Σημασία έχει να δούμε το πώς, ξεκινώντας η ηγεσία του Κόμματος από μια εκτίμηση που, έστω, θολά στην αρχή και καθυστερημένα, αναγνωρίζει στο μνημόνιο ότι «είναι η γενική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξειδικευμένη για τη χώρα μας», φτάνει να απορρίπτει το δίλημμα μνημόνιο – αντιμνημόνιο ως πλαστό και παραπλανητικό, δηλαδή του δίνει χαρακτήρα περισσότερο προπαγανδιστικό παρά οικονομικό.
Όταν από την πλευρά της ηγεσίας του Κόμματος καταγγέλθηκε το δίλημμα αυτό ως πλαστό και παραπλανητικό η χώρα μας είχε μπει για τα καλά στην «εποχή των μνημονίων». Ο ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να απαντήσει στο μνημόνιο, από οικονομική άποψη, το προσδιόρισε ως απότοκο της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής που εφαρμοζόταν από τη Γερμανία, που την επέβαλε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και γι’ αυτό το λόγο δίνει – ακόμη και σήμερα – έμφαση σ’ αυτό το γεγονός και μιλάει για Μερκελισμό!
Σαφώς με τη θέση του αυτή ο ΣΥΡΙΖΑ, και καθώς ήταν δέσμιος της στρατηγικής του για συμμετοχή της χώρας μας την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ αλλά και της ρεφορμιστικής του αντίληψης για αλλαγή της Ευρωπαϊκής Ένωσης «από τα μέσα», εννοούσε ότι στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν δυνατή μια εναλλακτική πολιτική καπιταλιστικής ανάπτυξης, η οποία θα ήταν πιο «χαλαρή» και ταυτόχρονα θα εξασφάλιζε την ανάπτυξη.
Γι’ αυτό ακόμη και σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ έφτασε να αποδέχεται τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, βασική διάσταση της Μερκελικής και της νεοφιλελεύθερης αντίληψης, εξακολουθεί να μιλάει για τη «ρήτρα ανάπτυξης» και εξακολουθεί να τάσσεται υπέρ μιας πολιτικής Ομπάμα αλλά και του ΔΝΤ ως προς το χρέος, γιατί την προβάλλει ως διαφορετική πολιτική.
Με λίγα λόγια αυτή η συζήτηση, η οποία αφορούσε και το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης, για το ποια οικονομική πολιτική θα εφαρμοστεί υπήρχε και εκφραζόταν και ως αντίθεση ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ – ΔΝΤ, αλλά διεξαγόταν και στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμη και της Γερμανίας, που ήταν ο κύριος εκφραστής της πολιτικής που εφαρμοζόταν. Αυτή η συζήτηση, ακριβώς η ίδια, αποδόθηκε και με διαφορετικούς όρους ως «περιοριστική» πολιτική και ως «επεκτατική» πολιτική, ως πολιτική «διαφορετικού μείγματος».
Η «χαλάρωση» αφορούσε στη λιτότητα, στους μισθούς των εργαζομένων, που αρχικά ο ΣΥΡΙΖΑ, γενικολογώντας, άφηνε να αιωρείται ότι θα εγκαταλείψει τη λιτότητα, άρα, θα εγκατέλειπε και τη μείωση των μισθών καλλιεργώντας, παράλληλα, την παραπλανητική προσδοκία των εργαζομένων ακόμη και για μισθολογικές αυξήσεις, για να αυξήσει τη ζήτηση ως αντιυφεσιακού παράγοντα. Έως ότου συγκεκριμενοποίησε αυτή του τη θέση αποκλειστικά στην επαναφορά του κατώτατου μισθού στα προηγούμενα επίπεδα.
Αυτή είναι η χαλάρωση που εννοεί ο ΣΥΡΙΖΑ, που, όμως, δε σημαίνει αντιμετώπιση επί της ουσίας της πολιτικής της λιτότητας, πολύ περισσότερο δε σημαίνει αντιμετώπιση της οικονομικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των γενικών της χαρακτηριστικών.
Αρκεί να αναφέρουμε ότι το ζήτημα της χαλάρωσης ήταν και αντικείμενο συζήτησης μεταξύ των εταίρων της σημερινής κυβέρνησης της Γερμανίας. Και, προφανώς, μπορεί να καταλήξει εύκολα κανείς στο συμπέρασμα ότι δεν άλλαξε και τίποτα ουσιαστικό στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Μέρκελ τόσο για τη Γερμανία όσο και για την Ευρωπαϊκή Ένωση γενικότερα.
Άρα ως προς το πρώτο σκέλος του διλήμματος, που αφορά στο μνημόνιο, που αφορά το γενικό χαρακτήρα της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής, δεν άλλαξε τίποτα το ουσιαστικό και η εκδοχή μιας διαφορετικής οικονομικής πολιτικής απέναντι στα μνημόνια, επίσημα ή ανεπίσημα, ως νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής, που ως τέτοια παρουσίαζε το μνημόνιο ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν επιβεβαιώθηκε. Και δεν επιβεβαιώθηκε, γιατί σκόνταψε πάνω στη βασική επιδίωξη της Γερμανίας για ηγεμονία μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Για να προέκυπτε μια άλλη οικονομική πολιτική, αυτή θα άρχιζε από την ίδια τη Γερμανία και το εσωτερικό της, που, όμως, μια τέτοια πολιτική θα της χάλαγε τα σχέδια για την ηγεμονία της, τις σχέσεις της με τους άλλους βασικούς ανταγωνιστές της μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και έξω από αυτήν. Με την οικονομική πολιτική που ακολουθεί και έχει επιβάλει στην Ευρωπαϊκή Ένωση η Γερμανία έχει πετύχει τα πλεονάσματα. Τα οποία βέβαια δεν είναι διατεθειμένη να τα απαρνηθεί. Επομένως και η συζήτηση για το διαφορετικό μείγμα οικονομικής πολιτικής, για να έχει νόημα, πρέπει να πάρει υπόψη της ότι το διαφορετικό μείγμα πρέπει να προκύψει από τη Γερμανία. Και κάτι τέτοιο δεν προκύπτει ακόμη.
Αντίθετα τι προέκυψε και τι επιβεβαιώθηκε;
Προέκυψε και επιβεβαιώθηκε η σταδιακή υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ από τις αρχικές του θέσεις απέναντι στα βασικά χαρακτηριστικά της μνημονιακής οικονομικής πολιτικής. Έτσι προκύπτουν οι δηλώσεις Σταθάκη για το 5% του χρέους ως επαχθούς, έτσι προκύπτει η θέση του ΣΥΡΙΖΑ ότι δεν είναι δυνατό να ξαναπροσλάβει τους απολυμένους από το δημόσιο, που απολύει τώρα η κυβέρνηση, έτσι προκύπτει η θέση του για το πλεόνασμα (Γιάννης Μηλιός: «και εμείς θέλουμε πλεόνασμα»), έτσι προκύπτει η θέση του για τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, έτσι προκύπτει ακόμη και η προσαρμογή της θέσης του για τον κατώτατο μισθό, ως το βασικότερο οικονομικό μέτρο που αφορά τους εργαζόμενους, που από μόνη της η θέση αυτή, όπως ήδη αναφέραμε, δεν είναι δυνατό να αντιμετωπίσει τη λιτότητα. Πάνω απ’ όλα, όμως, προκύπτει η σταδιακή προσέγγιση με το ΣΕΒ.
Όταν, λοιπόν, η ηγεσία του Κόμματος κατάγγειλε το δίλημμα μνημόνιο – αντιμνημόνιο, ως πλαστό και παραπλανητικό, ουσιαστικά ετεροπροσδιορίστηκε σε σχέση με μια λάθος θέση του ΣΥΡΙΖΑ, που πίστευε ότι μπορεί να υπάρξει μια διαφορετική οικονομική πολιτική από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτι που πίστευε αρχικά και ο Σαμαράς με τους δικούς του όρους.
Αυτό, όμως, δε σήμαινε ότι το δίλημμα μνημόνιο – αντιμνημόνιο ήταν λάθος, επειδή το αντιμετώπιζε λάθος ο ΣΥΡΙΖΑ και ήθελε να το «στριμώξει» στη δική του εκδοχή. Απέναντι στη μνημονιακή πολιτική, δηλαδή, τη γενική οικονομική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εξειδικευόταν επίσημα με την υπογραφή των μνημονίων και των αντίστοιχων δανειακών συμβάσεων, έπρεπε να αντιταχτεί ένα αντιμνημόνιο, δηλαδή, μια άλλη οικονομική πολιτική, στο πλαίσιο της γενικότερης αντιμετώπισης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των σχέσεων της χώρας μας με αυτήν, που φυσικά δε θα ήταν η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ.
Εκ των πραγμάτων έπρεπε να αντιταχτεί μια άλλη πρόταση από την πλευρά του Κόμματος, πολιτική και οικονομική, αρκεί η πρόταση αυτή να απαντούσε στις πραγματικές διαστάσεις του διλήμματος μνημόνιο – αντιμνημόνιο, που έμπαινε μπροστά στους εργαζόμενους της χώρας μας.
Το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προσαρμόζεται, τώρα, πολιτικά πια, στην εγκατάλειψη ή στον ισχυρισμό της εξάντλησης του διλήμματος, αυτό δε σημαίνει ότι δικαιώνει τη στάση της ηγεσίας του Κόμματος, πολύ περισσότερο που στην απάντηση που δίνει ο «Ρ» προς την «Α» μιλάει για «μνημόνια διαρκείας», δηλαδή η γενική οικονομική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραμένει. Αλλά αυτές τις πλευρές θα τις δούμε στην επόμενη συνέχεια.
COMMENTS