίο και το Κυπριακό.
Θεωρούμε ότι έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο, που η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα και οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις προσλαμβάνουν ιδιαίτερη ένταση. Σε μια περίοδο που η ανάγκη της διεξόδου από την οικονομική κρίση και η κατάθεση μιας πρότασης για μια άλλη πολιτική αποτελεί μονόδρομο για το επαναστατικό κίνημα.
Μια πρόταση που θα κατοχυρώνει την εθνική ανεξαρτησία της χώρας μας, την ασφάλεια και την εδαφική της ακεραιότητα, που θα αποτελεί, ταυτόχρονα, διέξοδο από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, θα προβλέπει την κατοχύρωση των δημοκρατικών ελευθεριών και των δικαιωμάτων των εργαζομένων και την παραγωγική ανασυγκρότηση της Ελληνικής οικονομίας. Μια πρόταση που θα ανοίγει το δρόμο για τη σοσιαλιστική προοπτική.
Στο πλαίσιο αυτό είναι ανάγκη να επανέλθουν στη συζήτηση ζητήματα, που κατά την ηγεσία του Κόμματος είναι τελειωμένα, και όχι απλώς είναι τελειωμένα αλλά αποτελούν, με τη συγκυρία των Ουκρανικών εξελίξεων, και την επιβεβαίωση της πολιτικής του Κόμματος. Αλλά για αυτό το ζήτημα θα αφιερώσουμε το τρίτο και τελευταίο άρθρο μας.
COMMENTS