Β. Ι. Λένιν: Για τους συμβιβασμούς

Συμβιβασμός ονομάζεται στην πολιτική η παραίτηση κάποιου από ορισμένες διεκδικήσεις, η παραίτησή του από ένα μέρος των διεκδικήσεών του, σαν αποτέλεσμα συμφωνίας με άλλο κόμμα.

Η συνηθισμένη αντίληψη των μικροαστών για τους μπολσεβίκους, αντίληψη που υποστηρίζεται από τον Τύπο, ο όποιος συκοφαντεί τους μπολσεβίκους, είναι ότι οι μπολσεβίκοι δεν κάνουν κανενός είδους συμβιβασμούς, με κανέναν, ποτέ.

Μιά τέτοια αντίληψη είναι κολακευτική για μας σαν κόμμα του επαναστατικού προλεταριάτου, επειδή αποδείχνει πως ακόμη και οι εχθροί είναι υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουν την πίστη μας στις βασικές άρχές του σοσιαλισμού και της επανάστασης. Ωστόσο πρέπει να πούμε το σωστό: η αντίληψη αυτή δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Ο Ένγκελς είχε δίκιο, όταν στην κριτική του μανιφέστου των μπλανκιστών-κομμουνιστών (1873) ειρωνευόταν τη δήλωσή τους: «κανένας συμβιβασμος!». Αυτό δεν είναι παρά μόνο λόγια, έλεγε, γιατί οι συμβιβασμοί που κάνει ένα μαχόμενο κόμμα συχνά του επιβάλλονται αναπόφευκτα από τις περιστάσεις, και είναι παράλογο να αρνηθείς μια για πάντα «να εισπράξεις κατά δόσεις όσα σου χρωστάνε». Το καθήκον ενός αληθινά επαναστατικού κόμματος συνίσταται όχι στο να διακηρύττει πως είναι αδύνατο να παραιτηθεί από κάθε συμβιβασμό, αλλά στο να ξέρει να διατηρεί μέσω όλων αυτών των συμβιβασμών, στο βαθμό που είναι αναπόφευκτοι, την πίστη στις αρχές του, στην τάξη του, στο επαναστατικό του καθήκον, στο έργο του της προετοιμασίας της επανάστασης και της διαπαιδαγώγησης των λαικών μαζών για τη νίκη της επανάστασης.

Τώρα στην ημερήσια διάταξη μπαίνει το ζήτημα όχι ενός αναγκαστικού, αλλά ενός θεληματικού συμβιβασμού.

Τώρα έχει επέλθει μια τόσο απότομη και τόσο πρωτότυπη στροφή στη ρωσική επανάσταση, που μπορούμε σαν κόμμα να προτείνουμε ένα θεληματικό συμβιβασμό – όχι φυσικά στην αστική τάξη, που είναι ο άμεσος και κύριος ταξικός εχθρός μας, αλλά στους πλησιέστερους αντιπάλους μας, στα «δεσπόζοντα» μικροαστικά – δημοκρατικά κόμματα, στους εσέρους και στους μενσεβίκους.

Μόνο σαν εξαίρεση, μόνο λόγω της ιδιαίτερης κατάστασης που, όπως φαίνεται, θα κρατήσει μόνο ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, μπορούμε να προτείνουμε συμβιβασμό σ’ αυτά τα κόμματα και πρέπει νομίζω να το κάνουμε.

Συμβιβασμός από την πλευρά μας είναι η επάνοδος στη διεκδίκηση που είχαμε προβάλει πριν από τον Ιούλη: όλη η εξουσία στα Σοβιέτ, κυβέρνηση από εσέρους και μενσεβίκους υπόλογη απέναντι στα Σοβιέτ.

Ο συμβιβασμός θα συνίστατο στο ότι οι μπολσεβίκοι, χωρίς να έχουν την αξίωση συμμετοχής στην κυβέρνηση (πράγμα αδύνατο για έναν διεθνιστή χωρίς ουσιαστική πραγμα­τοποίηση των όρων της δικτατορίας του προλεταριάτου και της φτωχής αγροτιάς), θα παραιτούνταν από το να προβάλουν αμέσως τη διεκδίκηση για πέρασμα της εξουσίας στο προλετα­ριάτο και στους φτωχούς αγρότες, θα παραιτούνταν από τις επαναστατικές μεθόδους πάλης για τη διεκδίκηση αυτή. Όρος, που είναι αυτονόητος και όχι καινούργιος για τους εσέρους και τους μενσεβίκους, θα ήταν η πλήρης ελευθερία ζύμωσης και η σύγκληση της Συντακτικής Συνέλευσης χωρίς καινούργιες αναβολές, ή και σε συντομότερο ακόμη χρονικό διάστημα.

Παράδειγμα. Το να δεχτούμε να πάρουμε μέρος στην III και στην IV Δούμα ήταν συμβιβασμός, προσωρινή παραίτηση από τις επαναστατικές διεκδικήσεις. Ήταν όμως ένας απόλυτα αναγκαστικός συμβιβασμός, γιατί ο συσχετισμός των δυνάμεών μας απόκλειε, για ένα ορισμένο διάστημα, τη δυνατότητα να διεξάγουμε μαζικό επαναστατικό αγώνα, ενώ για μια μακρόχρο­νη προετοιμασία του έπρεπε να ξέρουμε να δουλεύουμε και από τα μέσα ενός τέτοιου «σταύλου». Το ότι ο τέτοιος τρόπος τοποθέτησης του ζητήματος από τους μπολσεβίκους, σαν κόμμα, αποδείχτηκε πέρα για πέρα σωστός, το απόδειξε η ιστορία.

Το Κόμμα μας, όπως και κάθε άλλο πολιτικό κόμμα, επιδιώκει την πολιτική κυριαρχία για τον εαυτό του. Σκοπός μας είναι η δικτατορία του επαναστατικού προλεταριάτου. Μισός χρόνος επανάστασης επιβεβαίωσε με ασυνήθιστη σαφήνεια, δύναμη και πειστικότητα το σωστό και το αναπόφευκτο μιας τέτοιας απαίτησης για το συμφέρον τούτης ακριβώς της επανά­στασης, γιατί διαφορετικά ο λαός δεν μπορεί να αποκτήσει ούτε δημοκρατική ειρήνη, ούτε γη για την αγροτιά, ούτε πλήρη ελευθερία (μια πέρα για πέρα λαοκρατική δημοκρατία). Η πορεία των γεγονότων στο μισό χρόνο της επανάστασής μας, η πάλη των τάξεων και των κομμάτων, η εξέλιξη των κρίσεων — 20-21 του Απρίλη, 9-10, 18-19 του Ίούνη, 3-5 του Ιούλη, 27-31 του Αυγούστου – και το έδειξαν και το απόδειξαν αυτό.

Τώρα και μόνο τώρα, ίσως μόνο μέσα σε μερικές μέρες ή σε μιά – δυό εβδομάδες, θα μπορούσε μια τέτοια κυβέρνηση να δημιουργηθεί και να σταθεροποιηθεί εντελώς ειρηνικά. Η κυβέρνηση αυτή θα μπορούσε να εξασφαλίσει με πολύ μεγάλες πιθανότητες την ειρηνική κίνηση προς τα μπρος όλης της ρωσικής επανάστασης και με εξαιρετικά μεγάλες πιθανότητες να κάνει μεγάλα βήματα προς τα μπρος το παγκόσμιο κίνημα για την ειρήνη και τη νίκη του σοσιαλισμού.

Μόνο στο όνομα της ειρηνικής αυτής εξέλιξης της επανά­στασης, δυνατότητας πολύ σπάνιας στην ιστορία και εξαιρετικά πολύτιμης, δυνατότητας εξαιρετικά σπάνιας, μόνο στο όνομά της οι μπολσεβίκοι, οπαδοί της παγκόσμιας επανάστασης, οπαδοί των επαναστατικών μεθόδων, οφείλουν και μπορούν, κατά τη γνώμη μου, να κάνουν έναν τέτοιο συμβιβασμό.

Οι μενσεβίκοι και οι εσέροι, σαν κυβερνητικός συνασπι­σμός, θα συμφωνούσαν (με την προϋπόθεση ότι ο συμβιβασμός έχει πραγματοποιηθεί) να σχηματίσουν κυβέρνηση ολοκληρωτικά και αποκλειστικά υπόλογη απέναντι στα Σοβιέτ, με παράδοση στα χέρια των Σοβιέτ όλης της εξουσίας και στις επαρχίες. Αυτός θα ήταν ένας «καινούργιος» όρος. Οι μπολσεβί­κοι δεν θά έβαζαν νομίζω κανέναν άλλο όρο, υπολογίζοντας στο γεγονός ότι μια πραγματικά πλήρης ελευθερία ζύμωσης και η άμεση πραγματοποίηση ενός νέου δημοκρατισμού στη συγκρό­τηση των Σοβιέτ (νέες εκλογές Σοβιέτ) και στη λειτουργία τους θα εξασφάλιζαν από μόνες τους την ειρηνική κίνηση της επανάστασης πρός τα μπρος, την ειρηνική εξάλειψη της πάλης τών κομμάτων μέσα στα Σοβιέτ.

Ίσως αυτό να είναι πια αδύνατο; Ίσως. Αν όμως υπάρχει δυνατότητα ακόμη κι ένα στα εκατό, τότε και πάλι θα άξιζε τον κόπο να γίνει προσπάθεια να πραγματοποιηθεί η δυνατότητα αυτή.

Τι θα κέρδιζαν από το «συμβιβασμό» αυτό τα δυο «συμβαλ­λόμενα» μέρη, δηλαδή οι μπολσεβίκοι, από τη μια, ο συνασπι­σμός των εσέρων και των μενσεβίκων, από την άλλη; Όταν και τα δυο μέρη δεν κερδίζουν τίποτε, ο συμβιβασμός πρέπει να θεωρείται αδύνατος και τότε είναι περιττό να μιλάμε γι αυτόν. Όσο δύσκολος κι αν είναι τώρα (ύστερα από τον Ιούλη και τον Αύγουστο, ύστερα από δυο μήνες που ισοδυναμούν με δυο δεκαετίες «ειρηνικής», νυσταλέας περιόδου) αυτός ο συμβιβα­σμός, μου φαίνεται πως υπάρχει μια μικρή πιθανότητα πραγμα­τοποίησής του, και η πιθανότητα αυτή έχει δημιουργηθεί από την απόφαση των εσέρων και των μενσεβίκων να μην πάρουν μέρος σε κυβέρνηση μαζί με τους καντέτους.

Εκείνο που θα κέρδιζαν οι μπολσεβίκοι είναι ότι θα αποκτούσαν τη δυνατότητα να κάνουν εντελώς ελεύθερα ζύμωση υπέρ των απόψεών τους και να παλεύουν μέσα σε συνθήκες πραγματικά πλήρους δημοκρατισμού για να ανεβάσουν την επιροή τους στα Σοβιέτ. Στα λόγια «όλοι» αναγνωρίζουν τώρα στους μπολσεβίκους την ελευθερία αυτή. Στην πράξη η ελευθε­ρία αυτή είναι αδύνατη, εφόσον θα υπάρχει αστική κυβέρνηση, ή κυβέρνηση με συμμετοχή της αστικής τάξης, δηλαδή άλλη κυβέρνηση εκτός από σοβιετική. Με μια σοβιετική κυβέρνηση η ελευθερία αυτή θα ήταν δυνατή (δεν λέμε: απόλυτα εξασφαλισμένη, ωστόσο όμως δυνατή). Για μια τέτοια δυνατότητα σε τόσο δύσκολους καιρούς θα έπρεπε να δεχτούμε ένα συμβιβασμό με τη σημερινή πλειοψηφία των Σοβιέτ. Μέσα σε συνθήκες μιας πραγματικής δημοκρατίας εμείς δεν έχουμε τίποτε να φοβηθού­με, γιατί η ζωή είναι με το μέρος μας, και μάλιστα η πορεία της ανάπτυξης των ρευμάτων μέσα στα εχθρικά προς εμάς Κόμματα των εσέρων και των μενσεβίκων επιβεβαιώνει το γεγονός ότι έχουμε δίκιο.

Εκείνο που θα κέρδιζαν οι μενσεβίκοι και οι εσέροι θα ήταν ότι θα αποκτούσαν μονομιάς όλη τη δυνατότητα να πραγματο­ποιήσουν το πρόγραμμα του συνασπισμού τους, στηριζόμενοι στην ολοφάνερα τεράστια πλειοψηφία του λαού και εξασφαλίζοντας για τον εαυτό τους την «ειρηνική» χρησιμοποίηση της πλειοψηφίας τους στα Σοβιέτ.

Φυσικά, από το συνασπισμό αυτό, που δεν είναι ομοιογενής τόσο γιατί είναι συνασπισμός, όσο και γιατί η μικροαστική δημοκρατία είναι πάντα λιγότερο ομοιογενής απ’ ό,τι η αστική τάξη ή το προλεταριάτο, από το συνασπισμό αυτό θα ακούγονταν, ίσως, δυο φωνές.

Η μια φωνή θα έλεγε: ο δρόμος μας δεν συμπίπτει καθόλου με το δρόμο των μπολσεβίκων, με το επαναστατικό προλεταριά­το. Αυτό οπωσδήποτε θα απαιτήσει πάρα πολλά και θα παρασύρει δημαγωγικά την αγροτική φτωχολογιά. Θα απαιτήσει ειρήνη και διακοπή των σχέσεων με τους συμμάχους. Αυτό είναι πράγμα αδύνατο. Εμείς νιώθουμε τον εαυτό μας πιο καλά και πιο σίγουρα με την αστική τάξη, γιατί δεν ξεκόψαμε απ’ αυτή, μα απλώς τσακωθήκαμε, κι αυτό όχι για πολύ, κι αυτό μόνο για το επεισόδιο με τον Κορνίλοφ. Τσακωθήκαμε – θα μονιάσουμε. Εξάλλου οι μπολσεβίκοι δεν μας κάνουν καμιά απολύτως «παραχώρηση», γιατί οι προσπάθειές τους να προκαλέσουν εξέγερση είναι, έτσι είτε αλλιώς, καταδικασμένες σε αποτυχία, όπως η Κομμούνα του 1871.

Η άλλη φωνή θα έλεγε: η αναφορά στην Κομμούνα είναι πολύ επιπόλαιο και μάλιστα άνόητο επιχείρημα. Γιατί, πρώτο, οι μπολσεβίκοι όλο και κάτι διδάχτηκαν ύστερα από το 1871, θα φρόντιζαν να πάρουν την τράπεζα στα χέρια τους, δεν θα παραιτούνταν από την επίθεση ενάντια στις Βερσαλλίες· και μ’ αυτούς τους όρους και η Κομμούνα ακόμη μπορούσε να νικήσει. Εκτός απ’ αυτό, η Κομμούνα δεν μπορούσε να προσφέρει στο λαό αμέσως αυτό που θα μπορέσουν να προσφέ­ρουν οι μπολσεβίκοι, αν γίνουν έξουσία, δηλαδή γη στους αγρότες, άμεση πρόταση για ειρήνη, πραγματικό έλεγχο στην παραγωγή, τίμια ειρήνη με τους ουκρανούς, τους φιλλανδούς κτλ. Οι μπολσεβίκοι, για να χρησιμοποιήσουμε μια αγοραία έκφραση, έχουν δέκα φορές περισσότερα «ατού» στα χέρια τους, από ό,τι η Κομμούνα. Και δεύτερο, η Κομμούνα, στο κάτω-κάτω, σημαίνει σκληρό εμφύλιο πόλεμο, μακρόχρονη καθυστέρηση ύστερα απ’ αυτόν της ειρηνικής πολιτιστικής ανάπτυξης, διευ­κόλυνση τών πράξεων και των ραδιουργιών των κάθε λογής Μάκ-Μαόν και Κορνίλοφ, αυτές όμως οι πράξεις απειλούν όλη την αστική κοινωνία μας. Είναι άραγε λογικό να ριψοκινδυ­νεύσουμε με την Κομμούνα;

Η Κομμούνα όμως είναι αναπόφευκτη στη Ρωσία, αν δεν πάρουμε εμείς την εξουσία, αν τα πράγματα θα παραμένουν σε μια τόσο δύσκολη κατάσταση, όπως στην περίοδο από τις 6 του Μάη ως τις 31 του Αυγούστου. Κάθε επαναστάτης εργάτης και στρατιώτης θα σκέπτεται αναπόφευκτα για την Κομμούνα, θα πιστεύει σ’ αυτή, θα προσπαθήσει αναπόφευκτα να την πραγμα­τοποιήσει, κάνοντας τη σκέψη: ο λαός αφανίζεται, ο πόλεμος συνεχίζεται, η πείνα, η καταστροφή όλο και μεγαλώνει. Μόνο η Κομμούνα θα μας σώσει. θα χαθούμε, θα πεθάνουμε όλοι, αλλά θα πραγματοποιήσουμε την Κομμούνα. Είναι αναπόφευκτο οι εργάτες να κάνουν τέτοιες σκέψεις, και οι αντεπαναστάτες δεν θα κατορθώσουν τώρα να νικήσουν τόσο εύκολα την Κομμούνα, όπως το 1871. Η ρωσική Κομμούνα θα έχει 100 φορές πιό ισχυρούς συμμάχους σ’ όλο τον κόσμο, απ’ ό,τι είχε η Κομμούνα του 1871… Είναι άραγε λογικό να ριψοκινδυνεύσουμε με την Κομμούνα; Δεν μπορώ επίσης να συμφωνήσω με το ότι στην ουσία οι μπολσεβίκοι δεν μας  δίνουν τίποτε με το συμβιβασμό τους. Γιατί σε όλες τις πολιτισμένες χώρες οι πολιτισμένοι υπουργοί θεωρούν πολύτιμη κάθε συμφωνία, ακόμη και μια μικρή συμφωνία με το προλεταριάτο τον καιρό του πολέμου. Τη θεωρούν εξαιρετικά πολύτιμη. Κι αυτοί είναι άνθρωποι που ξέρουν τη δουλειά τους, πραγματικοί υπουργοί. Οι μπολσεβίκοι πάλι δυναμώνουν αρκετά γρήγορα, παρά τις διώξεις, παρά την αδυναμία του Τύπου τους… Είναι άραγε λογικό να ριψοκινδυ­νεύσουμε με την Κομμούνα;

Έχουμε εξασφαλισμένη πλειοψηφία· ώσπου να ξυπνήσει η αγροτική φτωχολογιά θέλουμε ακόμη πολύ· ως τότε βλέπουμε. Δεν πιστεύω ότι σε μια αγροτική χώρα η πλειοψηφία μπορεί να ακολουθήσει τα στοιχεία των άκρων. Και εξέγερση ενάντια στην ολοφάνερη πλειοψηφία σε μια πραγματικά ρεπουμπλικανική δημοκρατία είναι αδύνατη. Αυτά θα έλεγε η δεύτερη φωνή.

Μπορεί να βρεθεί και μια τρίτη φωνή, ανάμεσα σε κάποιους οπαδούς του Μάρτοφ ή της Σπυριντόνοβα, που θα πει: μού προξενεί αγανάκτηση, «σύντροφοι», το γεγονός ότι και οι δυο σας, μιλώντας για την Κομμούνα και τη δυνατότητά της, παίρνετε αδίστακτα το μέρος των αντιπάλων της. Ο ένας με τον ένα τρόπο, ο άλλος με τον άλλο, ωστόσο και οι δυο είστε με το μέρος εκείνων που κατάπνιξαν την Κομμούνα. Δεν θα πάω να κάνω ζύμωση υπέρ της Κομμούνας, δεν μπορώ να υποσχεθώ από τα πριν ότι θα πολεμήσω στις γραμμές της, όπως θα κάνει ο κάθε μπολσεβίκος, μα ωστόσο πρέπει να πω ότι αν παρά τις προσπάθειές μου ξεσπάσει η Κομμούνα, εγώ θα βοηθήσω μάλ­λον τους υπερασπιστές της, παρά τους αντιπάλους της…

Η ασυμφωνία στο «συνασπισμό» είναι μεγάλη και αναπόφευκτη, επειδή στη μικροαστική δημοκρατία αντιπροσωπεύονται ένα σωρό αποχρώσεις, αρχίζοντας από τον εκατό στα εκατό μινιστεριαλιστή, πέρα για πέρα αστό, ως το μισοζητιάνο, που δεν είναι ακόμη εντελώς ικανός να περάσει στη θέση του προλετάριου. Και ποιό θα είναι το αποτέλεσμα αυτής της ασυμφωνίας σε κάθε δοσμένη στιγμή της – κανείς δεν το ξέρει.

 

* *

*

Οι παραπάνω γραμμές είχαν γραφτεί την Παρασκευή, 1 του Σεπτέμβρη, και για τυχαίους λόγους (τον καιρό του Κέρενσκι, θα λέει η ιστορία, δεν απολάβαιναν όλοι οι μπολσεβίκοι την ελευθερία εκλογής κατοικίας) δεν έφτασαν στη Συντακτική Επιτροπή την ίδια μέρα. Όταν όμως διάβασα τις εφημερίδες του Σαββάτου και τις σημερινές, της Κυριακής, είπα μέσα μου: φαίνεται, πως η πρόταση για συμβιβασμό είναι πιά αργοπορημένη. Φαίνεται ότι οι λίγες έκείνες μέρες, που στη διάρκειά τους ήταν ακόμη δυνατή μια ειρηνική εξέλιξη, πέρασαν κι’ αυτές. Ναι, όλα δείχνουν πως πέρασαν πιά. Ο Κέρενσκι έτσι είτε αλλιώς θα φύγει και από το Κόμμα των εσέρων και από τους εσέρους και θα εδραιώσει τη θέση του με τη βοήθεια των αστών χωρίς τους εσέρους, χάρη στην αδράνειά τους… Ναι, όλα δείχνουν ότι οι μέρες που κατά σύμπτωση έγινε δυνατός ο δρόμος της ειρηνικής εξέλιξης, ανήκουν πια στο παρελθόν. Δεν μου μένει παρά να στείλω αυτές τις σημειώσεις στη Συντακτική Επιτροπή με την παράκληση να τις τιτλοφορήσει: «Αργοπορημένες σκέψεις»… κάποτε το να γνωρίσει κανείς και τις αργοπορημένες σκέψεις δεν είναι, ίσως, χωρίς ενδιαφέρον.

 3 του Σεπτέμβρη 1917.

Γράφτηκε την 1-3 (14-16) του Σεπτέμβρη 1917                                                                          Δημοσιεύεται σύμφωνα

Δημοσιεύτηκε στις 19 (6) του Σεπτέμβρη 1917                                                                με το κείμενο της έφημερίδας

στην έφημερίδα «Ραμπότσι Πούτ», αρ. φύλ. 3

         Υπογραφή: Ν. Λένιν

 

 

 

 

COMMENTS