12. Η οικονομική και πολιτική σημασία της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση
12.4 Το ερώτημα που προκύπτει είναι: Τι είναι αυτό που «αναγκάζει» την ΙΕ και την ηγεσία του Κόμματος να καταφεύγει σε τέτοιου είδους επεξεργασίες, που, επί της ουσίας, αναιρούν την επίκαιρη θεωρία του Β. Ι. Λένιν για τον ιμπεριαλισμό με αποτέλεσμα να παρασύρεται το Κόμμα σε μια σειρά από θέσεις, που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, που θα σταθούμε ιδιαίτερα σ’ αυτό, γιατί το θεωρούμε αντιπροσωπευτικό, είναι η θέση του Κόμματος για την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η κατανόηση της πολιτικής και οικονομικής σημασίας της εξόδου από αυτήν, στην πορεία προς το σοσιαλισμό, το πώς εντάσσεται η έξοδος στην τακτική που πρέπει να ακολουθήσει το Κόμμα για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της.
Η απάντηση στο ερώτημα που θέσαμε είναι, κατά τη γνώμη μας, διπλή. Από τη μια υπάρχει ένας φόβος μήπως το Κόμμα ξεστρατίσει από τη στρατηγική του, από την άλλη, η γενικότερη επεξεργασία της ηγεσίας του Κόμματος – ανολοκλήρωτη, που περισσότερο υπονοεί παρά οριστικοποιεί μια κατεύθυνση, για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γενικότερα της Ευρώπης:
• Ο φόβος, που συγκεκριμενοποιείται με την επιφύλαξη μήπως «παρεμβληθεί» κάποιο ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, που αντί να οδηγήσει στο σοσιαλισμό καταλήξει να δώσει παράταση ζωής στον καπιταλισμό. Μήπως, παραπέρα, στην πορεία εξέλιξης της ταξικής πάλης δημιουργηθούν συμμαχίες, ακόμα και με τμήματα της αστικής τάξης, που θα επιδιώκουν την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση και επομένως «παραμεριστεί» ο στόχος για το σοσιαλισμό και καταλήξει να γίνει ένα άπιαστο όνειρο.
• Η ατελής επεξεργασία για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό, στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γενικότερα της Ευρώπης, που δεσμεύει και την πορεία της χώρας μας ως προς τη μετάβαση στο σοσιαλισμό, που είχε ως συνέπεια να αλλάξει τη θέση για την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως την καθόριζε η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ’93 και το Πρόγραμμα, που ψηφίστηκε στο 15ο Συνέδριο και που αποτυπώθηκε στη γενική της έκφραση στο 18ο Συνέδριο του Κόμματος.
Η νέα θέση που διαμορφώθηκε έχει ως εξής: «Γ. Το ζήτημα της συμμετοχής της Ελλάδας στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Είναι καιρός να σχεδιαστεί – ανάλογα με το μαζικό φορέα – ώστε να προβάλλεται το θέμα της απειθαρχίας, αλλά και της αποδέσμευσης, απεμπλοκής, σε απάντηση στις ουτοπικές και αποπροσανατολιστικές θέσεις για δήθεν «αλλαγή από τα μέσα». Στο πεδίο αυτό, είναι ανάγκη να αποκαλυφθούν οι όροι της συμμόρφωσης, της ανισομετρίας, οι σχέσεις αλληλεξάρτησης και εξάρτησης. Aπομυθοποιείται έτσι και η θέση ότι η Eλλάδα είναι μικρή και εξαρτημένη χώρα, γι’ αυτό δεν μπορεί να μπει στην τροχιά της ανάπτυξης προς όφελος των κοινωνικών αναγκών. H θέση ότι η Eλλάδα έχει δυνατότητα να αναπτυχτεί με μιαν ορισμένη αυτάρκεια, που σημαίνει ανεξαρτησία από τις ιμπεριαλιστικές δεσμεύσεις με την καθοδήγηση της Λαϊκής Εξουσίας πρέπει να εμπεδωθεί. Tο ερώτημα, αν μια χώρα μπορεί μόνη της να βαδίσει ένα διαφορετικό δρόμο, καλλιεργεί ψευτοδίλημμα. H θέση του KKE αφορά στο ξεκίνημα της διαδικασίας, την χρονική περίοδο όπου ωριμάζουν όλες οι συνθήκες, υποκειμενικές και αντικειμενικές, για την ανατροπή σε κάθε χώρα. Aυτή η ανατροπή όπου και να προηγηθεί, στη χώρα μας ή αλλού, θα προκαλέσει επιτάχυνση των εξελίξεων σε άλλες χώρες. Aυτή η Eλλάδα, της Λαϊκής Εξουσίας και Οικονομίας, δε διατρέχει τους κινδύνους που επικαλείται η άρχουσα τάξη. Oι συγκεκριμένοι κίνδυνοι που επισείει αφορούν πριν απ’ όλα την ίδια και όχι τους εργαζόμενους. Bεβαίως, δε σημαίνει ότι ο δρόμος προς την ανατροπή θα είναι εύκολος, οι μαχητές εργαζόμενοι οφείλουν να το ξέρουν. Θα συναντήσουν τη σθεναρή αντίσταση και αντίδραση της κυρίαρχης τάξης, των συμμάχων της πριν ακόμα φτάσουν στην τελική νίκη. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Aξίζουν οι θυσίες στο δρόμο του αγώνα, σε σύγκριση με τις θυσίες που επιβάλλει το σύστημα» (Ντοκουμέντα, 18ο Συνέδριο, Πολιτική Απόφαση, σελ. 97 – 98).
Ως προς τη νέα θέση που διατυπώθηκε έχουμε να κάνουμε τις παρακάτω παρατηρήσεις:
Πρώτη: Το κύριο βάρος της νέας θέσης πέφτει «στο ξεκίνημα της διαδικασίας, την χρονική περίοδο όπου ωριμάζουν όλες οι συνθήκες, υποκειμενικές και αντικειμενικές, για την ανατροπή σε κάθε χώρα», που, προφανώς, αυτή η «ανατροπή», για την οποία γίνεται λόγος, αφορά στην ανατροπή του καπιταλισμού. Και ανατροπή του καπιταλισμού δεν πραγματοποιείται παρά μόνο με σοσιαλιστική επανάσταση. Άρα «το ξεκίνημα της διαδικασίας» αφορά στη σοσιαλιστική επανάσταση.
Δεύτερη: Αφού, λοιπόν, ως πρωτεύον καθήκον, από το συνδυασμό αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ – ανατροπής του καπιταλισμού, μπαίνει ως στόχος από το «ξεκίνημα» η ανατροπή του καπιταλισμού είναι φανερό ότι η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ θα είναι το αποτέλεσμα της ανατροπής του καπιταλισμού, της σοσιαλιστικής επανάστασης και όχι το αντίθετο (δηλαδή, η πάλη για την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ και την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της να μας φέρει πιο κοντά στην υλοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης).
Τρίτη: Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ εντάσσεται στην υλοποίηση του στρατηγικού στόχου του Κόμματος και όχι της τακτικής του, γιατί αυτή (η τακτική του) δεν αφορά στην αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ αλλά τους όρους προετοιμασίας της σοσιαλιστικής επανάστασης, που μέσα σ’ αυτούς τους όρους δεν περιέχεται η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, ως στόχος χρήσιμος και πραγματοποιήσιμος, που μπορεί να ωθήσει την εργατική τάξη και τους συμμάχους της στην κατάληψη της εξουσίας, τόσο από την άποψη της συγκέντρωσης δυνάμεων όσο και στο επίπεδο της πολιτικής ωρίμανσης των λαϊκών μαζών, άρα όλη αυτή η επαναστατική διαδικασία να πλησιάσει και να κρίνει και την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Τέταρτη: Με τη σειρά της αυτή η τακτική, που αποσκοπεί στους όρους προετοιμασίας της σοσιαλιστικής επανάστασης επικεντρώνει αποκλειστικά στην επίλυση της βασικής αντίθεσης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, παρακάμπτει ή, καλύτερα, ταυτίζει την κυρίαρχη αντίθεση με τη βασική με αποτέλεσμα αστικά αιτήματα να τα παραπέμπει για μετά τη σοσιαλιστική επανάσταση. Παραπέρα εξαρτάται πλέον, εκ των πραγμάτων, από τις γενικότερες συνθήκες, που θα επικρατούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, δεδομένου ότι η θέση αυτή προβλέπει ότι «αυτή η ανατροπή όπου και να προηγηθεί, στη χώρα μας ή αλλού, θα προκαλέσει επιτάχυνση των εξελίξεων σε άλλες χώρες», με άλλα λόγια η πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης και κατά προέκταση η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ θα προέλθουν από ένα γενικότερο «επαναστατικό κύμα», που ανεξάρτητα από το που θα ξεσπάσει θα επιταχύνει τις εξελίξεις και στις υπόλοιπες χώρες, γεγονός που θα μας φέρει και μπροστά στη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ.
Πέμπτη: Μια τέτοια θέση δεν αφήνει καμία αμφιβολία πλέον, τόσο για τη χώρα μας όσο και για τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, ότι υπακούει σε μια γενικότερη αντίληψη για το πώς θα πραγματοποιηθεί η μετάβαση στο σοσιαλισμό, γιατί δεν αφορά ειδικά την Ελλάδα αλλά όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ (τουλάχιστον τις νατοϊκές χώρες που είναι ταυτόχρονα και μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Η θέση αυτή θεμελιώνεται προφανώς (χωρίς να μας το λέει) πάνω στην εκτίμηση ότι όλες οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ είναι ώριμες από την άποψη των αντικειμενικών συνθηκών να περάσουν στο σοσιαλισμό. Με την εκτίμηση αυτή δεν θα διαφωνήσουμε, γιατί πράγματι όλες οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ είναι ώριμες από την άποψη των αντικειμενικών συνθηκών να περάσουν στο σοσιαλισμό (θα λέγαμε όλες οι χώρες της Ευρώπης και καπιταλιστικές και πρώην σοσιαλιστικές). Ούτε θα διαφωνήσουμε με την παράγωγη θέση ότι αυτή η εκτίμηση αποτελεί τη βάση για μια ενιαία στρατηγική αντίληψη του Κομμουνιστικού Κινήματος στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την άνοδο της πάλης του εργατικού κινήματος, επομένως και τη δημιουργία επαναστατικού κύματος, που θα φέρει και το πέρασμα στο σοσιαλισμό μιας ξεχωριστής χώρας ή και ομάδας χωρών. Αυτή η εκτίμηση, όμως, δεν παύει να είναι μια γενική εκτίμηση στο επίπεδο της στρατηγικής, η οποία για να ξεφύγει από την αναγκαστική και σωστή γενικότητά της πρέπει να συγκεκριμενοποιηθεί στο επίπεδο της τακτικής. Στο επίπεδο της συγκεκριμενοποίησης της τακτικής η ηγεσία του Κόμματος πέφτει στο λάθος να αντιστρέφει τους όρους πραγματοποίησης της τακτικής και από όρους – προϋποθέσεις πραγματοποίησης της τακτικής, που θα διευκολύνουν και θα δώσουν ώθηση στην πάλη της εργατικής τάξης και των συμμάχων της μέχρι και τη σοσιαλιστική επανάσταση τους μετατρέπει σε αποτελέσματα της σοσιαλιστικής επανάστασης. Με αυτήν την αντιστροφή εξαφανίζει πρακτικά, στο επίπεδο της συγκεκριμενοποίησης, την τακτική. Με αυτόν τον τρόπο η πάλη για την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ από όρος – προϋπόθεση που ωθεί την εργατική τάξη στη συνειδητοποίηση της πραγματοποίησης της σοσιαλιστικής επανάστασης μετατρέπεται σε αποτέλεσμα της επανάστασης.
Έκτη: Με δεδομένη αυτήν την αντιστροφή και με την εξαφάνιση της τακτικής και με δεδομένη την επεκτατικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, του ρόλου που παίζουν κυρίως στην Ευρώπη, αυτή η αντίληψη για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό, λίγο – πολύ, δεν είναι τίποτα άλλο από μια αντίληψη, η οποία προσομοιάζει, στο πολιτικό επίπεδο, με το αφηρημένο σχήμα και τη θεωρία του Λ. Τρότσκι για τη διαρκή επανάσταση, που με τη σειρά της ενσωματώνεται στη σκέψη του Λ. Τρότσκι για την παγκόσμια επανάσταση, η οποία, υποτίθεται ότι «περιορίζεται» στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από την άλλη «επεκτείνεται» πολύ έξω από αυτήν μια και αφορά και στις χώρες του ΝΑΤΟ. Το θεμελιακό λάθος του Λ. Τρότσκι ήταν ότι στερούσε από τη στρατηγική την τακτική, γι’ αυτό ακριβώς το λόγο έρχεται σε σύγκρουση με τον Β. Ι. Λένιν το 1905 και για τον ίδιο λόγο έρχεται πάλι σε σύγκρουση μαζί του για τη συμφωνία του Μπρεστ – Λιτόφσκ, για να αναφέρουμε δύο κορυφαία παραδείγματα. Το μεν πρώτο παράδειγμα αφορά στο σύνθημα του Πάρβους «δίχως τσάρο, και με κυβέρνηση εργατική» (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, Τόμος 31, σελ. 137) που υιοθετήθηκε από τον Λ. Τρότσκι και ήταν σε άμεση αντιπαράθεση με τη Λενινιστική τακτική, το δεύτερο παράδειγμα αφορά στη συμφωνία του Μπρεστ – Λιτόφσκ που η στάση του Λ. Τρότσκι οδηγούσε στην ήττα της επανάστασης στη Ρωσία στο όνομα της υπεράσπισής της!
Έβδομη: Σε ότι αφορά τις κοινωνικές δυνάμεις «πηδάει» πάνω από τα μικροαστικά στρώματα, ενώ την πάλη της εργατικής τάξης και των συμμάχων της για το σοσιαλισμό τη μεταφέρει στο υπερεθνικό επίπεδο (στη διακρατική καπιταλιστική συμμαχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ), γιατί αλλοιώνει τη βάση της ενιαίας στρατηγικής στάσης του εργατικού κινήματος απέναντι σ’ αυτούς τους δύο οργανισμούς, πάνω στην οποία θα γίνει η συγκέντρωση των δυνάμεων της εργατικής τάξης και θα σφυρηλατηθούν οι συμμαχίες της, ενσωματώνοντας, θέλοντας ή όχι, τη δεξιάς απόκλισης αντίληψη περί καπιταλιστικών ολοκληρώσεων. Πράγμα που σημαίνει ότι υποβιβάζει την ανάγκη διάλυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, την επιδιώκει αποκλειστικά και μόνο με σοσιαλιστική επανάσταση, παρακάμπτει στην πράξη τις πραγματικές αντίθετες – ανταγωνιστικές τάσεις που χαρακτηρίζουν την Ευρωπαϊκή Ένωση και ωθούν προς τη διάλυσή της, της δίνει, συνειδητά ή όχι, περιεχόμενο και μορφή αντικειμενικής νομοτέλειας, που όλα τα παραπάνω καταλήγουν σ’ αυτό, που, υποτίθεται, ότι θέλει να αποφύγει, στη μετάβαση στο σοσιαλισμό «από τα μέσα». Γι’ αυτό το λόγο τη θέση αυτή η αναθεωρητική σκέψη την υποδέχτηκε θετικά. Τελικά το «μέσα» ή «έξω» από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, η ανάγκη διάλυσης αυτών των δύο οργανισμών δεν έχει καμία σημασία για το επαναστατικό κίνημα, αφού θα έρθει ως επιστέγασμα της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Όγδοη: Υποτίθεται ότι αυτή η θέση έρχεται να δρομολογήσει μια ενιαία στρατηγική του Κομμουνιστικού Κινήματος απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ. Στην πραγματικότητα ενισχύει την ύπαρξή τους, γιατί εκτός όλων των άλλων, που ήδη αναφέρθηκαν, δεν παίρνει υπόψη, επί της ουσίας, την πολιτική ωρίμανση της ίδιας της εργατικής τάξης και γενικότερα των λαϊκών μαζών, τη «διαδρομή» της. Πέρα από την πολιτική και οικονομική ανισομετρία μεταξύ των χωρών, υπάρχει και η «ανισομετρία» στην ανάπτυξη και την ωρίμανση της ταξικής και πολιτικής συνείδησης των λαϊκών μαζών, και η θέση αυτή του 18ου Συνεδρίου, πράγματι, προβλέπει ότι η ανατροπή του καπιταλισμού από κάπου θα ξεκινήσει και κάπου θα τελειώσει, γεγονός που ερμηνεύεται ότι σε κάποια χώρα η πολιτική συνείδηση της εργατικής τάξης θα έχει ωριμάσει περισσότερο (απ’ όπου μπορεί να εκφραστεί το «ξεκίνημα» της σοσιαλιστικής επανάστασης) και σε κάποια άλλη χώρα λιγότερο (που μπορεί και να καταλήξει). Το πρόβλημα δεν εντοπίζεται σε αυτό το σημείο. Εντοπίζεται στο σημείο ότι στην εξέλιξή της η πολιτική συνείδηση της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών μαζών μπορεί να ωριμάσει πιο γρήγορα για την αποδέσμευση παρά για τη σοσιαλιστική επανάσταση και επομένως κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο μιας εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, κάτω από την ανάπτυξη ενός αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού, δημοκρατικού κινήματος, που δεν θα είναι ώριμο για να μας φτάσει μέχρι και τη σοσιαλιστική επανάσταση άμεσα, που, όμως, θα διεκδικεί την πολιτική εξουσία, θα κατευθύνεται προς το σοσιαλισμό, πολύ περισσότερο δεν θα τον αντιστρατεύεται και που θα φέρει το κομμουνιστικό κίνημα σε πολύ καλύτερη θέση απ’ ότι πριν και για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Γι’ αυτό το λόγο ο στόχος της αποδέσμευσης είναι στοιχείο της τακτικής, που βοηθάει να φτάσεις μέχρι και την πραγματοποίηση της στρατηγικής και όχι αποτέλεσμα της στρατηγικής. Στην περίπτωση δε που η πορεία ωρίμανσης της πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης φτάσει ταυτόχρονα μέχρι και την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης, στην προσπάθειά της για την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τότε, αυτή θα ήταν και η ιδανικότερη εξέλιξη.
Ένατη: Κατά συνέπεια το κυρίαρχο στοιχείο, που δεν παίρνει υπόψη αυτή η θέση είναι ότι η ωρίμανση της ταξικής και πολιτικής συνείδησης των λαϊκών μαζών περνάει μέσα από την πάλη για τη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, γιατί όλα τα λαϊκά προβλήματα προκύπτουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση την οικονομική και γενικότερη πολιτική που εφαρμόζει, και στη χώρα μας την εφαρμόζει η κυβέρνηση με την αποδοχή της και τη θέλησή της, ενώ το ζήτημα του πολέμου προκύπτει και από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από το ΝΑΤΟ. Επομένως η κατανόηση της ανάγκης για το σοσιαλισμό θα περάσει από τον ίδιο δρόμο, γεγονός που σημαίνει ότι η πάλη για την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, και κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, θα μας οδηγήσει στην κατανόηση για το πέρασμα στο σοσιαλισμό και όχι το αντίθετο.
Δέκατη: Είναι χαρακτηριστικό δε, σε ότι αφορά αυτό το θέμα, ότι η θέση αυτή προβλέπει την προβολή της απειθαρχίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ και μάλιστα σχεδιασμένη κατά μαζικό φορέα. Το ερώτημα που προκύπτει είναι συγκεκριμένο: τι σημαίνει ακριβώς η έννοια της απειθαρχίας σε κάθε μαζικό χώρο; Στο κρατικό επίπεδο δεν μπαίνει θέμα απειθαρχίας, γιατί η χώρα μας δεν μπορεί να αποφύγει να εφαρμόσει τις ντιρεκτίβες και τα μέτρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ. Άλλωστε για πολλοστή φορά η ηγεσία του Κόμματος έχει απευθυνθεί προς το ΣΥΡΙΖΑ και τον εγκαλεί ότι την εξαγγελία του π. χ. για δημόσιο τραπεζικό πυλώνα δεν μπορεί να την πραγματοποιήσει, γιατί δεν το επιτρέπει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Και αυτό είναι σωστό. Επομένως στο κρατικό – ευρωενωσιακό διακρατικό επίπεδο θέμα απειθαρχίας δεν μπορεί να υπάρξει. Στους μαζικούς φορείς, προφανώς, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση, το ζήτημα της απειθαρχίας προβάλλεται ως ζήτημα της ανάπτυξης της συνείδησης, να κατασταλάξει στον εργαζόμενο ως πολιτική ωρίμανση η απαίτηση για την απειθαρχία απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ και κατά συνέπεια να κατασταλάξει ως πολιτική συνείδηση η απαίτηση για την αποδέσμευση. Εδώ, όμως, προκύπτει το ερώτημα: πως μπορεί να πραγματοποιηθεί αυτό το καταστάλαγμα στη συνείδηση των εργαζομένων, όταν ο στόχος της πραγματοποίησης της αποδέσμευσης δεν υπάρχει ως τέτοιος αλλά εννοείται ως αποτέλεσμα της σοσιαλιστικής επανάστασης; Γιατί είναι φανερό ότι το καταστάλαγμα στη συνείδηση των εργαζομένων δεν θα γίνει μόνο και μόνο επειδή τους λέγεται και εκλογικεύεται κατά μαζικό φορέα. Θα γίνει με την ανάπτυξη της πάλης του εργατικού κινήματος για την πραγματοποίηση της αποδέσμευσης. Η δράση δημιουργεί και κατασταλάζει πολιτική συνείδηση, σε συνδυασμό, βέβαια, με τις γενικότερες πολιτικές και ιδεολογικές θέσεις, που πρέπει να επιβεβαιώνονται πάνω στη δράση των λαϊκών μαζών.
Ας περάσουμε τώρα να δούμε το πώς αντιμετώπιζαν το θέμα της αποδέσμευσης προηγούμενα σώματα και ντοκουμέντα του Κόμματος.
• Στην Πολιτική Απόφαση της Συνδιάσκεψης για την ΕΟΚ και την Καπιταλιστική Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, που πραγματοποιήθηκε τον Απρίλη του 1993, στα σημεία 3 και 4 αναφέρεται:
«3. Η έξοδος της Ελλάδας από τη βαθιά και πολύπλευρη κρίση, η αντιμετώπιση των συνεπειών της, οι μεγάλες και οξυμένες ανάγκες της εργατικής τάξης, της εργαζόμενης αγροτιάς, των επαγγελματιών, βιοτεχνών και εμπόρων, όλων των εργαζόμένων, της νεολαίας, των γυναικών και οι απαιτήσεις τους για μια καλύτερη ζωή, αντίστοιχη με τις δυνατότητες της εποχής μας, δεν μπορούν να ικανοποιηθούν με τις επιλογές της άρχουσας τάξης και των κομμάτων που την υπηρετούν.
Η μόνη πολιτική που μπορεί να δώσει λύσεις στα μεγάλα προβλήματα των εργαζομένων και της χώρας βρίσκεται σε κατεύθυνση εντελώς αντίθετη από το δρόμο της εξάρτησης και των πολυεθνικών. Βρίσκεται στην απαλλαγή της χώρας από την ιμπεριαλιστική εξάρτηση, στις βαθιές αντιμονοπωλιακές αλλαγές, στην πολιτική αλλαγής με κατεύθυνση το σοσιαλισμό που προβάλλει το ΚΚΕ στον ελληνικό λαό. Είναι ο άλλος δρόμος ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας.
4. Η αποδέσμευση, η έξοδος της χώρας μας από την ΕΟΚ και η αναζήτηση εναλλακτικών μορφών συνεργασίας στον ευρωπαϊκό και βαλκανικό χώρο, στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής, η επιδίωξη γενικότερα ισότιμης συμμετοχής στο διεθνή στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, αποτελεί μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την ολόπλευρη οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξή της. Αποτελεί κεντρική επιλογή και άμεσο στόχο στην πάλη για αντιιμπεριαλιστικές, αντιμονοπωλιακές αλλαγές, στην προοπτική του σοσιαλισμού.
Ο αγώνας προς αυτή την κατεύθυνση θα είναι σύνθετος και σκληρός. Θα περνάει από διάφορες φάσεις και ρήξεις με το ντόπιο και ευρωπαϊκό αντιδραστικό κατεστημένο. Είναι μια εξέλιξη που το αποτέλεσμά της θα εξαρτηθεί από τη συνολική πορεία των κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα θα επηρεάζεται σημαντικά από την πορεία της πάλης στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και γενικότερα από τις αλλαγές συσχετισμού δύναμης σε βάρος των δυνάμεων του ιμπεριαλισμού. Η αποδέσμευση θα αποτελέσει σημαντική συμβολή στον αγώνα για αποδυνάμωση και ανατροπή της καπιταλιστικής ενοποίησης.
Για την αποδέσμευση της χώρας από την ΕΟΚ καθοριστικό ρόλο θα παίξει η ανάπτυξη ισχυρού αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού κινήματος με πρωτοπορία την εργατική τάξη, με την καθοδήγηση ενός ισχυρού ΚΚΕ, η ανάδειξη μιας κυβέρνησης αντιμονοπωλιακών δυνάμεων που θα είναι διατεθειμένη να προωθήσει ένα πρόγραμμα φιλολαϊκής προοδευτικής ανάπτυξης σε αντίθεση με τα συμφέροντα των πολυεθνικών και του ιμπεριαλισμού» (Πολιτική Απόφαση Συνδιάσκεψης, σελ. 94 – 95)
Παρακάτω στα σημεία 6,7,8 της Πολιτικής Απόφασης αναφέρεται:
«6. Στη χώρα μας δεν έγινε δυνατό στα προηγούμενα χρόνια να αναπτυχθεί ένα ισχυρό κίνημα κατά της ΕΟΚ από τη σκοπιά της αντιμονοπωλιακής προοδευτικής ανάπτυξης. Οι αδυναμίες του Κόμματός μας, αλλά και οι ταλαντεύσεις του κατά την περίοδο της κρίσης ως προς την κύρια κατεύθυνση της πάλης, είχαν αρνητική επίδραση.
Στην ανακοπή αυτού του κινήματος έπαιξε ρόλο η μεταστροφή του ΠΑΣΟΚ και η αποδοχή των δεδομένων της ΕΟΚ, γενικότερα η δεξιά στροφή του. Παρ’ όλα αυτά σήμερα, εξαιτίας των αρνητικών συνεπειών της ένταξης, η αντίθεση προς την ΕΟΚ και τη Συνθήκη του Μάαστριχτ αγκαλιάζει πλατιά λαϊκά στρώματα πολύ πέρα από την ιδεολογική και πολιτική επιρροή του ΚΚΕ.
Το ΚΚΕ πρέπει να συγκεντρώσει την κύρια προσοχή του στην ανάπτυξη ενός ισχυρού λαϊκού κινήματος για την αντιμετώπιση των συνεπειών από την ΕΟΚ, για την αποδέσμευση. Το ΚΚΕ αναλαμβάνει την ευθύνη να σηκώσει το κύριο βάρος για τη διαφώτιση των εργαζομένων και την οργάνωση της αντίστασής τους στις δεσμεύσεις της ΕΟΚ.
Το κίνημα αυτό πρέπει να στηριχτεί στη συμμαχία των κοινωνικών δυνάμεων που θίγονται από την πολιτική της ΕΟΚ. Τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, των μεσαίων στρωμάτων της πόλης και του χωριού, των κοινωνικών κινημάτων, της προοδευτικής διανόησης, του γυναικείου κινήματος και νεολαιίστικου κινήματος προσεγγίζουν όλο και περισσότερο. Υπάρχει η αντικειμενική βάση να δυναμώσει η πάλη κατά των συνεπειών και να συγκλίνουν σ’ ένα κίνημα που θα αμφισβητεί την πολιτική του μονόδρομου, την ΕΟΚ συνολικά.
Το ΚΚΕ θα χρειαστεί πιο επίμονα να αντιπαλέψει μέσα στο λαϊκό κίνημα τις ιδεολογικές και πολιτικές απόψεις που επιδιώκουν στ’ όνομα του εκσυγχρονισμού να ενσωματώσουν το μαζικό κίνημα στους μηχανισμούς της ΕΟΚ. Η αντίκρουση αυτού του ρεύματος και η ήττα του μέσα στο μαζικό κίνημα με την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων και την αποφασιστική ενίσχυση του ΚΚΕ αποκτά αποφασιστική σημασία για το μέλλον και την αποτελεσματικότητα των αγώνων του.
Οι κομμουνιστές πρέπει να διεξάγουν αυτή την πάλη με τη μεγαλύτερη σταθερότητα, αλλά και την απαιτούμενη πειστικότητα και συσπειρωτική ικανότητα. Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει να αναπτυχθεί και να πλουτιστεί η πολιτική του ΚΚΕ σε κάθε κλάδο, σε όλα τα μεγάλα προβλήματα του λαού της χώρας.
7. Η ανάπτυξη ενός ισχυρού και πολύμορφου κινήματος κατά των επιλογών της ΕΟΚ θα προκαλεί πολιτικές διαφοροποιήσεις και ανακατατάξεις. Θα μεταβάλλει τους συσχετισμούς δυνάμεων και θα δημιουργεί κατάλληλες συνθήκες για την προώθηση συμμαχιών και στο πολιτικό επίπεδο.
Το ΚΚΕ, εφόσον συντρέξουν και οι προϋποθέσεις που έχει καθορίσει από το 14ο Συνέδριό του, είναι έτοιμο να συνεργαστεί με εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις που θα υποστηρίξουν ένα πρόγραμμα ανάπτυξης ενάντια στη Συνθήκη του Μάαστριχτ και τις βασικές κατευθύνσεις και δεσμεύσεις της ΕΟΚ, ανεξάρτητα αν δέχονται το συγκεκριμένο αίτημα της αποδέσμευσης.
Το ΚΚΕ, χωρίς να παραιτείται από το αίτημα της αποδέσμευσης, θα κάνει ό,τι μπορεί ώστε η συμμαχία αυτή να αποκτά στην πορεία του αγώνα μεγαλύτερη σταθερότητα και βαθύτερο αντιιμπεριαλιστικό και αντιμονοπωλιακό προσανατολισμό. Πολλά θα εξαρτηθούν από τη δύναμη και την επιρροή του ΚΚΕ στο λαϊκό κίνημα και κατά πρώτο λόγο στο συνδικαλιστικό.
8. Το λαϊκό κίνημα, οι κοινωνικές συμμαχίες θα αναπτύσσονται πολύμορφα μέσα από τις ιδιαιτερότητες του κάθε τμήματός του. Τα διάφορα μέτωπα πάλης με βάση τα υπαρκτά και μεγάλα προβλήματα που γεννιούνται από την ΕΟΚ ή που εμποδίζεται η λύση τους από την πολιτική της θα δυναμώνουν και θα οδηγούν τα διάφορα τμήματα του λαϊκού κινήματος σ’ ένα μεγάλο ενιαίο μέτωπο πάλης για την αποδέσμευση της χώρας από την ΕΟΚ. Η πολιτική, ιδεολογική και οργανωτική ισχυροποίηση του ΚΚΕ θα επιδράσει καθοριστικά σ’ αυτήν την κατεύθυνση» (Πολιτική Απόφαση Συνδιάσκεψης, σελ. 101 – 103).
Σε ότι αφορά στην εξάρτηση της χώρας μας στην Πολιτική Απόφαση της Συνδιάσκεψης αναφέρεται:
«Με την ένταξη στην ΕΟΚ η εξάρτηση της χώρας επεκτάθηκε και έγινε βαθύτερη. Με τη Συνθήκη του Μάαστριχ το πρόβλημα γίνεται πιο έντονο. Βασικοί μοχλοί για τη χάραξη της οικονομικής, κοινωνικής, εξωτερικής πολιτικής και άμυνας εκχωρούνται στα κοινοτικά όργανα. Ενισχύεται έτσι ένας από τους κυριότερους παράγοντες της κρίσης, η εξάρτηση από το πολυεθνικό κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό. Η Ελλάδα μετατρέπεται ουσιαστικά σε «επαρχία της ΕΟΚ» χωρίς τη δυνατότητα και τα μέσα για την προστασία των εθνικών της συμφερόντων από την ισοπεδωτική πολιτική των ισχυρών της ΕΟΚ και τη ληστρική επιδρομή των πολυεθνικών» (Πολιτική Απόφαση, σελ. 93 – 94).
Παραθέσαμε ένα μεγάλο τμήμα της Πολιτικής Απόφασης της Συνδιάσκεψης του ’93, το πιο σημαντικό και αναγκαίο, κατά τη γνώμη μας, γιατί αναδεικνύονται τόσο οι προβλέψεις του Κόμματος, που σήμερα είναι ένα αναντίρρητο και αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι επαληθεύτηκαν όσο και οι ελλείψεις στη σκέψη του Κόμματος (θεωρούμε αναγκαίο να προτρέψουμε τους αναγνώστες μας να επανέλθουν και να μελετήσουν ξανά την Πολιτική Απόφαση της Συνδιάσκεψης για να έχουν ολοκληρωμένη εικόνα των ντοκουμέντων της και, με αυτόν τον τρόπο, να αξιολογήσουν κριτικά και τις δικές μας παρατηρήσεις και σκέψεις).
Καταθέτουμε τις συγκεκριμένες παρατηρήσεις μας:
Πρώτη: Η Συνδιάσκεψη προσδιορίζει, σωστά κατά τη γνώμη μας, τη θέση της χώρας μας στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ελλάδα μετατρέπεται σε «επαρχία της ΕΟΚ», με την έννοια ότι μπαίνει πιο βαθιά στη δίνη ενός ανισότιμου καταμερισμού εργασίας, που είναι σε βάρος της, γεγονός που σημαίνει ότι με το να έχει εκχωρήσει εθνικές αρμοδιότητες σε πολιτικό, αμυντικό και οικονομικό επίπεδο στην ΕΟΚ – Ευρωπαϊκή Ένωση ότι δεν θα μπορεί η χώρα μας να υπερασπιστεί αποτελεσματικά την εθνική της ανεξαρτησία και την οικονομική της ανάπτυξη. Αυτήν την κατάσταση σήμερα τη βιώνει ο εργαζόμενος Ελληνικός λαός και την ομολογούν και τα αστικά κόμματα, θιασώτες της παραμονής της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη ζώνη του ευρώ, προσπαθώντας να τη δικαιολογήσουν ως αντικειμενικό γεγονός και στο όνομα του «Ευρωπαϊκού οράματος». Οι συνέπειες, όμως, για τη χώρα μας είναι καθοριστικές και αδιαμφισβήτητες, τις γνωρίζουν οι πάντες, συμπεριλαμβανομένης και της ηγεσίας του Κόμματος.
Δεύτερη: Ως συμπέρασμα των παραπάνω η Συνδιάσκεψη εκτιμάει, σωστά, ότι η εξάρτηση της χώρας μας θα βαθύνει. Σήμερα κανείς δεν μπορεί να αμφιβάλλει ότι η εξάρτηση της χώρας μας βάθυνε. Μόνο οι αποφάσεις που παίρνονται για τη χώρα μας από τους ιθύνοντες κύκλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και της χρεοκοπίας αποδεικνύουν την ορθότητα αυτής της (επαληθευμένης πια) εκτίμησης. Παραπέρα το γεγονός ότι κατά τις προεκλογικές περιόδους των πρόσφατων δίδυμων εκλογών του Μάη και του Ιούνη το βασικό δίλημμα, που έθεσε η αστική τάξη και τα κόμματά της, ήταν η ίδια η στρατηγική της δείχνει, ταυτόχρονα, τη θέση της και τον προσανατολισμό της αλλά και την αγωνία της μήπως αυτή η στρατηγική ακυρωθεί από τον ελληνικό λαό. Δείχνει ότι η αντιπαράθεση γύρω από την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση κορυφώνεται στη χώρα μας και γίνεται το επίκεντρο της πολιτικής διαπάλης. Με δυο λόγια δείχνει το πως ένας «ενδιάμεσος», ένας «μεταβατικός» στόχος έχει οδηγήσει στην αμφισβήτηση μιας στρατηγικής επιλογής της άρχουσας τάξης, που το ξεπέρασμα αυτής της στρατηγικής επιλογής της στη συνείδηση των λαϊκών μαζών είναι αναγκαία παράμετρος για να μιλάμε για σοσιαλιστική επανάσταση.
Τρίτη: Η Συνδιάσκεψη ορίζει σαφώς τις κοινωνικές δυνάμεις που θα υποστούν τις βαρύτατες συνέπειες από την παραμονή της χώρας μας στην ΕΟΚ – Ευρωπαϊκή Ένωση. Και αυτές δεν είναι άλλες από την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα της πόλης και του χωριού και πολύ περισσότερο τη νεολαία. Σήμερα γνωρίζουμε ότι οι καταστροφικές συνέπειες από την παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αφορούν πέρα από τις κοινωνικές δυνάμεις στις οποίες αναφέρεται ρητά η Συνδιάσκεψη ακόμη και σε ένα τμήμα της ίδιας της αστικής τάξης, που καταστρέφεται και αυτό. Και αυτό το τελευταίο έχει βαρύνουσα σημασία για την κατάσταση στην οποία περιέρχεται η ίδια η αστική τάξη. Καταστροφή της αστικής τάξης σημαίνει και αποδιοργάνωση της αστικής τάξης και στο πολιτικό επίπεδο σημαίνει μείωση της ικανότητάς της να ελέγχει τις λαϊκές μάζες, γεγονός που είναι η αρχή να αρχίσουν οι λαϊκές μάζες να κινούνται και να δραστηριοποιούνται αυτοτελώς, πέρα και έξω από την επίδραση των αστικών κομμάτων και όσων μικροαστικών κομμάτων έχουν υιοθετήσει τις στρατηγικές επιλογές της αστικής τάξης.
Τέταρτη: Η Συνδιάσκεψη σημειώνει και που βρίσκεται η λύση για τους εργαζόμενους, για τις κοινωνικές δυνάμεις που θα υποστούν τις συνέπειες: «Βρίσκεται στην απαλλαγή της χώρας από την ιμπεριαλιστική εξάρτηση, στις βαθιές αντιμονοπωλιακές αλλαγές, στην πολιτική αλλαγής με κατεύθυνση το σοσιαλισμό που προβάλλει το ΚΚΕ στον ελληνικό λαό. Είναι ο άλλος δρόμος ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας». Και παραπέρα ξεκαθαρίζει ότι η αποδέσμευση: «Αποτελεί κεντρική επιλογή και άμεσο στόχο στην πάλη για αντιιμπεριαλιστικές, αντιμονοπωλιακές αλλαγές, στην προοπτική του σοσιαλισμού».
Πέμπτη: Η Συνδιάσκεψη προχωράει παραπέρα και καταθέτει και τον τρόπο που θα απαλλαγεί η χώρα μας από την εξάρτηση στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού: «Για την αποδέσμευση της χώρας από την ΕΟΚ καθοριστικό ρόλο θα παίξει η ανάπτυξη ισχυρού αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού κινήματος με πρωτοπορία την εργατική τάξη, με την καθοδήγηση ενός ισχυρού ΚΚΕ, η ανάδειξη μιας κυβέρνησης αντιμονοπωλιακών δυνάμεων που θα είναι διατεθειμένη να προωθήσει ένα πρόγραμμα φιλολαϊκής προοδευτικής ανάπτυξης σε αντίθεση με τα συμφέροντα των πολυεθνικών και του ιμπεριαλισμού».
Όπως διαπιστώνουμε η Συνδιάσκεψη έχει βάλει τα θεμέλια μιας επαναστατικής τακτικής, που οδηγεί στην αμφισβήτηση και αναίρεση της πιο βασικής στρατηγικής επιλογής της αστικής τάξης, που μέσα από αυτήν επιδιώκει να «δέσει» την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα, ώστε να μην φτάσει, τελικά, η εργατική τάξη να αμφισβητήσει το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα.
Από εδώ πηγάζει και θεμελιώνεται και η δική μας εκτίμηση ότι ο βασικός κρίκος, που πρέπει να σπάσει το εργατικό κίνημα, στην πορεία του προς το σοσιαλισμό, είναι αυτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και του ΝΑΤΟ) με την πραγματοποίηση της αποδέσμευσης. Από εδώ, επίσης, θεμελιώνεται και το βασικό μας συμπέρασμα ότι η μάχη της αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα αποτελεί προοδευτικό γεγονός για την υπόθεση της εργατικής τάξης ακόμη και εάν η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της δεν κατορθώσουν να καταλάβουν την πολιτική εξουσία. Από εδώ φαίνεται καθαρά πως ένα αστικό αίτημα φέρνει την εργατική τάξη και τους συμμάχους της μπροστά στο ζήτημα της εξουσίας. Τέλος, από εδώ διαπιστώνουμε πως ένα αστικό αίτημα «ξεδένει» την εργατική τάξη από την αστική τάξη, πως της «σπάει» την «ασύγγνωστη ευπιστία» της προς την αστική τάξη, πως της δίνει αυτοτελή ρόλο πάνω σε ένα «εθνικό» αίτημα, πως, σε συνδυασμό και με άλλα ανάλογα αιτήματα, η εργατική τάξη με τους συμμάχους της μπορούν να διεκδικήσουν την αλλαγή των τάξεων στην εξουσία, μιας εξουσίας που δεν θα σημαίνει άμεσο σοσιαλισμό και δικτατορία του προλεταριάτου, μιας εξουσίας που δεν θα είναι αστική, αφού την εξουσία θα την κατέχει η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της και η αστική τάξη θα έχει εκδιωχθεί από αυτήν. Θα είναι μια εξουσία δημοκρατική, αντιιμπεριαλιστική, αντιμονοπωλιακή, που θα στηρίζεται στην άμεση δράση και δυναμική στήριξη της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, που θα αντιμετωπίζει κάθε προσπάθεια της αστικής τάξης για την επαναφορά της στην εξουσία και που θα ανοίξει το δρόμο αποφασιστικά προς το σοσιαλισμό, που θα τον φέρνει πολύ πιο κοντά στην πραγματοποίησή του. Αυτή η κυβέρνησή αυτής της εξουσίας δεν είναι κυβέρνηση αστικής διαχείρισης. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας εκ μέρους της εργατικής τάξης και των συμμάχων της δεν θα είναι εύκολη υπόθεση, γιατί η αστική τάξη γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει μια ήττα της, που αφορά στη βασικότερη στρατηγική της επιλογή. Θα αντισταθεί μέχρι τέλους και η εργατική τάξη πρέπει να είναι προετοιμασμένη γι’ αυτήν την εξέλιξη, η οποία θα εκφραστεί, φυσικά, στις μορφές πάλης και στο πέρασμα της εξουσίας στην εργατική τάξη και τους συμμάχους της, πράγμα που σημαίνει ότι η εργατική τάξη, ιδιαίτερα, πρέπει να είναι έτοιμη για να χρησιμοποιήσει όλες τις μορφές πάλης.
Αυτές τις πλευρές, που σχετίζονται με το χαρακτήρα της κυβέρνησης και της εξουσίας, του ρόλου της αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ως κρίκου μέσα από τον οποίο εμφανίζονται και εκφράζονται τα προβλήματα της χώρας μας, ως κρίκου το σπάσιμο του οποίου, από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της, μπάζει τη χώρα μας στο δρόμο για βαθιές ανατροπές και ρήξεις με την αστική τάξη στην κατεύθυνση για το σοσιαλισμό, δεν μπόρεσε η Συνδιάσκεψη να τις αποδώσει ως μια συνολική πρόταση κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της. Και αυτή είναι μια ουσιαστική αδυναμία της.
Και αυτήν ακριβώς την αδυναμία δεν την επούλωσε ούτε το 15ο Συνέδριο του Κόμματος, πέρα από τις άλλες του αδυναμίες και αμφισημίες, που παρ’ όλο ότι κινούνταν σε Λενινιστική κατεύθυνση, όμως, δεν κατόρθωσε να αναγάγει την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση (και το ΝΑΤΟ) σε βασικό κρίκο που απελευθερώνει την πάλη της εργατικής τάξης στην πορεία της προς το σοσιαλισμό.
Στην Πολιτική Απόφαση του 15ου Συνεδρίου σημειώνεται: «Αγώνας για την αποδέσμευση της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, για αντίσταση ενάντια στη στρατηγική και τις αποφάσεις της, που είναι σε βάρος του λαού και γενικά της χώρας. Στον αγώνα αυτόν μπορούν να συναντηθούν εργατοϋπάλληλοι, αγρότες, μικρομεσαίοι, τα κοινωνικά κινήματα που υιοθετούν αντιμονοπωλιακούς, αντιιμπεριαλιστικούς, δημοκρατικούς στόχους» (Ντοκουμέντα, 15ο Συνέδριο, Πολιτική Απόφαση, σελ. 168). Ενώ στο Πρόγραμμα του Κόμματος που υιοθέτησε το 15ο Συνέδριο σημειώνεται ότι βασικός στόχος του Κόμματος είναι: «Η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ως βασική προϋπόθεση για την αξιοποίηση των εγχώριων αναπτυξιακών δυνατοτήτων της χώρας, για την πραγματική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων (Ντοκουμέντα, 15ο Συνέδριο, Πρόγραμμα, σελ. 118).
Στο Σχέδιο Προγράμματος που δημοσιεύτηκε για τον προσυνεδριακό διάλογο η τοποθέτηση είναι πιο αναλυτική. Στο σημείο 22 αναφέρεται: «Η συμμετοχή της χώρας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ενοποίησης, επέδρασε βαθιά στις κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές εξελίξεις. Η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΟΚ αρχικά και στη συνέχεια στην ΕΕ, που θεσμοθετήθηκε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, εξυπηρετεί τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης της χώρας. Οπως πρόβλεψε το ΚΚΕ, από την εποχή ακόμα της σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ, αποδείχτηκε επιζήμια για τα λαϊκά συμφέροντα, για την κοινωνικο – οικονομική ανάπτυξη και τη διεθνή θέση της χώρας.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση – μορφή διακρατικής συνένωσης καπιταλιστικών χωρών – εκφράζει την τάση μετατόπισης αρμοδιοτήτων από το εθνικό κράτος προς ένα υπερεθνικό κέντρο. Βασίζεται στη διακρατική συμφωνία συνεργασίας, λειτουργεί με όρους υποταγής και εξάρτησης για τη χώρα μας, κάτω από τον ανταγωνισμό των πολυεθνικών και των ιμπεριαλιστικών κέντρων εξουσίας. Στα πλαίσια της ΕΕ εμφανίζονται με οξυμένη μορφή όλα τα χαρακτηριστικά του ιμπεριαλισμού. Η διαμόρφωση ευρωπαϊκού κέντρου αποφάσεων δεν αναιρεί το ρόλο του κράτους σε εθνικό επίπεδο. Το αστικό κράτος ενισχύεται αποφασιστικά σε ένα άλλο ευρύτερο επίπεδο στα πλαίσια της ΕΕ.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση οξύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, ανάμεσα στην ολιγαρχία του πλούτου και τη μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων όλων των χωρών. Διατηρεί και αναπαράγει τις αντιθέσεις και την ανισόμετρη ανάπτυξη ανάμεσα στις καπιταλιστικές χώρες που συμμετέχουν σ’ αυτήν. Η ευρωπαϊκή καπιταλιστική ενοποίηση κινείται μέσα από αξεπέραστες αντιθέσεις, τις οποίες πρέπει να αξιοποιεί το λαϊκό κίνημα στη γενικότερη πάλη του εναντίον της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της εξουσίας των πολυεθνικών. Η τάση ενοποίησης είναι αντικειμενική, οι μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται δεν είναι δεδομένες, αναπότρεπτα, τετελεσμένα γεγονότα. Το ΚΚΕ αντιμετωπίζει την ΕΕ με όρους ταξικής πάλης, ανατροπής, από τη σκοπιά του στρατηγικού του σκοπού (Ντοκουμέντα, 15ο Συνέδριο, Σχέδιο Προγράμματος, σελ. 213 -214).
Και παρακάτω στο σημείο 30 αναφέρεται: «Στις βασικές προγραμματικές κατευθύνσεις και στόχους πάλης εντάσσονται: Η αποδέσμευση της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ενωση ως βασική προϋπόθεση για την αξιοποίηση των εγχώριων αναπτυξιακών δυνατοτήτων της χώρας, για την πραγματική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και την αναγνώριση των δικαιωμάτων τους.
Η θέση για αποδέσμευση θεμελιώνεται στη συγκεκριμένη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και την αρνητική της προοπτική, στην εμπειρία από τη 15χρονη συμμετοχή της χώρας. Είναι θέση ριζικά αντίθετη με κάθε ιδέα άρνησης συμμετοχής στη διεθνή οικονομική ζωή. Θα ανοίξει δρόμο για τη συμμετοχή της χώρας στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις με καλύτερους όρους, σε αντίθεση με την οικονομική, κοινωνική, πολιτική απομόνωση και περιθωριοποίηση που την καταδικάζει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα.
Ελάχιστη προϋπόθεση γι’ αυτό στη σημερινή φάση αποτελεί η υιοθέτηση πολιτικής που βρίσκεται σε ριζική αντίθεση και εναντίωση – απειθαρχία προς τις δεσμεύσεις και επιλογές της Ευρωπαϊκής Ενωσης στο πεδίο της οικονομίας, της κοινωνικής προστασίας, των δικαιωμάτων των εργαζομένων, των θεσμών και της εξωτερικής πολιτικής. Η προβολή και διεκδίκηση των δυνατοτήτων – προϋποθέσεων για εναλλακτικές οικονομικών μορφών συνεργασίας στον ευρωπαϊκό και βαλκανικό χώρο, στο χώρο της ανατολικής Μεσογείου και της εγγύς Ανατολής.
Αυτό θα συμβάλει και στον πανευρωπαϊκό αγώνα για μια άλλη Ευρώπη, της πραγματικής δημοκρατίας, της οικονομικής και κοινωνικής ευημερίας. Μια Ευρώπη που θα διεκδικεί την ισότιμη συνεργασία, θα καλλιεργεί την αλληλεγγύη και φιλία των λαών, την ειρήνη, θα αντιπαλεύει τις δυνάμεις του κεφαλαίου και τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς. Το ΚΚΕ συνδέει την πάλη αυτή με την προοπτική της σοσιαλιστικής Ευρώπης.
Επείγον και άμεσο καθήκον αποτελεί η άρνηση συμμετοχής στα ιμπεριαλιστικά σχέδια και επεμβάσεις με οποιονδήποτε τρόπο και αν πραγματοποιούνται. Η απομάκρυνση των πυρηνικών όπλων και απαγόρευση στάθμευσης και διέλευσης από τον ελληνικό χώρο κάθε μέσου που μεταφέρει πυρηνικά όπλα. Καταστροφή των πυρηνικών όπλων.
Αγώνας για την απομάκρυνση των αμερικανο-ΝΑΤΟικών βάσεων. Την απόρριψη της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής που υπαγορεύεται από τις ΗΠΑ, από την Ευρωπαϊκή Ενωση, το ΝΑΤΟ και τη ΔΕΕ. Εθνική αμυντική πολιτική που κατοχυρώνει την ασφάλεια της χώρας και τον αντιιμπεριαλιστικό προσανατολισμό της στις διεθνείς σχέσεις και στην περιοχή.
Πάλη για την απόκρουση των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στα Βαλκάνια και των συνεπειών τους, για την ειρήνη στην περιοχή. Δράση από κοινού με άλλα κινήματα γειτονικών χωρών για ένα περιφερειακό σύστημα ασφαλείας στην ευρύτερη περιοχή του Νότου (Βαλκάνια, Μεσόγειος, Μέση Ανατολή).
Απεμπλοκή από το πλέγμα της πολιτικο – στρατιωτικής εξάρτησης από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Αποχώρηση από το ΝΑΤΟ και τη ΔΕΕ και ανάπτυξη κοινής δράσης με τους λαούς και χώρες για τη διάλυση του ΝΑΤΟ και των άλλων στρατιωτικό – πολιτικών οργανισμών (Ντοκουμέντα, 15ο Συνέδριο, Σχέδιο Προγράμματος, σελ. 221- 222).
Στις αδυναμίες αυτών των επεξεργασιών, τόσο της Συνδιάσκεψης όσο και του 15ου Συνεδρίου, πρέπει να προσθέσουμε και μία άλλη αδυναμία που αφορά στο εναλλακτικό «Όραμα» που θα πρόβαλε το Κόμμα μας απέναντι στο αστικό όραμα της Ενωμένης Ευρώπης.
Διαπιστώνουμε από τις αναφορές που παραθέσαμε ότι στα ντοκουμέντα του Κόμματος γίνεται λόγος: «για μια άλλη Ευρώπη, της πραγματικής δημοκρατίας, της οικονομικής και κοινωνικής ευημερίας. Μια Ευρώπη που θα διεκδικεί την ισότιμη συνεργασία, θα καλλιεργεί την αλληλεγγύη και φιλία των λαών, την ειρήνη, θα αντιπαλεύει τις δυνάμεις του κεφαλαίου και τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς. Το ΚΚΕ συνδέει την πάλη αυτή με την προοπτική της σοσιαλιστικής Ευρώπης».
Το θέμα μας είναι εάν στην Ενωμένη Ευρώπη της αστικής τάξης μπορεί το Κομμουνιστικό Κίνημα να αντιπαραθέσει το όραμα της σοσιαλιστικής Ευρώπης. Προς επίρρωση αυτού του θέματος που θέτουμε χρήσιμη είναι η θέση του Β. Ι. Λένιν, που περιέχεται στο σχετικό του άρθρο «Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης»:
«Η δημιουργία των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης με τη σημερινή οικονομική βάση, δηλαδή στις συνθήκες του καπιταλισμού, θα σήμαινε οργάνωση της αντίδρασης, για να παρεμποδιστεί η πιο γρήγορη ανάπτυξη της Αμερικής. Πέρασαν για πάντα οι καιροί που η υπόθεση του σοσιαλισμού συνδεόταν μόνο με την Ευρώπη.
Οι Ενωμένες Πολιτείες του κόσμου (και όχι της Ευρώπης) είναι η κρατική εκείνη μορφή ένωσης και ελευθερίας των εθνών, που εμείς τη συνδέουμε με το σοσιαλισμό – ως τότε που η πλήρης νίκη του κομμουνισμού θα οδηγήσει στην οριστική εξαφάνιση κάθε κράτους, μαζί και του δημοκρατικού. Ωστόσο το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών του κόσμου, σαν αυτοτελές σύνθημα, είναι αμφίβολο αν θα ήταν σωστό, πρώτο γιατί συγχωνεύεται με το σοσιαλισμό και, δεύτερο, γιατί θα μπορούσε να προκαλέσει τη λαθεμένη ερμηνεία ότι είναι αδύνατη η νίκη του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα, τη λαθεμένη ερμηνεία για τη στάση αυτής της χώρας απέναντι στις άλλες» (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, Τόμος 26, σελ. 362).
Το θέμα, όμως, αυτό θα το αναπτύξουμε σε άλλο μας άρθρο, πέρα και έξω από αυτήν τη σειρά των άρθρων που καταθέτουμε, στο πλαίσιο της μετάβασης στο σοσιαλισμό και της ενιαίας στρατηγικής του Κομμουνιστικού Κινήματος στην Ευρώπη σε σχέση και με την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Συμπερασματικά καταλήγουμε στις παρακάτω παρατηρήσεις:
Πρώτη: Το Κόμμα μας ήταν εφοδιασμένο με εκείνες τις επεξεργασίες, που μπορούμε να πούμε, σήμερα, ότι επαληθεύτηκαν από τις ίδιες τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στη χώρα μας και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και που θα το καθιστούσαν ικανό να αντιμετωπίσει την πολιτική και οικονομική κατάσταση που διαμορφώθηκε μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης τον Οχτώβρη του 2008 σε συνδυασμό με την αποδέσμευση της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ.
Δεύτερη: Οι αδυναμίες που παρουσίασε στις επεξεργασίες του αυτές, μπορεί να ήταν σημαντικές αλλά δεν ήταν καθοριστικές, ώστε να του αποκλείσει τη δυνατότητα να προγραμματίσει τα πολιτικά του καθήκοντα, ιδιαίτερα σε επί μέρους πολιτικές μάχες, όπως ήταν οι δίδυμες εκλογές του 2012. Πολύ περισσότερο δεν «απαιτούσαν» την καταπάτηση του Προγράμματος του Κόμματος μετά το 18ο Συνέδριο.
Τρίτη: Είναι φανερό ότι οι επεξεργασίες του Κόμματος που ακολούθησαν, ιδιαίτερα αυτές στο 18ο Συνέδριο, ξεστράτισαν το Κόμμα μας από τη βασική Λενινιστική αντίληψη που θα έπρεπε να εφαρμόσει, σε σχέση τόσο με την οικονομική κρίση όσο και με το αίτημα της αποδέσμευσης.
Τέταρτη: Οι επεξεργασίες αυτές υποτίμησαν αφόρητα την πολιτική και οικονομική σημασία του αιτήματος της αποδέσμευσης, ως ενός αιτήματος κρίκου, που ξεκλειδώνει το σύνολο της εφαρμοζόμενης αντιλαϊκής πολιτικής από την κυβέρνηση και την Ευρωπαϊκή Ένωση, με συνέπεια το Κόμμα μας να περιπέσει σε μια ακατάσχετη γενικολογία, πολύ μακριά από τις άμεσες ανάγκες και καθήκοντα της ταξικής πάλης, με αποτέλεσμα να χάσει τις εξελίξεις κάτω από τα πόδια του, και στο τέλος, να αποκρυσταλλωθεί αυτή η πορεία του και στο εκλογικό αποτέλεσμα.
Πέμπτη: Η ηγεσία του Κόμματος εξακολουθεί να μην κατανοεί το ρόλο αστικών αιτημάτων (ή μεταβατικών αιτημάτων και στόχων) και το πώς συνδέονται με την τακτική και την πάλη για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας εκ μέρους της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, με την ωρίμανση της πολιτικής συνείδησης των λαϊκών μαζών, ιδιαίτερα σε συνθήκες που η εργατική τάξη μπορεί να προβληθεί ως «εθνική δύναμη», που θα κρίνει αποφασιστικά και την ταλάντευση των μικροαστικών στρωμάτων, την ώρα που στην ταξική πάλη εισβάλουν νέες μάζες, ανοίγοντας το δρόμο για το σοσιαλισμό.
Έκτη: Το Κόμμα μας στερήθηκε τη δυνατότητα να αξιοποιήσει την πολιτική κρίση, που δημιουργήθηκε πάνω στο έδαφος της οικονομικής κρίσης, την υποτίμησε, με αποτέλεσμα το χτύπημα που δέχτηκε ο δικομματισμός να ενισχύσει το ΣΥΡΙΖΑ και η πολιτική κρίση να είναι μέχρι τώρα διαχειρίσιμη από την πλευρά της αστικής τάξης. Την ίδια στιγμή δεν στάλθηκε ένα μήνυμα γενικότερης σημασίας σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, που θα είχε την πολιτική και οικονομική του σημασία.
Η άποψή μας είναι, ως επίλογος αυτού του 6ου Μέρους, ότι η χώρα μας έχει εισέλθει σε μια παρατεταμένη πολιτική και οικονομική κρίση, που το πρόβλημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κατ’ ακολουθία το αίτημα της αποδέσμευσης θα είναι στην πρώτη γραμμή. Τελικά το αν θα είναι διαχειρίσιμη η κρίση σε σχέση και με την παραμονή της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση από την πλευρά της αστικής τάξης θα εξαρτηθεί από τη στάση που θα κρατήσει το Κόμμα μας.
COMMENTS