Η στάση του Κόμματος στην πρόταση μομφής του ΣΥΡΙΖΑ

Ξεκαθαρίζουμε ευθύς εξ αρχής ότι η στάση του Κόμματος ήταν σωστή ως προς την υπερψήφιση της πρότασης μομφής, που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή, με το δικό του σκεπτικό ασφαλώς (ανεξάρτητα με το εάν η «Νέα Σπορά» δε συμφωνεί στη βασική του κατεύθυνση και σε πολύ σημαντικές του πλευρές), έστω και εάν ήταν εκ των προτέρων γνωστό πoιο θα ήταν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας και πέρα από τους λόγους, που ώθησαν το ΣΥΡΙΖΑ να καταθέσει την πρόταση μομφής.

Και λέμε πέρα από τους λόγους που ώθησαν το ΣΥΡΙΖΑ να καταθέσει την πρόταση μομφής, γιατί η πολιτική και η οικονομική συγκυρία είναι τέτοια, που επιβάλλει στο Κόμμα να πάρει πρωτοβουλίες, κυρίως έξω από τη Βουλή ή όταν του δίνεται η δυνατότητα από τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, να προβάλει και να καταθέσει πρόταση διεξόδου από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία. Πρόταση, που, φυσικά, θα προβλέπει και τη λύση στο επίπεδο της εξουσίας.  

Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι: Πως διαμορφώνεται η πολιτική και οικονομική συγκυρία στη χώρα μας και ποια έπρεπε να είναι η απάντηση – πρόταση του Κόμματος, πρόταση αναγκαία, πολύ περισσότερο, για τις εξελίξεις μετά τη μομφή;

Όλοι οι αστοί σχολιαστές, που παίζουν αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, σε μια σπάνια ομοφωνία, αναγνωρίζουν ότι το πολιτικό σύστημα της χώρας μας βρίσκεται σε αναντιστοιχία με τις ανάγκες της πολιτικής και οικονομικής συγκυρίας, που περνάει η χώρα μας, προφανώς εννοώντας ότι βρίσκεται σε αναντιστοιχία σε σχέση με τις ανάγκες και τα συμφέροντα της ίδιας της αστικής τάξης. Ζήτημα που προκαλεί και απορίες για το τι πραγματικά στο βάθος εννοούν.

Και όχι μόνο αυτό. Διατυπώνουν το ερώτημα, και τις ανησυχίες τους, εάν θα μπορέσει να αντέξει η κυβέρνηση. Και προχωρούν ακόμη παραπέρα. Σχολιάζουν και τη στάση και την κατάσταση της ίδιας της αστικής τάξης της χώρας μας με διόλου κολακευτικά λόγια γι’ αυτήν. Η «Νέα Σπορά» στο προηγούμενο κύριο άρθρο της, «Η στρατηγική της έντασης» (ανάρτηση 12/11/2013), παράθεσε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από αρθρογράφους (διευθυντές συγκροτημάτων του αστικού τύπου), που περιέγραφαν με τους πιο αλγεινούς χαρακτηρισμούς το πώς «στέκεται» η αστική τάξη, ως άρχουσα τάξη της χώρας. 

Η γενική εικόνα που αναδύεται και παρουσιάζει η κυβέρνηση και η αστική τάξη είναι μια εικόνα περίπου διάλυσης, που στην κυριολεξία τις εμφανίζει  σε αναπότρεπτο βαθμό παραδομένες στα αφεντικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στους δανειστές, την ώρα που γι’ αυτούς έχει μεγαλύτερη σημασία να μη χάσουν τις χειμερινές τους διακοπές και το σκι από την τύχη του ελληνικού λαού. Γεγονός που σημαίνει, το έχουμε τονίσει πολλές φορές, ότι η τρόικα και συνακόλουθα και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν πάρει τις αποφάσεις τους για τη χώρα μας και υπηρετούν συγκεκριμένες κατευθύνσεις, που ξεπερνάνε τη χώρα μας.

Αυτήν την κατάσταση προσπάθησε να αξιοποιήσει ο ΣΥΡΙΖΑ και γι’ αυτόν το σκοπό κατέθεσε τη πρόταση μομφής ενάντια στην κυβέρνηση. Είχε φροντίσει, βέβαια, εκ των προτέρων, με τον Γιάννη Δραγασάκη και την απάντησή του στον Μανώλη Γλέζο –   που έκανε λόγο για «μικρό καλάθι» – και τον Αλέξη Τσίπρα από το Τέξας – που διαβεβαίωσε την αστική τάξη της χώρας μας και τους ιθύνοντες κύκλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη, να ξεκαθαρίσει την πολιτική του, πράγμα που το επανέλαβε και μέσα στη Βουλή, έστω και εάν ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάστηκε όσο ποτέ από προηγούμενα αντιμνημονιακός.

Με δυο λόγια ο ΣΥΡΙΖΑ αξιοποίησε αυτήν την πολιτική και οικονομική συγκυρία για να προβληθεί ως η εναλλακτική πολιτική λύση για την αστική τάξη, σε σχέση με τις πολιτικές δυνάμεις, που απαρτίζουν και στηρίζουν τη σημερινή κυβέρνηση, γεγονός, που, από την πλευρά της «Νέας Σποράς», αποτιμήθηκε ως άλλο ένα βήμα προς την ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ στο αστικό πολιτικό σύστημα.

Μάλιστα ο Αλέξης Τσίπρας θέλοντας να αποτυπώσει συνθηματικά τη σημερινή συγκυρία προσπάθησε να θυμίσει ή και να μιμηθεί και λίγο τον Λένιν και, απευθυνόμενος προς τον πρωθυπουργό, ισχυρίστηκε ότι «οι από κάτω δεν σας θέλουν και εσείς δεν μπορείτε»!

Το αξιοσημείωτο είναι ότι δύο ημέρες μετά τη λήξη της συζήτησης της μομφής του ΣΥΡΙΖΑ, στη συζήτηση, σε σχέση με την αντοχή της κυβέρνησης και του αστικού πολιτικού συστήματος, επανήλθε μια παλιά πρόταση, αυτή τη φορά από την πλευρά της Ντόρας Μπακογιάννη, για νέα κυβέρνηση από την παρούσα Βουλή με τη συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ, προκειμένου να ισχυροποιηθεί και να πλατύνει η κυβερνητική πλειοψηφία και παράλληλα να ενδυναμώσει το πολιτικό σύστημα.

Αυτό το γεγονός χαρακτηρίστηκε από πολιτικούς παρατηρητές ως απόδειξη αδυναμίας της παρούσας κυβέρνησης, ως αμφισβήτηση της αντοχής της, μετά, μάλιστα, την περιφρονητική και ανελαστική στάση της τρόικα, παρά τα επινίκια  του Αντώνη Σαμαρά και τους ισχυρισμούς του ότι από τη διαδικασία συζήτησης της μομφής βγήκε πιο δυνατή η κυβέρνηση, συνθήκη που θα αξιοποιηθεί και θα αποτυπωθεί, υποτίθεται, και στη «σκληρή διαπραγμάτευση» με την τρόικα αλλά και με τους ιθύνοντες παράγοντες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ουσία, όμως, δεν αλλάζει. Η εικόνα της κυβέρνησης και της αστικής τάξης παραμένει.

Το δυστύχημα είναι ότι το Κόμμα μας, για άλλη μια φορά, δεν φάνηκε ικανό να συλλάβει το συνολικό χαρακτήρα των εξελίξεων και να κάνει προσπάθεια να ανακτήσει αυτό την πρωτοβουλία των κινήσεων. Επανέλαβε τον κακό εαυτό του, που θύμισε έντονα καταστάσεις ανάλογες της περιόδου πριν τις εκλογές του Μάη του 2012, χρησιμοποιώντας την ίδια φρασεολογία και τις ίδιες θέσεις, οι οποίες ήδη κρίθηκαν με άσχημα αποτελέσματα για το Κόμμα.

Είναι χαρακτηριστικό το ξεκίνημα της ομιλίας της Αλέκας Παπαρήγα: «Κατά τη γνώμη μας έχει δευτερεύουσα σημασία το να απαντήσει κανείς στο ερώτημα γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε την πρόταση μομφής. Αυτό που έχει μεγάλη σημασία είναι τι θα βγει απ’ αυτή τη συζήτηση και πολύ φοβάμαι ότι κυρίως μέσα απ’ την προβολή της συζήτησης απ’ τα ΜΜΕ και τα γνωστά πάνελς, αυτό που θα βγει είναι ο ελληνικός λαός να βρεθεί ανάμεσα σε ένα δίλημμα, πλαστό, δεν θα πω διχαστικό. Απ’ τη στιγμή που είναι πλαστό είναι και διχαστικό. Με τη διαπραγμάτευση της ΝΔ και των συμμάχων της ή με την αναδιαπραγμάτευση του ΣΥΡΙΖΑ και των συμμάχων του, με το ΔΝΤ ή με την Μέρκελ, με τον Ομπάμα ή με την Μέρκελ. Αυτά περίπου τα διλήμματα θα μπουν και ακόμα χειρότερα. Διλήμματα τεχνητά που αν εμπεδωθούν στο λαό σ’ αυτήν τη φάση, γιατί δε θα εμπεδωθούν διά παντός, θα φτάσουμε στο εξής τραγικό σημείο -όλοι σήμερα αναγνωρίζουμε ότι ο λαός έφτασε στα όρια αντοχής, δεν υπάρχει κόμμα που δεν το δέχεται αυτό, δεν υπάρχει βουλευτής μέσα σ’ αυτή την αίθουσα που δεν το καταλαβαίνει- αλλά αν ο λαός εγκλωβιστεί μέσα σε ένα τέτοιο δίλημμα, τότε θα πάμε στο 2020 και πάλι θα λέμε τα ίδια, ότι ο λαός δεν αντέχει άλλο, έχει φτάσει στα όριά του»

Δηλαδή, πλήρης καταφυγή σε μια λογική επιφανειακών και πρόχειρων διλημμάτων τύπου «Ομπάμα – Μέρκελ», υποτίμηση και ταυτόχρονα απομάκρυνση από την πραγματικότητα, έτσι όπως αυτή εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας, που αποπροσανατολίζει τους εργαζόμενους, που δεν παρακολουθεί την πραγματική πολιτική κίνηση και τη συνθετότητά της, δεν εμφανίζει το κύριο πολιτικό και οικονομικό γεγονός, δεν αποκωδικοποιεί το τι κρίνεται.

Η ηγεσία του Κόμματος δεν κατάλαβε πως αν επιχειρούσε να απαντήσει στο ερώτημα «γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε την πρόταση μομφής» θα απαντούσε ταυτόχρονα και στο ερώτημα «ποια είναι τα καθήκοντα του Κόμματος αυτή τη στιγμή», γεγονός απαγορευτικό για γενικόλογες αναλύσεις και τοποθετήσεις.

Το πραγματικό γεγονός που αποκαλυπτόταν μπροστά στους εργαζόμενους και γενικότερα στον εργαζόμενο ελληνικό λαό με την κίνηση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ότι: Η αστική τάξη έχει οδηγήσει τη χώρα μας σε χρεοκοπία, ότι οι πολιτικοί της εκπρόσωποι αδυνατούν, ως αστικά κόμματα, να δώσουν διέξοδο στην κρίση και τη χρεοκοπία, ότι κρέμονται από τους δανειστές τους και τα αφεντικά τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πράγμα που έχει ενδυναμώσει την πολιτική και οικονομική εξάρτηση της χώρας μας, καταρρακώνοντας το κύρος της και εξαθλιώνοντας τους εργαζόμενους σε πρωτοφανή επίπεδα για τη νεότερη ιστορία της χώρας.

Αυτήν τη στιγμή ακριβώς,  μπροστά στα πραγματικά πολιτικά και οικονομικά αδιέξοδα της αστικής τάξης και των κομμάτων της, προσφέρεται ο ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτική διέξοδος της αστικής τάξης, δίνοντας διαπιστευτήρια,  προσπαθώντας το δικό του πολιτικό συμβιβασμό να το μετατρέψει σε κοινωνικό συμβιβασμό, συμπαρασύροντας μαζί του και τα μικροαστικά στρώματα που τον ακολουθούν καθώς και τμήματα της εργατικής τάξης που επηρεάζει για να στηρίξουν την αστική τάξη να ξεπεράσει τα πολιτικά αδιέξοδά της και την οικονομική κρίση. Τα θύματα να στηρίξουν και να διασώσουν τους θύτες. Και μάλιστα θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ και την «πίτα ολάκερη». Δεν θέλει συμμετοχή στην κυβέρνηση που θα προκύπτει από την παρούσα Βουλή.

Αυτή η πραγματική κατάσταση της αστικής τάξης και των κομμάτων της δεν καλύπτεται πολιτικά και οικονομικά από το δίλημμα «Ομπάμα – Μέρκελ». Το δίλημμα αυτό συγκαλύπτει το πραγματικό επίδικο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό ζήτημα, το οποίο στη μορφή που παρουσιάζεται με την περαιτέρω ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή ενός νέου δικομματισμού, είναι και αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η τακτική του Κόμματος έσπρωχνε και σπρώχνει το ΣΥΡΙΖΑ στην ενσωμάτωση.

Η ηγεσία του Κόμματος, θέλοντας να «καθαρίσει» πολιτικά την κατάσταση με το ΣΥΡΙΖΑ, δεν πήρε υπόψη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αντιπροσωπεύει μικροαστικά στρώματα και επομένως οι ταλαντεύσεις του (αποτέλεσμα των ταλαντεύσεων των μικροαστικών στρωμάτων) θα επηρεάζονταν από τη στάση της εργατικής τάξης απέναντι στα μικροαστικά στρώματα, δηλαδή της στάσης του ΚΚΕ απέναντι στα μικροαστικά στρώματα και κατ’ επέκταση απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτή η κατεύθυνση, από την πλευρά του Κόμματος, απέτυχε να βρεί πρακτικό  αντίκρισμα μέσα στην εργατική τάξη, που θα αναδείκνυε το ρόλο της, ως πρωτοπόρας τάξης και δύναμης στήριξης, απέναντι στα μικροαστικά στρώματα και που θα άμβλυνε τις ταλαντεύσεις τους στην προοπτική της συμμαχίας με την εργατική τάξη. 

Το σχήμα ΠΑΜΕ – ΠΑΣΕΒΕ – ΠΑΣΥ – ΟΓΕ – ΜΑΣ στην πράξη στάθηκε ανεπαρκές για να αναδείξει τη σχέση των τάξεων και των άλλων κοινωνικών στρωμάτων, να προωθήσει τις κοινωνικές συμμαχίες, να φέρει τα αντίστοιχα αποτελέσματα στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης, την οποία για άλλη μια φορά επικαλέστηκε η Αλέκα Παπαρήγα στις παρεμβάσεις της στη Βουλή.  

Το γεγονός αυτό οφείλεται στη στάση που κρατάει το Κόμμα μέσα στο εργατικό κίνημα, που βέβαια την έχει γενικεύσει παντού, και στην έλλειψη μιας πρότασης διεξόδου από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία με κατεύθυνση το σοσιαλισμό, που θα βάθυνε τη συμμαχία εργατικής τάξης και μικροαστικών στρωμάτων.

Την ίδια στιγμή η Αλέκα Παπαρήγα ξεκαθάριζε άλλο ένα ζήτημα σημαντικής σημασίας για τη στάση του Κόμματος σε σχέση με τη διέξοδο της χώρας από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία: «Βεβαίως, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας και ο λαός πρέπει να παλέψουν για την εξουσία. Δεν είναι καθόλου ωραίο να είσαι στην αντιπολίτευση, αλλά όσο ο λαός είναι στην αντιπολίτευση, θα είμαστε κι εμείς. Όταν ο λαός αποφασίσει να βγει στην εξουσία, τις όποιες ευθύνες -δύσκολες ευθύνες- της διακυβέρνησης δεν έχουμε κανένα πρόβλημα να τις αναλάβουμε, όχι με την έννοια “κυβέρνηση ΚΚΕ και συμμάχων”, αλλά “κυβέρνηση της εργατικής τάξης και των συμμάχων της”».

Θα αποφύγουμε να σχολιάσουμε αρκετά και σημαντικά ιδεολογικοπολιτικά ζητήματα, που προκύπτουν από το παραπάνω απόσπασμα και θα σταθούμε σε δύο μόνο απ’ αυτά, διευκρινίζοντας ότι δεν μιλάμε για την ορθότητα της πολιτικής του Κόμματος που προβάλλει (σε αυτό το ζήτημα η «Νέα Σπορά» έχει τοποθετηθεί κατ’ επανάληψη) αλλά για τις αντιφάσεις που η ίδια η πολιτική του Κόμματος δημιουργεί. Διευκρινίζουμε δε, παραπέρα, ότι ο τρόπος έκφρασης και διατύπωσης του πολιτικού λόγου έχει για μας μεγάλη σημασία και δεν μπορεί να αποτελεί πολιτικό άλλοθι για τη διατύπωση συγκεκριμένων θέσεων.

• Είναι, πλέον, καιρός να πούμε, ανοιχτά και ξεκάθαρα, ότι αυτή η τοποθέτηση ως προς το ζήτημα της εξουσίας ΔΕΝ ΛΕΕΙ ΤΙΠΟΤΑ από την άποψη του Μαρξισμού – Λενινισμού. Ίσως να υπονοεί κάτι και ίσως κρύβει πολλά περισσότερα.  

Το πρώτο φανερό συμπέρασμα, που βγαίνει, είναι ότι μέχρις ότου «ο λαός αποφασίσει να βγει στην εξουσία» το ΚΚΕ θα είναι στην αντιπολίτευση. Αλλά τι ακριβώς σημαίνει αυτή η φράση;

Σήμερα ο «λαός αποφασίζει» και βγάζει την αστική τάξη στην εξουσία και στην κυβέρνηση τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ; Αύριο ή μεθαύριο «ο λαός θα αποφασίσει» να βγει «ο ίδιος στην εξουσία» και το ΚΚΕ στην κυβέρνηση; Αυτή είναι η αντίληψη του ΚΚΕ για την κατάκτηση της εξουσίας;

Αυτή είναι μια απλοποίηση που κρύβει τις πραγματικές σχέσεις μέσα στο λαό και, κατά συνέπεια, το πρώτο πράγμα που δεν ξεκαθαρίζει η επίκληση της έννοιας του «λαού» είναι η σχέση των τάξεων μέσα στον ίδιο το λαό. Και το ζήτημα της εξουσίας είναι ζήτημα που αφορά τις τάξεις και τις συμμαχίες τους, γιατί την ίδια στιγμή  η Αλέκα Παπαρήγα έκφραζε την εκτίμηση ότι «… η ΝΔ παλεύει ταξικά και οι σύμμαχοί της, αστικά κόμματα, παλεύουν ταξικά».

Μα αυτό ακριβώς το ζήτημα «παίχτηκε» στη συζήτηση με αφορμή την πρόταση μομφής του ΣΥΡΙΖΑ. «Το ταξικό». Και από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, που πρόσφερε τις υπηρεσίες του στην αστική τάξη της χώρας, «κουβαλώντας» μαζί του και θυσιάζοντας τα μικροαστικά στρώματα και τα τμήματα της εργατικής τάξης που επηρεάζει, και από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, που προσπάθησαν να καρπωθούν για λογαριασμό τους την «προσφορά» του ΣΥΡΙΖΑ.     

Από τη μια, λοιπόν, η θέση που λέει ότι: «όσο ο λαός είναι στην αντιπολίτευση, θα είμαστε κι εμείς», που προσδιορίζει μια πολύ συγκεκριμένη κοινοβουλευτική αντίληψη για τον «πλατύ κόσμο» για τη διακυβέρνηση και ταυτόχρονα μια πολύ αφηρημένη αντίληψη για τις πραγματικές εξελίξεις.

Από την άλλη η θέση:  «κοιτάξτε, δεν βρισκόμαστε στη φάση αυτή του καπιταλιστικού συστήματος, όπου η κερδοφορία μεγάλωνε και μπορούσε να κάνει και ορισμένες αυξήσεις μισθών, προσωρινές, για πέντε ή δέκα χρόνια. Τώρα αυτά έχουν τελειώσει».

Οι δύο αυτές θέσεις οδηγούν τους εργαζόμενους μπροστά σε ένα αδιέξοδο, γιατί δεν βλέπουν λύση ούτε από το ΚΚΕ, μια και θα είναι στην αντιπολίτευση ούτε από την ίδια την κατάσταση, μια και δεν προσφέρεται από την ίδια της τη φύση.

Με την έννοια αυτή, οι εργαζόμενοι «παίζονται μπαλάκι» ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και το ΣΥΡΙΖΑ στη βάση της ελάχιστης προσδοκίας να περισώσουν κάτι από αυτά που οπωσδήποτε θα χάσουν, που όσο χειροτερεύει η κατάσταση τόσο μειώνεται και η προσδοκία.

Την εικόνα αυτή έρχεται να τη συμπληρώσει μια τρίτη θέση που λέει: «Εμείς λέμε ότι αν ο λαός δεν πιστέψει στη δύναμή του και στην ικανότητά του να νικήσει σε μια πορεία -δεν μιλάμε αύριο το πρωί- τα πράγματα θα είναι σκούρα για το λαό».

Κατά προέκταση μια και το ΚΚΕ δεν «μιλάει για αύριο το πρωί αλλά σε μια πορεία» έρχεται και «από πάνω» να επιβεβαιώσει ότι «τα πράγματα θα είναι σκούρα», αλλά, ταυτόχρονα, να παραπέμψει το ίδιο την ανάληψη των ευθυνών που θέλει να αναλάβει (στο βαθμό που γίνεται πιστευτό με τον τρόπο που τοποθετεί αυτό το ζήτημα) στο απροσδιόριστο μέλλον, μέχρις ότου «ο λαός αποφασίσει να βγει στην εξουσία», οπότε «τις όποιες ευθύνες -δύσκολες ευθύνες- της διακυβέρνησης δεν έχουμε κανένα πρόβλημα να τις αναλάβουμε».

• Το δεύτερο ζήτημα που θέλουμε να θέσουμε αφορά τη σχέση του ΚΚΕ με το λαό και την εργατική τάξη. Ακόμα και εάν εκλάβουμε τη γενική αναφορά στην έννοια του λαού ως μια τρέχουσα και συνηθισμένη αναφορά, που, όμως, επικεντρώνει ουσιαστικά στην εργατική τάξη, το καθοριστικό είναι ότι έχουμε την αντιστροφή των ρόλων του Κόμματος με την εργατική τάξη.

Το «όταν αποφασίσει ο λαός να βγει στην εξουσία» μετατρέπεται στο «όταν αποφασίσει η εργατική τάξη να βγεί στην εξουσία». Με δυο λόγια αυτή είναι μια βολονταριστική αντίληψη, που αποδίδει στη «θέληση» της εργατικής τάξης το ζήτημα της κατάκτησης της εξουσίας.

Τότε, ποιος είναι ο ρόλος του Κόμματος ως συνειδητής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης; Δεν αλλοιώνεται, με αυτόν τον τρόπο, το καθήκον του Κόμματος να καθοδηγήσει την εργατική τάξη και να την οδηγήσει στην κατάκτηση της εξουσίας;

Στην πραγματικότητα μια τέτοια τοποθέτηση αντιστρέφει τους όρους της διεξαγωγής της πολιτικής πάλης, κατ’ επέκταση και τους όρους της διεξαγωγής της ταξικής πάλης, καταδικάζει την εργατική τάξη στην αναμονή, την εκθέτει σε κινδύνους να παρασύρεται από άλλες πολιτικές δυνάμεις, καταδικάζει το Κόμμα σε ρόλο παρατηρητή και, τέλος, έτσι εξηγείται και η τόσο συχνή αναφορά στην απροσδιόριστη, από άποψη πολιτικής ουσίας, επίκληση «να αναλάβει τις ευθύνες του ο λαός».

Οπότε …μέχρι να αναλάβει τις ευθύνες του ο λαός και ιδιαίτερα η εργατική τάξη …μέχρι να βγουν ο λαός και η εργατική τάξη στην εξουσία …το ΚΚΕ θα είναι απόλυτα “δικαιολογημένο” να βρίσκεται …στην αντιπολίτευση.

Στην πραγματικότητα αυτό που δεν ομολογείται μέσα από αυτήν την επιχειρηματολογία είναι ότι η ηγεσία του Κόμματος αρνείται να καταθέσει μια πρόταση διεξόδου από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, που θα του παρέχει το πλεονέκτημα να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων, να κινητοποιήσει την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα, πάνω στο έδαφος των άμεσων και καυτών προβλημάτων που αντιμετωπίζει, επιχειρώντας, ταυτόχρονα, να επιλύσει το πρόβλημα της εξουσίας στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού.

Είναι «λογικό» λοιπόν η στάση αυτή να δημιουργεί αναστολές και απορίες στους εργαζόμενους, να κατασταλάζουν στη συνείδησή τους απόψεις ότι το ΚΚΕ δεν θέλει να κυβερνήσει, έστω και εάν δεν έχουν πλήρως ξεκαθαρίσει στο μυαλό τους το τι σημαίνει ακριβώς η ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών από την πλευρά του ΚΚΕ, να εκλαμβάνουν την αντιπαράθεση του ΚΚΕ με το ΣΥΡΙΖΑ ως μια υπόθεση εμπάθειας του ΚΚΕ σε σχέση με το ΣΥΡΙΖΑ, που τον κάνει σ’ αυτούς ακόμη πιο συμπαθητικό, ακριβώς το αντίθετο απ’ αυτό που επιδιώκει η ηγεσία του Κόμματος. Και με την έννοια αυτή η στάση του Κόμματος να έχει και τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα απ’ αυτά που επιδιώκει για το ίδιο. 

COMMENTS