Για τις αγροτικές κινητοποιήσεις

Η εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) αποτελεί τη βασική αιτία των μαζικών αγροτικών κινητοποιήσεων, που γίνονται τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας. Η εφαρμογή αυτή είχε σαν αποτέλεσμα την αποδιάρθρωση της αγροτικής οικονομίας και έφερε – αρχικά – τη στασιμότητα και στη συνέχεια τη μείωση της αγροτικής παραγωγής, που παρατηρείται από την ένταξη της χώρας μας στην ΕΟΚ μέχρι σήμερα και καταγράφεται στη συμμετοχή της αγροτικής οικονομίας στο ΑΕΠ της χώρας μας, με την ταυτόχρονη συγκέντρωση της αγροτικής παραγωγής στις μεγαλύτερες αγροτικές εκμεταλλεύσεις και το ξεκλήρισμα των μικρομεσαίων αγροτών.

Η ιδιαιτερότητα των φετινών κινητοποιήσεων οφείλεται στην παραπέρα επιδείνωση της ΚΑΠ, που αποφασίστηκε για τη περίοδο 2014-2020 και στα μέτρα που έχει πάρει και παίρνει η κυβέρνηση σε βάρος και των αγροτών με πρόσχημα τη δημοσιονομική εξυγίανση της χώρας.

Με τη νέα ΚΑΠ μειώνονται σταδιακά κατά 12% περίπου τα κονδύλια των επιδοτήσεων, που θα δίνονται στους αγρότες της χώρας μας με το καθεστώς της ενιαίας ενίσχυσης και κατά 6% περίπου τα λεγόμενα διαρθρωτικά κονδύλια, που αφορούν στην αγροτική ανάπτυξη.

Επί πλέον με διάφορα περιβαλλοντικά προσχήματα (πρασίνισμα) μεταφέρεται σημαντικό ποσοστό (30%) των κονδυλίων της ενιαίας ενίσχυσης από τους μικροπαραγωγούς στους μεγαλοπαραγωγούς, που καλλιεργούν περισσότερα από 150 στρέμματα.

Βασικός στόχος της ΚΑΠ είναι η σταδιακή εξίσωση των αποσυνδεδεμένων από τη παραγωγή στρεμματικών ενισχύσεων της χώρας μας με το μέσο κοινοτικό όρο και από 58 ευρώ ανά στρέμμα περίπου, που είναι σήμερα να διαμορφωθούν στα 29 ευρώ ανά στρέμμα, με ενδιάμεσο σταθμό, περίπου, τα 44 ευρώ ανά στρέμμα το 2020.

Τα παραπάνω μέτρα θα επιταχύνουν τις αρνητικές συνέπειες στους μικρομεσαίους αγρότες και στην αγροτική οικονομία της χώρας μας, επειδή προστίθενται σε μια, ήδη, πολύ άσχημη κατάσταση που έχει προκαλέσει η ΚΑΠ μέχρι σήμερα, με αποτέλεσμα να λειτουργούν πολλαπλασιαστικά.

Από το 1981 που εντάχθηκε η χώρα μας στην ΕΟΚ και εφαρμόστηκε η ΚΑΠ μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990 οι χαμηλές ποσοστώσεις, τα εξοντωτικά πρόστιμα συνυπευθυνότητας και τα Νομισματικά Εξισωτικά Ποσά (ΝΕΠ), που επιδοτούσαν με αστρονομικά ποσά τις εισαγωγές κοινοτικών ζωοκομικών προϊόντων στη χώρα μας, συρρίκνωσαν το αγροτικό εισόδημα  και την αγροτική παραγωγή αντίστοιχα.

Η αρνητική αυτή πορεία επιταχύνθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 με την εφαρμογή της ΓΚΑΤΤ και την αναθεώρηση της ΚΑΠ. Η αναθεώρηση αυτή πρόβλεπε την αποσύνδεση των επιδοτήσεων από την αγροτική παραγωγή, τον εκφυλισμό και την κατάργηση  των θεσμικών τιμών (τιμές παρέμβασης, τιμές κατωφλίου κ.α.), που διασφάλιζαν στους αγρότες, έστω, ένα πενιχρό εισόδημα και προστάτευαν στοιχειωδώς την αγροτική παραγωγή από τις αθρόες εισαγωγές τρίτων χωρών.

Το αποτέλεσμα της κατάργησης των θεσμικών τιμών ήταν το μαζικό ξεκλήρισμα των μικρομεσαίων αγροτών, ο αποδεκατισμός του αγροτικού εισοδήματος και η αποδιάρθρωση ζωτικών κλάδων της φυτικής και ζωικής παραγωγής. Παράλληλα  και  ταυτόχρονα πραγματοποιούταν η συγκέντρωση της παραγωγής σε λίγους μεγαλοαγρότες.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα της αποδιάρθρωσης αποτελούν: η συνολική παραγωγή κρέατος της χώρα μας, που από 508 χιλ. τόνους το 1981 μειώθηκε στους 438 χιλ. τόνους το 2009, το σιτάρι (σκληρό, μαλακό) που από 2.932 χιλ. τόνους το 1981 μειώθηκε στους 2.140 χιλ. τόνους το 2009, ο καπνός, που από 131 χιλ. τόνους το 1981 μειώθηκε στους 27 χιλ. τόνους το 2009 κ.α.

Την αποδιάρθρωση αυτή της αγροτικής οικονομίας της χώρας μας, που γιγάντωσε τα ελλείμματα στο αγροτικό εμπορικό ισοζύγιο, με αποτέλεσμα το 2008 – χρονιά ρεκόρ – να ξεπεράσουν τα 3 δισ. ευρώ, δε μπορεί να την αποκρύψει ούτε η Ευρωπαϊκή Ένωση ούτε και η κυβέρνηση, πολύ περισσότερο τη γνωρίζουν πολύ καλά οι αγρότες μας, που την υφίστανται.

Για να εκτονωθεί η αγανάκτηση των μικρομεσαίων αγροτών αποφασίστηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση, στη νέα ΚΑΠ του 2014-2020, να δοθεί η δυνατότητα στα κράτη – μέλη ένα ποσοστό, της τάξης του 8%, των αποσυνδεδεμένων ενισχύσεων, που για τη χώρα μας υπολογίζεται στα 160 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο, να επανασυνδεθεί με την παραγωγή.

Η εφαρμογή, όμως, αυτής της δυνατότητας τελεί υπό έναν όρο: οι  κλάδοι, που θα δίνεται η συνδεδεμένη επιδότηση, δε θα υπερβούν το επίπεδο παραγωγής της καλύτερης χρονιάς της τελευταίας πενταετίας. Όμως τα ψίχουλα της επανασυνδεδεμένης επιδότησης, μαζί με τον όρο που τα συνοδεύουν, δεν αποτελούν ούτε ασπιρίνη στην αντιμετώπιση αυτού του τεράστιου προβλήματος γι’ αυτό δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα. Και αφού σε καμία περίπτωση δεν καλυτερεύει την κατάσταση των αγροτών μας δικαιολογημένα ξαναβρέθηκαν στους δρόμους.

Διαχρονικά αποδείχνεται ότι τα κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός των άλλων, λειτουργούσαν και ως στάχτη στα μάτια των μικρομεσαίων αγροτών για να μην αντιληφθούν έγκαιρα τους πραγματικούς στόχους της ΚΑΠ και αντισταθούν σε μια πολιτική που τους ξεκληρίζει, αποδιαρθρώνει την αγροτική παραγωγή και βαθαίνει την εξάρτηση του λαού μας σε βασικά διατροφικά προϊόντα.

Τώρα, όμως, που τα αποτελέσματα της ΚΑΠ είναι χειροπιαστά και τα κοινοτικά κονδύλια μειώνονται δραστικά, ο «βασιλιάς είναι γυμνός»  με αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι μικρομεσαίοι αγρότες να βλέπουν το πραγματικό πρόσωπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να εντείνεται ο προβληματισμός τους για το μέλλον το δικό τους και της χώρας μας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Σ’ αυτήν ακριβώς τη φάση έρχονται και τα μέτρα της κυβέρνησης, με πρόσχημα τη δημοσιονομική εξυγίανση της χώρας, που με τη φοροληστεία, την κατακόρυφη αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ για άρδευση, των τιμών των γεωργικών καυσίμων και των γεωργικών εφοδίων, τις κατασχέσεις σπιτιών και χωραφιών των μικρομεσαίων αγροτών λειτουργούν σαν τη σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι.

Η επικαιρότητα, η καθολικότητα και ο τρόπος λειτουργίας των μέτρων της κυβέρνησης, ως  σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι, ίσως παγίδεψαν την ηγεσία του αγροτικού κινήματος σε ένα διεκδικητικό πλαίσιο καθαρά αμυντικό, περιορισμένο σε ορισμένα οικονομικά αιτήματα και έντονα υποβαθμισμένο πολιτικά.

Ακόμη και με τη δεδομένη κατάσταση του αγροτικού κινήματος, αλλά και του γενικότερου λαϊκού κινήματος, δε μπορεί να ισχυρισθεί κανείς ότι η ηγεσία του αγροτικού κινήματος δεν έπρεπε στο  διεκδικητικό της πλαίσιο να βάλει νέα οικονομικά αιτήματα. Πολύ περισσότερο, όταν το επίπεδο ωριμότητας μεγάλου ποσοστού της μικρομεσαίας αγροτιάς έχει φθάσει σε τέτοιο σημείο, που η ηγεσία του αγροτικού κινήματος μαζί με τα οικονομικά αιτήματα έπρεπε να πολιτικοποιήσει πιο πολύ το διεκδικητικό πλαίσιο.

Κατά τη γνώμη μας, έπρεπε να αναδείξει πιο πολύ τον καταστροφικό ρόλο της ΚΑΠ και να συζητήσει ανοιχτά  με όλους τους μικρομεσαίους αγρότες το ζήτημα της αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και αυτό γιατί σε πλατιά στρώματα της μικρομεσαίας αγροτιάς έχουν ωριμάσει ή βρίσκονται σε πορεία γρήγορης ωρίμανσης οι συνθήκες  για να μπει στην ημερήσια διάταξη, πέρα από τη μέχρι τώρα ζύμωση, και η διεκδίκηση αυτού του αιτήματος.

Οι αγώνες της αγροτιάς, που αφορούν, βέβαια, τους φτωχούς και μεσαίους αγρότες, έρχονται να αναδείξουν τη σταθερή θέση της «Νέας Σποράς» ότι η στάση απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, επομένως και η ανάγκη για την αποδέσμευση απ’ αυτήν, θα είναι ο σημαντικός κρίκος που θα κρίνει την πορεία των πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων, κρίκος γύρω από τον οποίο δίνεται η δυνατότητα να συσπειρωθούν πλατιές δυνάμεις της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων, δηλαδή και της αγροτιάς.

Υπάρχει, όμως, και μια άλλη πλευρά σ’ αυτό το ζήτημα. Το αίτημα της αποδέσμευσης σε αντιμονοπωλιακή, αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση, θα βοηθούσε πλατιά στρώματα της μικρομεσαίας αγροτιάς να διαμορφώσουν ξεκάθαρη άποψη και για τα κόμματα του λεγόμενου ευρωσκεπτικισμού. Τα κόμματα αυτά, προσποιούνται ότι διαφωνούν με την Ευρωπαϊκή Ένωση, επειδή τάχα έχει λοξοδρομήσει από τα οράματα των ιδρυτών της και θέλουν τάχα να την επαναφέρουν στο σωστό δρόμο.

Θα βοηθούσε τη μικρομεσαία αγροτιά να συνειδητοποιήσει ακόμη πιο καθαρά ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση  είναι μια ιμπεριαλιστική ένωση και όργανο των μονοπωλίων από τη γέννηση της και δεν έχει γίνει κανένα ξεστράτισμα. Η προβολή και συζήτηση του αιτήματος της αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα είχε και άμεσα αποτελέσματα στις επερχόμενες Ευρωεκλογές.

Και αυτό γιατί ένα μεγάλο ποσοστό του λαού, περίπου το 35%, που καταγράφεται και στις δημοσκοπήσεις, ως ευρωσκεπτικιστικό, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται  και μικρομεσαίοι αγρότες, θα γύριζε την πλάτη σε όλα τα κόμματα του ευρωμονόδρομου, ακόμα και σ’ αυτά,  που ασκούν παραπλανητική και υποκριτική κριτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση και υπόσχονται ότι αν αλλάξει το μίγμα της πολιτικής ή οι διαχειριστές αυτής της πολιτικής μπορεί η Ευρωπαϊκή Ένωση από όργανο των μονοπωλίων να γίνει όργανο των λαών και να υπηρετήσει τα συμφέροντα της μικρομεσαίας αγροτιάς και των εργαζομένων.

Ποια πρέπει να είναι η εκτίμηση για τους αγώνες των αγροτών, που, βέβαια συνεχίζονται και πρέπει να συνεχιστούν;

Διατυπώθηκε ένα πλαίσιο αιτημάτων αποδεκτό από τη μεγάλη μάζα των μικρομεσαίων αγροτών, ένα πλαίσιο που, θα λέγαμε, βάζει φρένο στον κατήφορο της αγροτικής οικονομίας και στο ξεκλήρισμα των μικρομεσαίων αγροτών. Εκφράστηκε η ενιαία αντίδραση των αγροτών, συσπειρώθηκαν περισσότεροι αγρότες σε ενωτική αγωνιστική κατεύθυνση, δημιουργήθηκε ένα ενιαίο πανελλαδικό όργανο των μπλόκων.

Η ενωτική αυτή στάση διευκολύνει την παρέμβαση του Κόμματος τόσο στην ανάπτυξη των αγώνων των αγροτών όσο και στην ωρίμανση της ταξικής και πολιτικής τους συνείδησης.  Διευκολύνει το Κόμμα μας να αποδείξει για άλλη μια φορά ότι είναι το μόνο κόμμα το οποίο δικαιώθηκε, και εκ των αποτελεσμάτων, από τη θέση που πήρε απέναντι στην ΕΟΚ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Τέλος, διευκολύνει, παραπέρα, να εκλαϊκεύσει τη θέση του για την αποδέσμευση σε συνδυασμό με την ανάγκη αλλαγής των τάξεων στην εξουσία από την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα, επομένως και την αγροτιά. Και αυτή η δυνατότητα δεν πρέπει να υποτιμηθεί καθόλου, γιατί δίνει πολιτική διέξοδο στους αγρότες μπροστά στην ακαμψία που κρατάει η κυβέρνηση για την ικανοποίηση των αιτημάτων τους και τον κίνδυνο να αναπτυχθούν ηττοπαθή αντανακλαστικά.

Από την άποψη αυτή οι αγωνιστικές κινητοποιήσεις των αγροτών αναδεικνύουν την αντικειμενική ανάγκη της διαμόρφωσης μιας συγκεκριμένης προγραμματικής πρότασης, που θα δίνει στην πράξη διέξοδο στα αιτήματα των μικροαστικών στρωμάτων, θα είναι η βάση για την ανάπτυξη των αγώνων, της συσπείρωσης της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων για τη διεκδίκηση της πολιτικής εξουσίας από τη δική τους πλευρά, από την πλευρά των δικών τους συμφερόντων. Και τη διαπίστωση αυτή δε μπορεί να την παρακάμψει κανείς, γιατί τη φέρνει μπροστά μας η ίδια η εξέλιξη των πολιτικών και οικονομικών πραγμάτων.

COMMENTS