Ευρωσκεπτικισμός

Άρθρο Συνεργάτη μας

 

 

Στις  19 Γενάρη, ο Ριζοσπάστης αφιέρωσε το κύριο άρθρο του στην ανάλυση του πολιτικού ρεύματος του «Ευρωσκεπτικισμού». Είχε προηγηθεί παρόμοιο άρθρο στη στήλη «Η Άποψή μας», δύο μέρες νωρίτερα.

Το γεγονός της ύπαρξης των δύο αυτών άρθρων είναι κατ’ αρχήν θετικό, με την έννοια ότι η ΚΕ του Κόμματος αντιλαμβάνεται ότι «κάτι κινείται» και προσπαθεί να το αναλύσει. Άλλωστε, σε κάποια από τα γραφόμενα του αρθρογράφου του «Ρ» δεν θα διαφωνήσει κανείς. Κυρίως στο ότι διαβλέπει τον κίνδυνο να αναπτύσσεται πανευρωπαϊκά ένα, κατά βάση, συντηρητικό πολιτικό ρεύμα, το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί.

Όπως δεν θα διαφωνήσει ο οποιοσδήποτε λογικός άνθρωπος, που έχει μια στοιχειώδη επαφή με τα πολιτικά τεκταινόμενα, στο ότι ο ολοένα εντεινόμενος ευρωσκεπτικισμός τροφοδοτείται, συντηρείται, αξιοποιείται και συνδέεται ΚΑΙ με συγκεκριμένα εθνικιστικά τμήματα της αστικής τάξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις αντίστοιχες πολιτικές δυνάμεις που τα εκπροσωπούν. Από εδώ προκύπτει το στοιχείο της ιδεολογικής αντιπαράθεσης με τα «κοσμοπολίτικα» τμήματα της αστικής τάξης.

Κατά τον αρθρογράφο, όμως, πρόκειται για ένα πολιτικό ρεύμα, που, ουσιαστικά, αποδίδεται συνολικά στην εθνικιστική αστική τάξη, που τα διάφορα τμήματά της στην Ευρωπαϊκή Ένωση  παρεμβαίνουν σ’ αυτό προκειμένου να το στρέψουν εκεί που αυτά επιθυμούν, έστω και εάν δεν έχουν ενιαία αντίληψη και «εκφράζονται διαφορετικά».

Και εδώ υπάρχει η διαφωνία με τον αρθρογράφο του «Ρ» στην  κυρίαρχη λογική της ανάλυσής του για την ανάπτυξη και ενδυνάμωση του πολιτικού αυτού ρεύματος. Και υπάρχει η διαφωνία μαζί του, γιατί  αποφεύγει μια προσεχτικότερη διερεύνηση αυτού του φαινομένου. Δηλαδή, τελικά, το πολιτικό αυτό ρεύμα οφείλει την ύπαρξή του στις δυνάμεις του κεφαλαίου!…    

Και εδώ δύο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν: είτε από άγνοια ο αρθρογράφος – και με την ιστορική ανασκόπηση που επιχειρεί – χαρίζει ολόκληρο το φαινόμενο στην εθνικιστική αστική τάξη, «διαβάζει», δηλαδή, στο φαινόμενο μόνο την όποια «αρνητική» δυναμική του, έξω και πέρα από την επίδραση και συνδρομή σ’ αυτό άλλων πολιτικών ρευμάτων, αστικών, μικροαστικών ή προλεταριακών είτε η πολιτική γραμμή της ηγεσίας του Κόμματος τον «υποχρεώνει» στην πιο «εύκολη» και απλοποιημένη εξήγηση.

Για να πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η «Νέα Σπορά» πολύ έγκαιρα (βλέπε άρθρο Ακροδεξιά και Ευρωσκεπτικισμός, ανάρτηση 21/10/2013)  είχε ήδη τοποθετηθεί διαβλέποντας τις τάσεις που αναπτύσσονται στην Ευρώπη αλλά και στη χώρα μας. Μετά, όμως, την ανάλυση που προέβη ο «Ρ» το θεμελιακό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι: τι ακριβώς ορίζουμε ως ευρωσκεπτικισμό;  

Ο αρθρογράφος απαντάει: Ο «ευρωσκεπτικισμός» αποτελεί πολιτικό ρεύμα που εκφράζει τμήματα του κεφαλαίου κρατών της ΕΕ που στις σημερινές συνθήκες της κρίσης, της όξυνσης των αντιθέσεων και της αλλαγής συσχετισμού δυνάμεων θεωρούν ότι δεν εξυπηρετούνται από τη σημερινή ΕΕ και την Ευρωζώνη. Στο στίγμα τους οι περισσότερες τέτοιες πολιτικές δυνάμεις ενσωματώνουν έντονα εθνικιστικά χαρακτηριστικά, αν και σε κάθε χώρα, ανάλογα με το βαθμό σύνδεσής της με την ΕΕ και την οικονομική και πολιτική της δύναμη, εκφράζονται διαφορετικά.

Αν ανατρέξουμε στο σχετικό άρθρο της «Νέας Σποράς» αυτό σημείωνε: “Εκ των πραγμάτων, όμως, πρέπει να τονίσουμε, ότι αυτή η κίνηση να ταυτιστεί η ακροδεξιά με τον ευρωσκεπτισμό δεν έχει μέλλον. Ακόμη και στη Γαλλία, που το «Μέτωπο της Αριστεράς» δεν υποστηρίζει την αποχώρηση από την ΟΝΕ, πολύ περισσότερο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, σημείωσε αύξηση των δυνάμεών του, γεγονός που δείχνει ότι η δυσαρέσκεια και ο σκεπτικισμός γύρω από την πολιτική της ΕΕ έχει πλατύτερη βάση, ανεξάρτητα από τη μη ύπαρξη ενός εναλλακτικού κομμουνιστικού προγράμματος, που η βάση του θα ήταν η στάση απέναντι στην ΕΕ”.

Με βάση την παραπάνω εκτίμηση της «Νέας Σποράς» ο ευρωσκεπτικισμός δεν είναι ένα ενιαίο πολιτικό ρεύμα, έστω και εάν αυτή τη στιγμή κυριαρχεί σ’ αυτό η διαμάχη μεταξύ εθνικιστικών και κοσμοπολίτικων πολιτικών δυνάμεων.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι: Γιατί δεν μπορεί και δεν πρέπει να ταυτιστεί ο ευρωσκεπτικισμός με την ακροδεξιά και τα εθνικιστικά τμήματα της αστικής τάξης;

Η απάντηση είναι: Γιατί  η Ευρωπαική Ένωση όλο και περισσότερο, σήμερα,  ξεφτίζει στα μάτια των εργαζομένων, των μικροαστικών στρωμάτων και των λαών της, ειδικά μετά το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης, γεγονός, που μας υποχρεώνει να διαβάσουμε αυτήν την εξέλιξη αποκλειστικά κατά ένα και μοναδικό τρόπο.  

Οι εργαζόμενοι και τα μικροαστικά στρώματα «βλέπουν» τώρα και συνειδητοποιούν «κάτι», που αφορά στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση και που δεν μπορούσαν να το δουν και να το συνειδητοποιήσουν πριν. Και το συνειδητοποιούν από την ίδια την κατάσταση που έχουν περιέλθει, εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης και της πολιτικής που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως απάντηση στην κρίση.

Ο ευρωσκεπτικισμός, λοιπόν, έχει αντικειμενική βάση και πάνω σ’ αυτήν παρεμβαίνουν τα διάφορα πολιτικά ρεύματα για να αξιοποιήσουν την πλατιά δυσαρέσκεια των λαϊκών μαζών για να τη στρέψουν και σε πιο αντιδραστικές κατευθύνσεις.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι: ο ευρωσκεπτικισμός έρχεται να δικαιώσει την πιο ιστορική θέση του ΚΚΕ για τον αντιδραστικό χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την ανάγκη αποδέσμευσης από αυτήν, θέση με την οποία πορεύθηκε το Κόμμα μας όλα τα προηγούμενα χρόνια, σε αντίθεση με πολλά από τα ΚΚ της δυτικής Ευρώπης.

Παρόλα αυτά, αυτή η ιστορική επιβεβαίωση των θέσεων του Κόμματος, τόσο στην Ευρώπη όσο και στη χώρα μας, δεν φαίνεται να καρπώνεται τις κοινωνικές δυνάμεις οι οποίες τείνουν να απεγκλωβιστούν από την ιδεολογία και το «όραμα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να ξαναεγκλωβιστούν.  

Τι ακριβώς συμβαίνει; Συμβαίνει ότι το Κομμουνιστικό Κίνημα, στη χώρα μας, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και γενικότερα στην Ευρώπη δεν είναι σε θέση να παρέμβει αποφασιστικά και να οργανώσει την πάλη των εργαζομένων και των μικροαστικών κομμάτων ενάντια τόσο στην πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και ενάντια στην ίδια, ως Ένωσης, που αντιστρατεύεται τα συμφέροντα των λαϊκών μαζών και επομένως να πρέπει να διαλυθεί.

Και δεν φτάνει μόνο αυτό αλλά, δυστυχώς, έχουμε και λαθεμένες ερμηνείες, όπως αυτή του «Ρ». Ούτε λίγο ούτε πολύ ο αρθρογράφος του «Ρ», διαπιστώνει ότι το ρεύμα του ευρωσκεπτικισμού είναι εξολοκλήρου ένα αστικό ρεύμα, που εκφράζει τις ανάγκες τμημάτων της αστικής τάξης για προστατευτισμό των «εθνικών» τους οικονομιών μπροστά στο ζόρισμα που επιβάλλει η οικονομική κρίση και ο ανελέητος ανταγωνισμός. Και αποφαίνεται: “Η κόντρα λοιπόν «ευρωσκεπτικιστών» και «φιλοευρωπαίων» έχει ως αντικείμενο το πώς θα εξυπηρετηθούν καλύτερα τα συμφέροντα της αστικής τάξης της χώρας τους στο πλαίσιο των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών και με δεδομένη την όξυνση των ενδοαστικών αντιθέσεων. Το ζήτημα, βεβαίως, είναι το πώς η εργατική τάξη κάθε χώρας δεν θα εγκλωβιστεί σε αυτή την ενδοαστική διαπάλη”. 

Πράγματι υπάρχει και αυτή η διάσταση. Και υπάρχει με την εξής έννοια: ο ευρωσκεπτισμός αφορά πριν απ’ όλους την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα, που δέχονται και υφίστανται τις καταστρεπτικές συνέπειες της πολιτικής που εφαρμόζεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Από αυτήν την άποψη και μόνο η αστική τάξη νοιάζεται να διαχειριστεί αυτό το τεράστιο κύμα αμφισβήτησης προς όφελός της. Και εδώ, φυσικά, παρουσιάζονται οι αντιθέσεις και ως προς τη διαχείριση της αμφισβήτησης και σε ότι αφορά στα συμφέροντα των διαφορετικών τμημάτων της αστικής τάξης ως προς την υφιστάμενη δομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την προοπτική της.

Είναι τραγικό λάθος, όμως, την ώρα που η εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα επαναπροσδιορίζουν τη στάση τους απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση να χαρακτηρίζεται ένα ολόκληρο ρεύμα αμφισβήτησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο υπάρχει και εντείνεται, ως αστικό ρεύμα, εξ αιτίας της διαπάλης που σημειώνεται στις οικονομικές και πολιτικές ελίτ της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διαχείρισή του. Το κυρίαρχο στοιχείο είναι ο επαναπροσδιορισμός της στάσης των κοινωνικών δυνάμεων που στηρίζεται ή εκπροσωπεί το Κομμουνιστικό Κίνημα. 

Το πρόβλημα, όμως, με τον παραπάνω συλλογισμό δεν είναι μόνο ότι χαρίζει ολόκληρη την αμφισβήτηση του Ευρωπαικού οικοδομήματος σήμερα στην αστική τάξη. Αν τον επεκτείνουμε παραπέρα αυτόν το συλλογισμό οδηγεί στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι η εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα στην Ευρώπη, που αμφισβητούν πλέον φανερά την Ευρωπαϊκή Ένωση, ακολουθούν τυφλά την αστική τάξη και τις πολιτικές της επιλογές.

Εδώ, ως Κομμουνιστικό Κίνημα, έχουμε περιέλθει στο πλήρες αδιέξοδο. Η αντίφαση είναι προφανής και αποκαλυπτική. Προφανής, γιατί αποδίδοντας την αμφισβήτηση της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων ως αστικό ρεύμα, μια και αυτή η αμφισβήτηση δεν γίνεται από θέσεις σοσιαλισμού, δεν υπάρχει καμία δυνατότητα απεγκλωβισμού των λαϊκών μαζών, με δεδομένο ότι αυτές δεν έχουν ενστερνιστεί τη σοσιαλιστική διέξοδο, που το Κομμουνιστικό κίνημα, εξ αιτίας της κατάστασης κρίσης που βρίσκεται, αδυνατεί να τις πείσει γι’ αυτήν. Αποκαλυπτική, γιατί αναδεικνύει τα πολιτικά αδιέξοδα της ηγεσίας του Κόμματος.   

Πράγματι, για την ηγεσία του Κόμματος, σήμερα, δεν μπορεί να υπάρχει άλλη ερμηνεία του φαινομένου, καθώς οποιαδήποτε άλλη θα έθετε σε αμφισβήτηση τις αποφάσεις του τελευταίου Συνεδρίου του Κόμματος αλλά και όλες τις επεξεργασίες της ΙΕ της ΚΕ. Και με βάση αυτές, σήμερα, δεν μπορεί να υπάρξει προοδευτική αμφισβήτηση της ΕΕ, όταν αυτή δεν συνοδεύεται ταυτόχρονα από αμφισβήτηση του ίδιου του καπιταλισμού συνολικά. Δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, το ότι ενδέχεται η εργατική τάξη –ως συνέπεια του επιπέδου ωρίμανσης της- να φτάνει σήμερα να αμφισβητεί την Ευρωπαϊκή Ένωση, ως πηγή των δεινών που υφίσταται, γιατί αυτήν αντιλαμβάνεται ως τέτοια, αλλά να μην φτάνει να την αμφισβητεί ακόμη από σοσιαλιστικές θέσεις. Επομένως το καθήκον του Κομμουνιστικού Κινήματος είναι να βοηθάει στην άνοδο της πολιτικής συνείδησης των λαϊκών μαζών.

Και εδώ πέφτουμε σε ένα άλλο αδιέξοδο. Πως, κατά την ηγεσία του Κόμματος, θα έπρεπε να αμφισβητήσουν η εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα την Ευρωπαϊκή Ένωση από σοσιαλιστικές θέσεις, όταν το Κομμουνιστικό Κίνημα, με βάση την εκτίμηση που κάνει η ίδια και τα όργανα του Κόμματος, βρίσκεται σε κρίση και ένα σημαντικό τμήμα του ρέπει προς τον οπορτουνισμό; Δεν αναιρείται έτσι ο ίδιος ο ρόλος του Κομμουνιστικού Κινήματος;

Το γεγονός αυτό, όμως, επιτρέπει σε μια ηγεσία να φτάνει να χαρακτηρίζει την αμφισβήτηση της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων, η οποία, σημειωτέον, είναι για πρώτη φορά η πιο εκτεταμένη στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως αστικό πολιτικό ρεύμα; Με την έννοια αυτή πως θα απεγκλωβιστεί η εργατική τάξη αν είναι ήδη εγκλωβισμένη σε ένα αστικό πολιτικό ρεύμα, όταν «τελειώνεις» με την αμφισβήτηση των λαϊκών μαζών ενός αστικού, ιμπεριαλιστικού οργανισμού μ’ αυτόν τον τρόπο;

Φυσικά δεν μπορεί να αγνοεί κανείς ότι, πράγματι, η εργατική τάξη, τμήματά της, τα μικροαστικά στρώματα, είναι δυνατόν να εγκλωβιστούν πρόσκαιρα σε ένα αστικό πολιτικό ρεύμα και η αμφισβήτησή τους να γίνεται από αστική σκοπιά. Εδώ, όμως, αυτή η αμφισβήτηση φουντώνει, απασχολεί την αστική τάξη συνολικά και ανησυχεί αυτή μήπως προκύψουν κοινωνικές εκρήξεις.

Αλλά εάν αυτή η γενίκευση, που επιχειρεί ο αρθρογράφος, υποτεθεί ότι αφορά στην υπόλοιπη Ευρώπη πως γίνεται να ισχύει και για τη χώρα μας, όπου εδώ υπάρχει ένα Κομμουνιστικό Κόμμα, που αμφισβητεί την Ευρωπαϊκή Ένωση από σωστή, προλεταριακή και σοσιαλιστική σκοπιά;  

Το να υποστηρίζεις ότι στη Μ. Βρετανία ή σε κάποια άλλη χώρα, ο «ευρωσκεπτικισμός» είναι ακροδεξιάς «πάστας» και αστικό ρεύμα, πράγματι, μπορεί εύκολα να γίνει αποδεκτό, γιατί απλούστατα στις χώρες αυτές τα Κομμουνιστικά Κόμματα είναι πρακτικά αδύναμα ή ενσωματωμένα από δεκαετίες ή και τα δύο.

Στη χώρα μας όμως; Πως θα ερμηνευτεί η ανάπτυξη του ίδιου φαινομένου, εδώ, που υποτίθεται ότι υπάρχει το πλέον ζωντανό ΚΚ της Ευρώπης, με τεράστια ιστορία και ρίζες στην εργατική τάξη, συνεχή και αδιάλειπτη παρουσία, το οποίο έχει ιστορικά συνδεθεί με τη θέση της εξόδου από την ΕΕ και το οποίο πρόσφατα εφοδιάστηκε με ένα πρόγραμμα που «αποκατέστησε τον επαναστατικό χαρακτήρα», και οριστικά αυτή τη φορά; Δεν οφείλει η ηγεσία του Κόμματος να απαντήσει ως προς αυτό το ζήτημα και να δώσει κάποια εξήγηση;

Για να το θέσουμε διαφορετικά: Στη Δυτική Ευρώπη η αστική τάξη ακριβώς και λόγω της ανυπαρξίας ή του οπορτουνισμού των ΚΚ κατορθώνει να εγκλωβίζει την αγανάκτηση σε αστικούς στόχους και ιδεολογικά ρεύματα. Στην χώρα μας που υπάρχει επαναστατικό ΚΚ πως είναι αυτό δυνατό να συμβαίνει το ίδιο πράγμα;

Αυτό που διαφαίνεται όχι μόνο στην υπόλοιπη Ευρώπη αλλά και στη χώρα μας, και δυστυχώς ακολουθεί και η ηγεσία του Κόμματος, είναι η τάση να συνδέεται η αμφισβήτηση της ΕΕ με την ακροδεξιά, το ότι δηλαδή τείνουν η εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα να θεωρούν ότι… αυτοί που μπορούν να τους προσφέρουν την πολιτική πρόταση που λείπει είναι η ακροδεξιά και οι όποιες εθνικιστικές δυνάμεις.

Η αντίληψη αυτή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη, πολύ περισσότερο που οι εθνικιστικές και οι φασιστικές δυνάμεις «παίζουν» με τα συνθήματα της αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση και έτσι φαντάζει να υπάρχει ταύτιση πολιτικών στόχων με το ΚΚΕ.

Και δεν είναι μόνο ότι ο ευρωσκεπτικισμός αποδίδεται πολιτικά συνολικά ως αστικό ρεύμα και ταυτίζεται με τις ακροδεξιές και φασιστικές δυνάμεις. Την ίδια στιγμή υποτιμώνται και οι διεργασίες που εξελίσσονται, γύρω από την Ευρωπαϊκή Ένωση, στη βάση άλλων πολιτικών χώρων.    

Και το λέμε αυτό διότι ήδη πριν λίγο καιρό στην πλέον πρόσφατη δημοσκόπηση του Ευρωβαρόμετρου επισημαίνεται ότι μόλις το 21% των Ελλήνων έχει εμπιστοσύνη στην ΕΕ, ενώ το 77% απάντησε αρνητικά, ενώ το 79% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι έχει και η Ευρώπη ευθύνη για την κρίση”, η αμφισβήτηση, δηλαδή, διαπερνάει τη μεγάλη πλειοψηφία του Ελληνικού λαού.

Την ώρα, λοιπόν, που συντελούνται έντονες διεργασίες στους κόλπους της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων, στη βάση των άλλων πολιτικών δυνάμεων, την ώρα που έχει μπει σε αμφισβήτηση η στρατηγική επιλογή της αστικής τάξης της χώρας μας, την ώρα που σπάει η «ασύγγνωστη ευπιστία» των λαϊκών μαζών προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και την ίδια την αστική τάξη και τις πολιτικές της δυνάμεις, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, τι νόημα έχει η ταύτιση του ευρωσκεπτικισμού με τις ακροδεξιές και εθνικιστικές δυνάμεις; Δεν είναι ένας σαφής αποπροσανατολισμός των εργαζομένων και των μικροαστικών στρωμάτων;

Η «Νέα Σπορά» έχει εκφραστεί εδώ και πολύ καιρό. Η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο βασικός κρίκος, που μέσα απ’ αυτόν θα «περάσει» η επίλυση του πολιτικού και οικονομικού προβλήματος της χώρας  μας, για να ξεπεραστεί η χρεοκοπία και η οικονομική κρίση. Και για επιτευχθεί αυτός ο στόχος δεν μπορεί παρά να είναι υπόθεση της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων, παράλληλα με την ανάπτυξη της πάλης τους για την επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν. Αυτό σημαίνει και αλλαγή της εξουσίας για λογαριασμό αυτών των κοινωνικών δυνάμεων. Η κατεύθυνση αυτή φέρνει το σοσιαλισμό πιο κοντά.   

Και δεν πρόκειται μόνο για τη χώρα μας. Αυτή η κατεύθυνση αφορά όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γιατί φέρνει στο επίκεντρο της πάλης την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα κόντρα στην αστική τάξη. Διευκολύνονται οι κοινωνικές συμμαχίες, η ωρίμανση της ταξικής και πολιτικής συνείδησης των λαϊκών μαζών, η ανάδειξη του Κομμουνιστικού Κινήματος σε ηγετική και πρωτοπόρα δύναμη. Εμποδίζονται αποφασιστικά να καρπωθούν τη λαϊκή δυσαρέσκεια οι όποιας ταυτότητας αντιδραστικές πολιτικές δυνάμεις. Ανοίγει ο δρόμος για το σοσιαλισμό.

Αυτό που χρειάζεται, λοιπόν, είναι η ενιαία στάση των ΚΚ της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι σ’ αυτήν, να «πατήσουν» γερά πάνω στην αμφισβήτηση της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων, να ηγηθούν αυτού του ρεύματος και να οργανώσουν την πάλη του, γιατί οι κοινωνικές δυνάμεις που αμφισβητούν κυρίαρχα την Ευρωπαϊκή Ένωση  είναι αυτές που πρωταρχικά ενδιαφέρουν τα ΚΚ. Η εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα.

COMMENTS