Άρθρο Συνεργάτη μας
Η διάλυση του πανεπιστημιακού κινήματος απετέλεσε και αποτελεί πολιτική προτεραιότητα των μέχρι σήμερα κυβερνήσεων με στόχο την απόλυτη υπαγωγή της λειτουργίας του πανεπιστημίου στην κερδοφορία του κεφαλαίου και την υποταγή του Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) στην εξυπηρέτηση αυτής της επιλογής.
Η παραπάνω κατεύθυνση δεν αποτελεί, ασφαλώς, έκφραση και πολιτική εφαρμογή της σημερινής κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά είναι σταθερή και απαράλλαχτη κατεύθυνση της άρχουσας τάξης της χώρας μας, γενικότερα των δυνάμεων του κεφαλαίου σε παγκόσμιο επίπεδο αναφορικά με το ρόλο που επιφυλάσσεται στην Ανώτατη Εκπαίδευση και συνολικά στην Εκπαίδευση.
Καθώς η κοινωνία εξελίσσεται, η πορεία ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων οδηγεί στη διαπίστωση ότι η επιστήμη έχει μετατραπεί σε άμεση παραγωγική δύναμη που υπάγεται τυπικά και ουσιαστικά στο κεφάλαιο. Παράλληλη είναι και η πορεία της εργασίας.
Οι εργαζόμενοι και η επιστήμη γίνονται οι δύο βασικότερες παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας με κυρίαρχη, ασφαλώς, παραγωγική δύναμη τον εργαζόμενο άνθρωπο. Η τυπική και ουσιαστική υπαγωγή της εργασίας και της επιστήμης στο κεφάλαιο, ως κοινωνική σχέση, δημιουργεί τις κοινωνικές και ταξικές αντιθέσεις (που εκφράζονται και στην Ανώτατη Εκπαίδευση), την κοινωνική κρίση, αντανάκλαση της οποίας είναι και η κρίση στο Πανεπιστήμιο.
Η ανάδειξη της επιστημονικής αλήθειας και του κοινωνικού απελευθερωτικού της ρόλου, η πραγματοποίηση του απελευθερωτικού κοινωνικού ρόλου του Πανεπιστήμιου και η συμβολή στην απελευθέρωση της εργασίας πρέπει να είναι πρωταρχικά καθήκοντα της πάλης του πανεπιστημιακού κινήματος, κυρίαρχα πρέπει να είναι πρωταρχικά καθήκοντα των συνεπών δυνάμεων του πανεπιστημιακού κινήματος, γιατί εμποδίζονται από τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις στις οποίες κυριαρχούν οι δυνάμεις του κεφαλαίου.
Παράλληλα οι δυνάμεις του κεφαλαίου, μέσα από τις κυβερνήσεις τους, προσπαθούν να κατοχυρώσουν την τυπική και ουσιαστική υπαγωγή της επιστήμης στην παραγωγική διαδικασία με το θεσμικό πλαίσιο, που διέπει τις λειτουργίες της Ανώτατης Εκπαίδευσης – σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων τους, διοικητικές, διδακτικές, ερευνητικές – και ταυτόχρονα να πετύχουν τη διάλυση μέσα απ’ αυτό του πανεπιστημιακού κινήματος, που παλεύει ενάντια στις επιλογές τους.
Στο παρόν σημείωμα δεν θα επιχειρήσουμε μια κριτική ανάλυση στους τελευταίους νόμους «Διαμαντοπούλου» ( ν. 4009/2011) και «Αρβανιτόπουλου» ( ν. 4076/2012), οι οποίοι συνάντησαν τη μαζική αντίδραση της πανεπιστημιακής κοινότητας, αλλά θα επικεντρωθούμε στο τελευταίο γεγονός, αυτό του αποκλεισμού από το Συμβούλιο Ιδρύματος (ΣΙ) του ΕΚΠΑ της μοναδικής υποψηφίας για τη θέση Κοσμήτορα της Φιλοσοφικής σχολής του ΕΚΠΑ.
Σημειώνουμε για την ιστορία ότι η εκλογή του ΣΙ αυτού, όπως και πολλών άλλων έγινε με ηλεκτρονική ψηφοφορία, μετά από νομοθετική κυβερνητική παρέμβαση, εξ αιτίας της αδυναμίας πραγματοποίησης εκλογών με κάλπη, λόγω των μαζικών αντιδράσεων του πανεπιστημιακού κινήματος πανελλαδικά.
Η κατάργηση της δημοκρατικής, αντιπροσωπευτικής και αυτοτελούς λειτουργίας των πανεπιστημίων της χώρας με την επιβολή κυβερνητικών τοποτηρητών με τερατώδεις υπερεξουσίες και ουσιαστικά και τυπικά ανεξέλεγκτη λειτουργία ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από την πανεπιστημιακή κοινότητα.
Παντός είδους κυβερνητικοί φιλόδοξοι συνοδοιπόροι συνέστησαν τα ΣΙ, πολλοί από τους οποίους, κατά τις «εκλογές» που πραγματοποιήθηκαν, δε συγκέντρωσαν ούτε το ¼ του εκλογικού μέτρου! Αξίζει να σημειωθεί ότι προβεβλημένοι φιλοκυβερνητικοί πανεπιστημιακοί αρνήθηκαν να υποβάλουν υποψηφιότητα, αφήνοντας τους πλέον φιλόδοξους και λιγότερο οξυδερκείς να υποστούν την πανεπιστημιακή κατακραυγή. Από το 14μελές ΣΙ του ΕΚΠΑ (δεν υπήρξε ποτέ εκπρόσωπος των φοιτητών) ήδη έχουν αποχωρήσει 2 από τα 8 εσωτερικά και 1 από τα 6 εξωτερικά μέλη του.
Και τώρα στο προκείμενο. Ο νόμος «Διαμαντοπούλου» ( ν. 4009/2011) αναφορικά με την εκλογή των Κοσμητόρων των σχολών προέβλεπε ότι η εκλογή των κοσμητόρων των σχολών ή και η παύση τους από τα καθήκοντά τους είναι αρμοδιότητα αποκλειστική του Συμβουλίου του Ιδρύματος (Αρθρ. 8 Παρ 10 ι΄ και Αρθρ. 9 Παρ. 2).
Ο νόμος «Αρβανιτόπουλου» ( ν. 4076/2012) προβλέπει ότι η περίπτωση ι΄ τροποποιείται και αποκλειστική αρμοδιότητα του ΣΙ είναι μόνο η παύση κοσμητόρων από τα καθήκοντά τους (αρθρ. 2 Παρ. 7). Σύμφωνα με το Άρθρο 3 του ν. 4076/2012
«1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 9 του ν. 4009/2011 τροποποιείται ως εξής:
2. α) Υποψήφιοι για τη θέση του κοσμήτορα μπορούν να είναι αναγνωρισμένου κύρους καθηγητές πρώτης βαθμίδας της Σχολής με διοικητική εμπειρία, οι οποίοι υποβάλλουν υποψηφιότητα ύστερα από πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος, που εκδίδεται από τον Πρύτανη δύο (2) μήνες πριν τη λήξη της θητείας του απερχόμενου κοσμήτορα. Ο κοσμήτορας εκλέγεται από τους Καθηγητές και τους υπηρετούντες λέκτορες της Σχολής με άμεση, μυστική και καθολική ψηφοφορία και διορίζεται από τον Πρύτανη.
β) Το Συμβούλιο, με απόφασή του, που λαμβάνεται με πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνόλου των μελών του, επιλέγει εφόσον είναι ενδεκαμελές δύο και εφόσον είναι δεκαπενταμελές, τρεις υποψηφίους μεταξύ αυτών που συγκεντρώνουν τα τυπικά προσόντα που προβλέπονται στο εδάφιο α΄ της παρούσας παραγράφου και ύστερα από εκτίμηση των ουσιαστικών τους προσόντων…».
Αυτό είναι το θεσμικό πλαίσιο που ισχύει σήμερα. Ο σημερινός υπουργός της Παιδείας προκειμένου να κατευνάσει τις αντιδράσεις της πανεπιστημιακής κοινότητας, που απαιτούσαν κατάργηση του νόμου «Διαμαντοπούλου», αφαίρεσε τυπικά την εκλογή του Κοσμήτορα κατευθείαν από το ΣΙ δίνοντάς του το αποκλειστικό δικαίωμα να «φιλτράρει» και να προκρίνει εκείνους, που εν τέλει θα είναι υποψήφιοι.
Όπως είναι γνωστό το ΕΚΠΑ και το ΕΜΠ, πρωτοστάτησαν στον αγώνα για τη μη εφαρμογή των νόμων «Διαμαντοπούλου» και «Αρβανιτόπουλου», καθώς και στον πρόσφατο αγώνα των διοικητικών υπαλλήλων. Ανάμεσα στο επιστημονικό προσωπικό που πρωτοστάτησε στους αγώνες αυτούς συγκαταλέγεται και η καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ Ε. Καραμαλέγκου, διακεκριμένη επιστήμονας, η οποία είναι η σημερινή Πρόεδρος της Φιλοσοφικής, Κοσμητεύουσα, μέλος του ΔΣ του συλλόγου ΔΕΠ της Φιλοσοφικής Σχολής και μέλος της ΔΕ της Ομοσπονδίας διδασκόντων.
Η καθηγήτρια Ε. Καραμαλέγκου θεωρώντας ότι μπορεί να συμβάλει δημιουργικά στη λειτουργία της Σχολής της από τη θέση της κοσμήτορος υπέβαλε υποψηφιότητα για τις εκλογές που επίκεινται στο ΕΚΠΑ. Η προθεσμία υποβολής υποψηφιοτήτων πέρασε και διαπιστώθηκε ότι η Ε. Καραμαλέγκου ήταν η μόνη υποψήφια για την θέση αυτή.
Το εάν μπορεί ένας κοσμήτορας να λειτουργήσει θετικά κάτω από τους αυστηρούς αντιδραστικούς περιορισμούς, που επιβάλλουν οι νόμοι 4009 και 4076 είναι ένα ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί. Κατά την άποψή μας ασφαλώς όχι.
Ο κοσμήτορας διαθέτει υπερεξουσίες, οι οποίες, όμως, είναι προσαρμοσμένες απόλυτα στην κυβερνητική πολιτική, όπως πχ. στην ενίσχυση της οριζόντιας λειτουργίας μιας Σχολής, όπου σε σχολές πολλαπλών αντικειμένων, όπως της Φιλοσοφικής ή της Σχολής Θετικών Επιστημών και άλλων αναλόγων Σχολών, γεγονός, που θα αποβεί σε βάρος της αυτοτελούς ανάπτυξης των επιμέρους Τμημάτων, των επιστημονικών τους αντικειμένων και των ολοκληρωμένων προγραμμάτων σπουδών, των διαδικασιών κρίσεων του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) και γενικότερα όλου του προσωπικού με τις αδιαφανείς διαδικασίες των 7μελών επιτροπών κ.α.
Από την άλλη μεριά κατά το αρθρ. 9 παρ. 4 του ν. 4009 (αναριθμείται σε παρ. 3 στον ν. 4076), «Ο κοσμήτορας μπορεί να παυτεί με αιτιολογημένη απόφαση του Συμβουλίου του ιδρύματος, η οποία λαμβάνεται με πλειοψηφία των τριών τετάρτων του συνόλου των μελών του, για ανεπάρκεια στην εκτέλεση των καθηκόντων του».
Επομένως και εάν ακόμη θελήσει ένας Κοσμήτορας να αυτενεργήσει και να υπηρετήσει με συνέπεια το δημόσιο, κοινωνικό και δωρεάν Πανεπιστήμιο το ΣΙ τον «επαναφέρει στην τάξη» θέτοντας τον εκτός κοσμητείας!
Όμως για το ΣΙ του ΕΚΠΑ, γνωστού για την αντιδραστικότητά του, δεν υπάρχουν περιθώρια πειραματισμών. Η στήριξη του δημόσιου και δωρεάν δημόσιου πανεπιστημίου και του αγώνα των διοικητικών από την Ε. Καραμαλέγκου ήταν η πραγματική αιτία, ώστε το ΣΙ του ΕΚΠΑ να αποδώσει παντελή έλλειψη «ουσιαστικών προσόντων» για την υποψήφια κοσμήτορα.
Χωρίς την παραμικρή δημόσια εκφρασμένη αιτιολόγηση το ΣΙ απορρίπτει τη μοναδική υποψηφιότητα για τη θέση του Κοσμήτορα της Φιλοσοφικής Σχολής, γεγονός, που αποκαλύπτει πλέον και στους πιο ανυποψίαστους τον καθολικά αντιδραστικό και αυταρχικό χαρακτήρα των ΣΙ και συνολικά του θεσμικού πλαισίου των ΑΕΙ. Αυτή την πρωτάκουστη, χουντικής έμπνευσης απόφαση έρχεται σήμερα να αντιμετωπίσει το πανεπιστημιακό κίνημα.
Η πρώτη αντίδραση είναι ένα μπαράζ αποφάσεων συλλόγων ΔΕΠ, φοιτητών, εργαζομένων, που καταγγέλλουν της απόφαση αυτή. Οι εκτιμήσεις για τον ρόλο των ΣΙ και γενικότερα του θεσμικού πλαισίου που διέπει τη λειτουργία των ΑΕΙ και ΤΕΙ και που είχαν ως αποτέλεσμα ένα μακρύ αγώνα για την κατάργησή των ΣΙ όταν θεσμοθετήθηκαν και συνολικά του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου επιβεβαιώνονται με τον χειρότερο τρόπο.
Ακόμα και εκείνοι οι οποίοι πίστευαν ότι κάτι καλό θα προκύψει και συμμετείχαν στις ηλεκτρονικές ψηφοφορίες τώρα καταλαβαίνουν. Εκείνοι οι οποίοι πίστεψαν ότι η συμμετοχή τους, ως υποψηφίων, θα περάσει από τις συμπληγάδες του ΣΙ, τώρα ξέρουν ότι και αν ακόμα καταφέρουν να εκλεγούν το ΣΙ θα είναι εκεί για να τους εξοστρακίσει μόλις «ξεστρατίσουν».
Δεν πρέπει να σκεφτούν, όσοι προτίθενται να είναι υποψήφιοι, τι θα συμβεί με τις πρυτανικές εκλογές που θα ακολουθήσουν; Θα τολμήσουμε να περιγράψουμε αυτήν την εξέλιξη.
Αυτό το ΣΙ θα «προκρίνει» τον υποψήφιο πρύτανη, ο οποίος, κατά το σχετικό αρθρογράφο της «Κ» για θέματα εκπαίδευσης και κατά το νόμο, δε χρειάζεται να ανήκει υποχρεωτικά στο Ίδρυμα, και κατά συνέπεια θα υποχρεώσει το ΔΕΠ να τον ψηφίσει. Ο Πρύτανης θα φτιάξει μια σύνθεση Συγκλήτου στα μέτρα του ΣΙ (δηλ. της κυβέρνησης), ελέγχοντας απόλυτα τη Διοίκηση του Ιδρύματος. Η συνέχεια θα είναι για τους φοιτητές. Οι «ενοχλητικοί» φοιτητές θα διαγραφούν, ως «αιώνιοι» από τη νέα ακαδημαϊκή χρονιά.
Τα ερωτήματα που τίθενται επιτακτικά αυτή τη στιγμή είναι: θα συνεχίσουν να είναι υποψήφιοι κοσμήτορες εκείνοι που πίστεψαν ότι μπορούν να συμβάλλουν «προοδευτικά»; Το διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό θα νομιμοποιήσει με την συμμετοχή του στις εκλογές κοσμητόρων αυτό το αυταρχικό παραλήρημα;
Και βεβαίως το κυρίαρχο ερώτημα παραμένει: Το πανεπιστημιακό κίνημα, οι πολιτικές δυνάμεις που αντιπροσωπεύονται σ’ αυτό και αντιστρατεύονται αυτήν την πολιτική, είναι σε θέση να την ανατρέψουν; Μπορούν να προβάλουν ένα όραμα που να ανταποκρίνεται στις πραγματικές λαϊκές ανάγκες και να αντιστοιχίζονται στη σύγχρονη ανάπτυξη των επιστημών;
Ο αγώνας των διοικητικών σε μια προοδευτική κατεύθυνση ήταν μια ιδιαίτερα θετική εμπειρία. Αποδείχτηκε ότι μπορούν να υπάρξουν συσπειρώσεις ανατροπής στο πανεπιστημιακό κίνημα από τα κάτω – χωρίς τους αφορισμούς του αυθόρμητου ή της δημιουργίας συσπειρώσεων με στόχο τη διακυβέρνηση, που επεδίωκαν σταθερά ορισμένες δυνάμεις – για την ανατροπή μιας αντιδραστικής πολιτικής για την Ανώτατη Εκπαίδευση, με βάση τις κατευθύνσεις της Μπολόνιας, που χρόνια οργανώνεται στο πλαίσιο του ανταγωνισμού ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ιδιαίτερα ανάμεσα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, στο πλαίσιο του άκρατου οικονομικού ανταγωνισμού και της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Στην κατεύθυνση αυτή πρωταρχικός θα είναι ο ρόλος του φοιτητικού κινήματος, που πρέπει να πρωτοστατήσει στην ανατροπή της αντιδραστικής πολιτικής που εφαρμόζεται. Η πείρα που έχει συσσωρευτεί μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι φοιτητές πρέπει να αποκαταστήσουν την ενότητα δράσης του φοιτητικού κινήματος, να αναζωογονήσουν τους συλλόγους τους, να συμβάλουν αποφασιστικά στην ανασύνταξη του πανεπιστημιακού κινήματος συνολικά στο πλευρό του εργατικού κινήματος. Αυτή θα είναι και η τελευταία ευκαιρία.
COMMENTS