Γίναμε μάρτυρες, αυτές τις μέρες, μιας συστηματικής αντιπαράθεσης του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης, με αφορμή την εορταστική εκδήλωση, που διοργάνωσε η τελευταία, για την ανάληψη των καθηκόντων της χώρας μας στην Προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, αυτήν την εορταστική εκδήλωση, τη χαρακτήρισε ως «φιέστα» και έτσι δεν παρουσιάστηκε ο Αλέξης Τσίπρας σ’ αυτήν, ούτε εκπροσωπήθηκε από άλλο στέλεχος του, όπως προτίμησε, προσχηματικά, να κάνει ο Φώτης Κουβέλης και η ΔΗΜΑΡ.
Την ίδια στιγμή άλλα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ εξηγούσαν στα ΜΜΕ τους λόγους που δεν εκπροσωπήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, δικαιολογώντας αυτήν την απουσία, κυρίως, στο όνομα της κατάστασης ανέχειας, που έχει διαμορφωθεί στη χώρα μας, εξ αιτίας της οικονομικής πολιτικής των μνημονίων, που εφαρμόζει η κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Επομένως, κατά προέκταση και κατά την «επιχειρηματολογία» του ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα μπορούσε να πάρει μέρος σε μια φιέστα, που θα εξωράιζε αυτήν την πολιτική. Θα ήταν μια προσβολή στο πρόσωπο του λαού μας, υποτίθεται, για τις δύσκολες συνθήκες που υφίσταται.
Όπως θα περίμενε κανείς, τα ΜΜΕ «σήκωσαν» το θέμα σε μια φανερή προσπάθεια να «ρίξουν λάδι στη φωτιά». Εκ των πραγμάτων σιγοντάριζαν την κυβέρνηση, γιατί αυτά δεν αγνοούσαν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι υπέρ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, στη χειρότερη περίπτωση για την κυβέρνηση και την Ευρωπαϊκή Ένωση και στην καλύτερη για το ΣΥΡΙΖΑ, αμφισβητούσε μια πολιτική, εάν ήταν ειλικρινής.
Η κυβέρνηση, με το βλέμμα στις εκλογές, όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ άλλωστε, θέλησε να στριμώξει το ΣΥΡΙΖΑ και να τον φέρει σε απολογητική θέση, αποδίδοντάς του αντιευρωπαϊκή στάση, με αλλεπάλληλα ερωτήματα, μεταξύ των οποίων: «γιατί απουσίασε ο ΣΥΡΙΖΑ από την εκδήλωση από τη στιγμή που είναι υπέρ της Ευρωπαϊκής Ένωσης;», «ο ΣΥΡΙΖΑ είναι με την Ευρώπη ή όχι;».
Όλοι γνωρίζουμε αυτήν την αντιπαράθεση, που συνέπεσε με την τουλάχιστον περίεργη εξαφάνιση του Χριστόδουλου Ξηρού και, βοηθούντος και του Πέτρου Τατσόπουλου, συμπληρώθηκε με νέες κατηγορίες ενάντια στο ΣΥΡΙΖΑ, που αφορούσε στη στάση του ως προς το θέμα της τρομοκρατίας. Δεν χρειάζονται, λοιπόν, περισσότερα πληροφοριακά στοιχεία.
Επί της ουσίας τώρα. Η κυβέρνηση θέλησε να εκμεταλλευτεί τη δυνατότητα που της προσφερόταν με την ευκαιρία ανάληψης της Προεδρίας και να προβάλει την πολιτική της ως σωτήρια για τη χώρα μας. Να επιβεβαιώσει ότι εγκαταλείπουμε οριστικά την κρίση και μπαίνουμε σε φάση ανάκαμψης και μείωσης της ανεργίας. Άμεσος σύμμαχος της κυβέρνησης και ο Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο.
Εκ των πραγμάτων η εκδήλωση αυτή γινόταν, κυρίαρχα, για να επιβεβαιωθεί μια πολιτική, της κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γεγονός, που θα λειτουργούσε υπέρ της κυβέρνησης. Γι αυτό το λόγο οι τοποθετήσεις των Αντώνη Σαμαρά και Ζ. Μ. Μπαρόζο κινήθηκαν περίπου παράλληλα. Άφησαν και οι δύο, είτε ανοιχτά – (Αντώνης Σαμαράς) είτε συγκαλυμμένα – (Ζ. Μ. Μπαρόζο) αιχμές κατά εκείνων των δυνάμεων που υπονομεύουν την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μάλιστα ο τελευταίος με τις αναφορές του στις προσεχείς ευρωεκλογές ήταν σαν να προέτρεπε τον ελληνικό λαό να στηρίξει τις κυβερνητικές δυνάμεις.
Ομολογουμένως το «περιβάλλον» για το ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν τόσο βολικό. Όχι, βέβαια, γιατί θα του αμφισβητούνταν ο ευρωενωσιακός του προσανατολισμός, αλλά, και κυρίως, γιατί θα του αμφισβητούνταν η πολιτική του απέναντι στην πολιτική της κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης για ένα άλλο μείγμα οικονομικής πολιτικής, την ώρα που η κυβέρνηση, με τη βοήθεια των υψηλά ιστάμενων ευρωενωσιακών παραγόντων, θα επιβεβαίωνε ως επιτυχή τη δική της πολιτική, αλλά και την ώρα που θα επιβεβαίωνε ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ την ανελαστικότητα αυτής της πολιτικής από την πλευρά των εταίρων.
Ταυτόχρονα πρέπει να πάρουμε υπόψη μας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ με τη συμμετοχή του θα ερχόταν σε αντίθεση με τα ολοένα και εντεινόμενα αντιευρωενωσιακά αισθήματα του ελληνικού λαού, και ειδικά εκείνου του τμήματος που τον στηρίζει και εκλογικά έστω και εάν δεν τον πιστεύει, πράγμα, που δεν τον ευνοεί για τους σχεδιασμούς του στην προσπάθειά του να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας μας και να χρησιμοποιήσει τις ευρωεκλογές – στην περίπτωση που δεν θα έχουμε τριπλές εκλογές, για εφαλτήριο για τις εθνικές εκλογές.
Προτίμησε, λοιπόν, να καταφύγει στους ελιγμούς. Να χαρακτηρίσει φιέστα την εκδήλωση της κυβέρνησης και να δικαιολογήσει με αυτόν τον τρόπο τη στάση του. Από τη μια μεριά να εγκαλεί την κυβέρνηση για μια φιέστα, που ήθελε να την καρπωθεί, και από την άλλη μεριά να προσπαθεί να διαχειριστεί τα αυξανόμενα αντιευρωενωσιακά αισθήματα του Ελληνικού λαού.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, προέκυψε μια διαπίστωση που δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Όλα τα παραπάνω εξελίσσονται με αυτόν τον τρόπο, γιατί έλειψε η οποιαδήποτε άλλη παρέμβαση από την πλευρά του Κόμματος, έτσι, ώστε ο «κάθε κατεργάρης να πάει στον πάγκο του». Η ηγεσία του Κόμματος δεν τόλμησε να προχωρήσει στην οποιαδήποτε μορφής δράση, την ώρα που η κυβέρνηση είχε κηρύξει την Αθήνα σε απαγορευμένη πόλη κάνοντας επίδειξη του αυταρχισμού της.
Τελικά πως εννοεί η ηγεσία του Κόμματος την περίφημη «αποκατάσταση του επαναστατικού χαρακτήρα του Κόμματος»;
COMMENTS