ΣΥΡΙΖΑ – Νέα Δημοκρατία: «Η μπάλα στην …εξέδρα»;

Αναρωτιούνταν πολλοί πολιτικοί σχολιαστές, που καλύπτουν το κυβερνητικό ρεπορτάζ: Γιατί, άραγε, ο Αλέξης Τσίπρας, μόλις γύρισε από το Τέξας κατέθεσε την πρόταση μομφής; Δεν κατάλαβε ότι με αυτόν τον τρόπο θα συσπειρώσει τους βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας και η κυβέρνηση θα αξιοποιήσει πολιτικά την καταψήφιση της πρότασης;

Κατά τη γνώμη μας η κίνηση της κατάθεσης πρότασης δυσπιστίας από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αναμενόμενη. Δεν ήταν μόνο ότι μια τέτοια πρόταση την είχε στο συρτάρι από καιρό. Συνέτειναν πολλοί παράγοντες, για τους οποίους η «Νέα Σπορά» έχει κάνει λόγο κατ’ επανάληψη και που επαληθεύουν και επικαιροποιούν τις εκτιμήσεις της, που «υποχρέωσαν» το ΣΥΡΙΖΑ να καταθέσει την πρόταση δυσπιστίας. Ας τους απαριθμήσουμε…

Κατ’ αρχάς ήταν το γενικότερο κλίμα που έχει διαμορφωθεί στο εσωτερικό της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι αντιθέσεις έχουν οξυνθεί πάρα πολύ, εξ αιτίας της στάσης της Γερμανίας, γεγονός που επαναφέρει στην επιφάνεια σενάρια για τον επαναπροσδιορισμό της ευρωζώνης, που σ’ αυτήν, πολύ πιθανό, να μην συμμετέχουν οι πιο αδύνατες χώρες, όπως είναι η Ελλάδα και η Πορτογαλία.

Κατά δεύτερο, ταυτόχρονα, στο πλαίσιο της όξυνσης των αντιθέσεων μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης γίνεται λόγος για ευρώ των χωρών του Νότου, και τούτο γιατί η πολιτική και κυρίως οικονομική στρατηγική της Γερμανίας έχει δημιουργήσει τεράστια οικονομικά προβλήματα σε χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία ακόμη και η Γαλλία, που δεν βλέπουν να μπορούν να ανακάμψουν.

Κατά τρίτο, ενώ στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης ακολουθείται μια οικονομική πολιτική, που φανερά απ’ αυτήν βγαίνει ωφελημένη η Γερμανία, όπου τα εμπορικά της πλεονάσματα σπάνε συνέχεια ρεκόρ, από την άλλη για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν δημιουργεί τους όρους οικονομικής ανάκαμψης, ούτε, παράλληλα, δίνει τη δυνατότητα να ξεπεραστεί το μεγάλο πρόβλημα του δημόσιου χρέους, το οποίο ακολουθεί αυξητική τάση.

Την ίδια στιγμή, κατά τέταρτο, βλέπουμε να υπάρχει αρθρογραφία, η οποία κατά κύριο λόγο εκφράζει την αμερικανική πλευρά, που εγκαλεί τη στάση της Γερμανίας για την οικονομική της πολιτική, που την ισχυροποιεί μεν αλλά δημιουργεί προβλήματα στην ίδια την εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γεγονός που οι αμερικανοί το θεωρούν αποσταθεροποιητικό παράγοντα για την παγκόσμια οικονομία και κυρίως για τη σχέση ευρώ δολαρίου.

Ως συνέχεια των εγκλήσεων από την πλευρά των ΗΠΑ υπάρχει η άμεση απάντηση από την πλευρά της Γερμανίας, που δόθηκε πολύ πρόσφατα, «ας κοιτάξουν να αντιμετωπίσουν το δικό τους χρέος», και που πολλοί πολιτικοί παρατηρητές το αντιμετώπισαν στο πλαίσιο εκτιμήσεων ότι η Γερμανία αντιμετωπίζει, πλέον, τις ΗΠΑ «με θράσος».

Στο ίδιο πλαίσιο πρέπει κανείς να αντιμετωπίσει και τη «διαφορά» εκτιμήσεων που υπάρχει μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και ΔΝΤ για την οικονομική πολιτική της Γερμανίας και ιδιαίτερα απέναντι στη χώρα μας, όπου το ΔΝΤ επιμένει στην εκτίμησή του ότι το δημόσιο χρέος της Ελλάδας δεν είναι βιώσιμο (και αυτό είναι σωστό) και ότι απαιτείται ένα νέο κούρεμα, θέση την οποία τη συμμερίζεται και ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος της δίνει μια άλλη διάσταση, που αφορά μια άλλη οικονομική πολιτική συνολικά για την Ευρωπαϊκή Ένωση και που απαιτεί μια γενικότερη ρύθμιση, γεγονός που του δίνει τη δυνατότητα να προβάλλεται ως πολιτική δύναμη που θέλει να διασώσει το «Ευρωπαϊκό όραμα» πάνω σε άλλη κατεύθυνση, υποτίθεται φιλολαϊκή.   

Δεν μπορεί, επίσης, να περάσει απαρατήρητο το γεγονός, ότι οι αντιθέσεις που εκφράζονται μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και ΔΝΤ (κατά βάση με τη Γερμανία) έχουν οδηγήσει τις σχέσεις τους σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να διατυπώνεται η άποψη ότι το ΔΝΤ να θέλει να αποχωρήσει από το νέο πρόγραμμα, που αφορά στη χώρα μας, αλλά, και κυρίως, αυτήν την αποχώρηση να την έχει δρομολογήσει και η ίδια η Γερμανία, που θέλει να απαλλαγεί από την «ευρωπαϊκή» του παρουσία.

Πίσω από όλα αυτά, βέβαια, κρύβεται η γενικότερη στρατηγική της Γερμανίας, ως παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής δύναμης, απέναντι στις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, και κυρίως κρύβεται ο ρόλος που επιφυλάσσει για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, μια Ένωση στην οποία θα κυριαρχεί πλήρως, έχοντας δημιουργήσει μια δική της «ζώνη επιρροής».

Ακόμη και στην περίπτωση, που δεν «βγει» αυτός ο σχεδιασμός της Γερμανίας, ως έχουν τα πράγματα, η Γερμανία είναι έτοιμη να αλλάξει την κατάσταση μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με πρώτο βήμα τη διαφοροποίηση της σύνθεσης της ευρωζώνης, όπου θα υποχρεωθούν (υποτίθεται εθελοντικά) ορισμένες χώρες να την εγκαταλείψουν, αλλά είναι έτοιμη να αλλάξει και τις υπάρχουσες Συνθήκες.

Όλο το παραπάνω κλίμα που επικρατεί, δεν είναι χωρίς σημασία να σταθούμε και στο πρόσφατο θέμα που ενέσκηψε, αυτό των παρακολουθήσεων εκ μέρους των αμερικανών, θέμα το οποίο είναι ευρέως γνωστό στους πάντες και προπαντός στους ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι γίνεται της “άλληλο …παρακολουθήσεως”, θέμα που προσέδωσε μια νέα όξυνση στις αντιθέσεις και που ειδικά η Άγκελα Μέρκελ προσπάθησε να το ξεπεράσει με την καλλιέργεια ενός «γερμανικού πατριωτισμού».

Μέσα σ’ αυτό το πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον, με τη Γερμανία υπό αναμονή σχηματισμού νέας κυβέρνησης και των συναντήσεων μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών σε εξέλιξη, συναντήσεις που παίρνουν υπόψη τη συνολική στρατηγική της Γερμανίας και αναζητούν άλλοθι για τους Σοσιαλδημοκράτες σε επιμέρους θέματα, για να δικαιολογήσουν τη συμμετοχή τους, επιστρέφει ο Αλέξης Τσίπρας από το Τέξας.

Σ’ αυτό το ταξίδι του, με μεγαλύτερη σαφήνεια από ποτέ, ξεκαθαρίζει ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να αποχωρήσει από την ευρωζώνη (η λέξη «εθελοντικά», που χρησιμοποιήθηκε στην ελληνική μετάφραση δεν υπάρχει στο πρωτότυπο κείμενο της ομιλίας), αλλά όχι μόνο αυτό, ξεκαθαρίζει, παράλληλα, ότι η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ αποσκοπεί και στη διάσωση της Ενωμένης Ευρώπης. Παρουσιάζεται, όσο ποτέ, πολιτικά  …οραματικός. 

Αυτές οι δύο διαστάσεις που έβαλε ο Αλέξης Τσίπρας επί αμερικανικού εδάφους έχουν μια ιδιαίτερη σημασία όχι γιατί είπε κάτι το καινούργιο, Ο Αλέξης Τσίπρας κινήθηκε στο πλαίσιο των αποφάσεων του πρόσφατου συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ, επομένως δεν μπορεί να αισθάνεται κανείς έκπληξη για όσα είπε, όπως επίσης κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει ότι άλλαξε κάτι στην πολιτική του γραμμή.

Η έμφαση και η ιδιαιτερότητα αφορούν στο εσωτερικό πολιτικό τοπίο, το οποίο, βέβαια, είναι άμεσα συναρτημένο από τις εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, προκειμένου να εξασφαλίσει μια ρύθμιση του προβλήματος του δημόσιου χρέους και τη μελλοντική της πορεία, το πώς αντανακλώνται αυτές στη χώρα μας.

Αυτό που διαπιστώνεται είναι ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι δεν βιάζονται για να καταλήξουν σε μια λύση του ελληνικού προβλήματος. Και, όπως έχει τονίσει η «Νέα Σπορά», αυτή είναι πρωτοβουλία των εταίρων και όχι προϊόν της «σκληρής διαπραγμάτευσης», την οποία επικαλείται η κυβέρνηση. Το επιχείρημα αυτό της κυβέρνησης αποτελεί μια προπαγανδιστική υπεκφυγή.

Η πραγματικότητα είναι ότι το όλο πολιτικό σκηνικό, όπως εξελίσσεται, δημιουργεί ένα πολιτικό κενό για το ΣΥΡΙΖΑ και μια προϊούσα φθορά για την κυβέρνηση. Πρέπει να σκεφτεί κανείς ότι η κυβέρνηση θα είναι υποχρεωμένη να υλοποιήσει, πέρα από τα «παλιά ψηφισμένα» μέτρα, που θα έχουν ένα νέο κόστος για τα εισοδήματα των εργαζομένων και για τις συντάξεις, και νέα μέτρα, τα οποία της τα υπενθύμισε …ο Πολ Τόμσεν. Η κατάσταση αυτή σαφώς επηρεάζει την κυβέρνηση στην προοπτική των εκλογικών αναμετρήσεων, που έρχονται, με δεδομένη την κατάσταση διάλυσης που επικρατεί στο ΠΑΣΟΚ.

Από την άλλη μεριά ο ΣΥΡΙΖΑ πραγματικά απέτυχε να δημιουργήσει ένα λαϊκό ξεσήκωμα, κάτι από το οποίο δεν παραιτείται, που θα εκμεταλλευόταν την κυβερνητική αστάθεια, σε μια τακτική αντιγραφής και επανάληψης της τακτικής, που κράτησε το ΠΑΣΟΚ στις αρχές της δεκαετίας του ’80 απέναντι στην τότε Νέα Δημοκρατία.

Η επιλογή, λοιπόν, της πρότασης δυσπιστίας ήρθε σχεδόν …από μόνη της. Δεν υπήρχε άλλη λύση για το ΣΥΡΙΖΑ εάν ήθελε να αποφύγει ένα πραγματικό κενό που δημιουργούνταν γι’ αυτόν και το οποίο θα προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί η κυβέρνηση μέσα από την κυβερνητική προπαγάνδα (ήδη είχε αρχίσει να το κάνει), ότι ξεπέρασε την πολιτική πίεση, που του εξασκούσε ο ΣΥΡΙΖΑ και που έδινε πολιτικές ανάσες στον κυβερνητικό παλαιοδικομματισμό.

Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να επιβάλει το δικό του βηματισμό στην πορεία ανάληψης της διακυβέρνησης από τον ίδιο, μια και δεν μπόρεσε να υλοποιήσει το άμεσο αίτημά του για προσφυγή στις κάλπες. Σ’ αυτό το αίτημα του ΣΥΡΙΖΑ η απάντηση της κυβέρνησης είναι ότι οι εκλογές θα γίνουν κανονικά το 2016, με την εξάντληση της τετραετίας, κάτι που δεν μπορεί να γίνει πιστευτό, γιατί φανερά η κυβέρνηση αναζητεί τις πιο ευνοϊκές συνθήκες γι’ αυτήν για να πραγματοποιήσει εκλογές.

Στην προσπάθειά του αυτή ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάστηκε όσο ποτέ αντιμνημονιακός, απόδειξη και επικύρωση των εκτιμήσεων της «Νέας Σποράς» ότι το δίλημμα μνημόνιο – αντιμνημόνιο δεν θα αποσυρθεί από την πολιτική σκηνή, ούτε έχει ξεθωριάσει, κατά τις εκτιμήσεις του Κόμματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι υποχρεωμένος να παρουσιάζεται με αυτό το προφίλ. Με το ίδιο δίλημμα παρουσιάστηκε και το κόμμα των Ανεξάρτητων Ελλήνων.

Ταυτόχρονα, βέβαια, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να κατασταλάξει στη συνείδηση του ελληνικού λαού ότι το πολιτικό παιχνίδι παίζεται ανάμεσα σ’ αυτόν και τη Νέα Δημοκρατία, βγάζοντας από τη μέση το φθίνον ΠΑΣΟΚ. Και μάλιστα έδωσε έμφαση στο δίλημμα Σαμαράς – Τσίπρας, χρησιμοποιώντας και το ανάλογο πολιτικό λεξιλόγιο, σε μια παράλληλη προσπάθεια να φιλοτεχνηθεί το προφίλ Τσίπρα, ως του μελλοντικού πρωθυπουργού και του μόνου πολιτικού σχηματισμού, που μπορεί να αντιμετωπίσει τον κατήφορο που έχει πάρει η χώρα μας.

Παράλληλα, όμως, πέρα από την ομιλία Τσίπρα και την προσπάθεια που έκανε, καταγράφηκε και μια άλλη …φωνή, από το ίδιο κόμμα, που δεν ήταν άλλη από τη φωνή του «πραγματιστή» Γιάννη Δραγασάκη.

Στην πραγματικότητα ο Γιάννης Δραγασάκης περιέγραψε την οικονομική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, μια πολιτική του «μικρού καλαθιού», μια οικονομική πολιτική που έχει καταγραφεί στην αστική πολιτική οικονομία ως οικονομική πολιτική σταθεροποίησης και για την οποία κατ’ επανάληψη έχει κάνει λόγο ο Γιώργος Σταθάκης, και που στην πραγματικότητα είναι η οικονομική πολιτική, που ακολουθεί πάντα η αστική τάξη, ιδιαίτερα, όταν βρίσκεται αντιμέτωπη με την οικονομική κρίση.

Ουσιαστικά ο Γιάννης Δραγασάκης απευθυνόταν στην αστική τάξη της χώρας, που και αυτή βρίσκεται σε δύσκολη θέση, γιατί η οικονομική ανάκαμψη δεν έρχεται, ούτε το γενικότερο οικονομικό περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης βοηθάει για να έρθει, και της έλεγε πως ο μόνος πολιτικός σχηματισμός, που μπορεί να αναλάβει να βγάλει από την οικονομική κρίση τη χώρα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που το έλεγε μέσα από την αντιμνημονιακή του ρητορεία και ο Αλέξης Τσίπρας με διαφορετικά, όμως, λόγια.

Οι κατανεμημένοι ρόλοι μεταξύ Δραγασάκη και Τσίπρα δεν είναι ένα τυχαίο γεγονός. Δείχνει, στην πραγματικότητα, την τακτική του ΣΥΡΙΖΑ, που είναι υποχρεωμένος να σχοινοβατεί, και αντικατοπτρίζει μια πραγματική κοινωνική κατάσταση.

Από τη μια μεριά μια αστική τάξη, που διαβλέπει ότι το πολιτικό της σύστημα εξαντλείται, χωρίς να έχει άμεσες και έτοιμες λύσεις αντικατάστασής του, που αρχίζει να αντιμετωπίζει το ΣΥΡΙΖΑ με διαφορετικό τρόπο, στην προοπτική της πλήρους ενσωμάτωσής του, και που ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ προσφέρεται για εναλλακτική λύση, από την άλλη μεριά οι κοινωνικές δυνάμεις στις οποίες στηρίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ, τα μικροαστικά στρώματα, κυρίως τα μεσαία και κατώτερα αλλά και εκτεταμένα τμήματα της εργατικής τάξης, που δείχνουν να εμπιστεύονται ακόμη το ΣΥΡΙΖΑ.

Από τη μια μεριά, λοιπόν, ο Δραγασάκης να «προσφέρει» μια λύση για την αστική τάξη, από την άλλη μεριά ο Τσίπρας να επιχειρεί να διατηρήσει τους δεσμούς με τις κοινωνικές δυνάμεις, που στηρίζουν το ΣΥΡΙΖΑ και που του είναι τελείως απαραίτητες για να διεκδικήσει τη διακυβέρνηση της χώρας. Εξ ου και η «παράταιρη» για ορισμένους ένταση και έμφαση στην αντιμνημονιακή ρητορεία.

Ο Αντώνης Σαμαράς δεν άφησε την ευκαιρία να «πάει χαμένη», ομολογημένη και από τον Αλέξη Τσίπρα από το βήμα της Βουλής («σας δίνω μια ευκαιρία να απαντήσετε κ. Σαμαρά»), που προσπάθησε να περιγράψει τις «γνωστές» και «αυτοματοποιημένα» μονότονες και επαναλαμβανόμενες, με τη βοήθεια της «δημιουργικής λογιστικής», οικονομετρικές «επιτυχίες» του.

Παρά το γεγονός ότι δεν έπαψε να τονίζει στην ομιλία του ότι νέα μέτρα δεν πρόκειται να υπάρξουν, όμως, επί της ουσίας, δε μπόρεσε να πείσει ότι τελικά δε θα υπάρξουν τέτοια. Εκεί, που έδωσε ιδιαίτερη έμφαση, ήταν στην άποψη, που κατέθεσε, ότι η πρόταση δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ ήταν προϊόν της εσωτερικής κατάστασης του ΣΥΡΙΖΑ και των αντιθέσεων, που υπάρχουν σ’ αυτόν.

Η αναφορά του Αντώνη Σαμαρά στις αντιθέσεις του ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια στοχευμένη ενέργεια από την πλευρά του, που δεν αφορούσε τον …Παναγιώτη Λαφαζάνη, αλλά αποσκοπούσε στην απεύθυνση του Αντώνη Σαμαρά στα κοινωνικά στρώματα, που στηρίζουν το ΣΥΡΙΖΑ και διαθέτουν ριζοσπαστική στάση απέναντι στην πολιτική του. Προσπάθησε να βγάλει αναξιόπιστο τον Αλέξη Τσίπρα με το ζήτημα της ευρωζώνης και ταυτόχρονα να κερδίσει πόντους στο δίπολο Σαμαράς – Τσίπρας.

Πάντως, ακόμη και εάν ισχυριστεί κανείς ότι σ’ αυτήν τη «μονομαχία» ο Αντώνης Σαμαράς κέρδισε πραγματικά πόντους, εκείνο πρέπει να τονιστεί ότι τα δύσκολα είναι μπροστά για τον Αντώνη Σαμαρά. Σε ό, τι ελπίζει, δηλαδή, ο Αλέξης Τσίπρας.

Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία να τονιστεί είναι ότι, παράλληλα με την προσπάθεια απομείωσης του κύρους του Αλέξη Τσίπρα, ο Αντώνης Σαμαράς του απηύθυνε και μια «πρόσκληση». Από πρώτη άποψη όχι και πολύ συγκεκριμένη για τους μη μυημένους να διαβάζουν πίσω από τα λόγια, αλλά πάντως πρόσκληση.

Ήταν όταν ο Αντώνης Σαμαράς «εξηγούσε» στον Αλέξη Τσίπρα τους λόγους που δεν εμφανίζεται στη Βουλή και ενοχοποιούσε το ΣΥΡΙΖΑ για την αντικοινοβουλευτική του συμπεριφορά, γεγονός, που παρέπεμπε στην προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ για την ανατροπή της κυβέρνησης από τους αγώνες των εργαζομένων, που θα αναπτυχθούν «στους δρόμους», και στην αντίστοιχη υποβάθμιση του κοινοβουλίου.

Ήταν μια σαφής, έστω δια της τεθλασμένης, υπόμνηση στο ΣΥΡΙΖΑ να εγκαταλείψει την τακτική που ακολουθεί, παράλληλα με το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί, και, τότε, ο ίδιος ο Αντώνης Σαμαράς και η κυβέρνησή του (!) θα επανέλθουν στα έδρανα της Βουλής (πρωτοφανής εξήγηση του πρωθυπουργού για την απουσία του από τη Βουλή, το «Ναό της Δημοκρατίας»).

Κατά τη γνώμη μας ήταν σα να έλεγε στον Αλέξη Τσίπρα «”κάντο” και τότε “θα τα βρούμε”». Σαφές προσκλητήριο της αστικής τάξης για τη διάσωση του αστικού πολιτικού συστήματος δια στόματος του ίδιου του πρωθυπουργού.

Έχει, όμως, σημασία να σταθούμε και σε ορισμένες άλλες «παρενέργειες», που δεν πρέπει να τις υποτιμήσουμε για να έχουμε μπροστά μας το συνολικό πολιτικό τοπίο έτσι όπως καταγράφεται και εξελίσσεται σήμερα, ελλείψει, μάλιστα, κατατεθειμένης και συγκεκριμένης πολιτικής πρότασης διεξόδου από την κρίση και τη χρεοκοπία της χώρας μας.

Πρώτα – πρώτα οφείλουμε να σχολιάσουμε τη στάση της επίσημης ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος προσπάθησε να παίξει το ρόλο του πρωταγωνιστή στην προσπάθεια διάσωσης της χώρας από τη χρεοκοπία και να παρουσιάσει τη Νέα Δημοκρατία ότι ήταν αυτή που τραβήχτηκε στην πολιτική του ΠΑΣΟΚ. Είναι φανερό ότι η προσπάθεια αυτή του Ευάγγελου Βενιζέλου αποσκοπούσε στο να τονίσει ότι το ΠΑΣΟΚ «είναι εδώ».

Εκεί, όμως, που ο Ευάγγελος Βενιζέλος έδωσε «τα ρέστα του» ήταν όταν παρεμβλήθηκε ανάμεσα στην ομιλία του Αλέξη Τσίπρα και την ομιλία του Αντώνη Σαμαρά. Δεν ήταν μόνο η κίνηση που έκανε και που σαφώς είχε τη σημασία να «σπάσει» το δίδυμο Αντώνη Σαμαρά και Αλέξη Τσίπρα. Ήταν και ο τόνος που χρησιμοποίησε και η πρόσκληση – πρόκληση για πολιτική και προσωπική μονομαχία με τον Αλέξη Τσίπρα.

Ουσιαστικά με αυτήν την παρεμβολή ο Ευάγγελος Βενιζέλος προσπαθεί να παρουσιάσει τόσο τον ίδιο όσο και το ΠΑΣΟΚ ότι εξακολουθεί να παίζει ενεργό ρόλο στη πολιτική ζωή της χώρας, να διασκεδάσει τις διάχυτες εντυπώσεις για την πορεία του ΠΑΣΟΚ, που το φέρνουν ακόμη και να φτάνει σε πλήρη διάλυση.

Γιατί ο Ευάγγελος Βενιζέλος δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο την περίπτωση της αποσκίρτησης της κ. Θεοδώρας Τζάκρη, που ορισμένοι σχολιαστές τη φέρουν να έχει πάρει το δρόμο προς το ΣΥΡΙΖΑ, αλλά είχε και τις περιπτώσεις άλλων βουλευτών, που έδωσαν «ψήφο επώδυνης ανοχής» προς την κυβέρνηση. Και αυτή η εικόνα «μπαλωνόταν» μόνο με μια επίθεση «διμέτωπη», που θα απευθυνόταν μεν στο ΣΥΡΙΖΑ αλλά «θα τα άκουγε» και η Νέα Δημοκρατία. Το μέλλον θα δείξει και για τον Ευάγγελο Βενιζέλο και για την τύχη του ΠΑΣΟΚ.

Το δεύτερο ζήτημα που θέλουμε να σταθούμε είναι η στάση της «Αριστερής Πλατφόρμας» του ΣΥΡΙΖΑ με βασικό εκπρόσωπο τον Παναγιώτη Λαφαζάνη. Είναι απολύτως καθαρό ότι οι τόνοι της πλατφόρμας στα όσα είπε στο Τέξας ο Αλέξης Τσίπρας έπεσαν κατακόρυφα. Ο ίδιος μάλιστα ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, σε συνέντευξη στο «Βήμα FM» αναγνώρισε ότι ο Αλέξης Τσίπρας, στο Τέξας, δεν είπε τίποτα καινούργιο και ότι «υποστήριξε τη γραμμή του Κόμματος», υπενθυμίζοντας, βέβαια, ότι υπάρχουν και οι διαφωνούντες με αυτήν τη γραμμή.

Το γεγονός των χαμηλών τόνων της «Αριστερής Πλατφόρμας» του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει ότι μπροστά σε μια πρωτοβουλία του Αλέξη Τσίπρα, ή της πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ, που αποσκοπεί να προβάλει το ΣΥΡΙΖΑ, ως την εναλλακτική λύση στο πολιτικό πρόβλημα της χώρας μας, που, όμως, υποδηλώνει, ταυτόχρονα, ένα παραπέρα βήμα του ΣΥΡΙΖΑ προς την ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ στο αστικό πολιτικό σύστημα αυτή απλώς χαμήλωσε τους τόνους! Είναι και αυτό το γεγονός μια ένδειξη του αδιέξοδης πορείας της συγκεκριμένης πλατφόρμας, στο πλαίσιο των αδιεξόδων που αντιμετωπίζει η χώρα μας.

Κατά τη γνώμη μας η συζήτηση που έγινε στη Βουλή με αφορμή την πρόταση που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ κατέγραψε την τακτική που θα ακολουθήσει ο ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι να πετύχει τους εκλογικούς του στόχους, γνωρίζοντας την τύχη της πρότασης δυσπιστίας που κατέθεσε, αλλά και υπενθυμίζοντας στον Αντώνη Σαμαρά ότι δεν τον αφορούν σενάρια για κυβέρνηση που θα προκύψει από τη σημερινή Βουλή. Γεγονός που σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικεί το δικό του ρόλο μέσα στο αστικό πολιτικό σύστημα.

Από την άλλη εμφανίστηκε μια εικόνα του σημερινού πολιτικού σκηνικού, που διακρίνεται από την αστάθεια του αστικού πολιτικού συστήματος, από την κρίση του, και σ’ αυτό το πλαίσιο αναδείχτηκε και μια εικόνα του αστικού κοινοβουλίου σε προϊούσα αποσύνθεση, με πολιτικές δυνάμεις να αγωνιούν για το μέλλον τους και να αναζητούν διέξοδο, που θα καθοριστεί από τη στάση εξωτερικών παραγόντων και κυρίως από τη στάση των αφεντικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της επίλυσης των αντιθέσεων των κυρίαρχων δυνάμεων ή της ισορροπίας μεταξύ τους, σε συνάρτηση των υπερατλαντικών ανταγωνιστών τους. Αυτό το γεγονός θα κρίνει και την τύχη της κυβέρνησης.

Σ’ αυτό το πολιτικό τοπίο το Κόμμα μας, για μια ακόμη φορά, δεν μπόρεσε να καταθέσει μια ουσιαστική πρόταση διεξόδου από την κρίση και τη χρεοκοπία της χώρας μας, γεγονός που περιπλέκει ακόμη περισσότερο τα πολιτικά πράγματα της χώρας μας.

Εμείς, από την πλευρά μας, θα επιμείνουμε στην πολιτική εκτίμηση ότι η διέξοδος από την κρίση και τη χρεοκοπία θα εξαρτηθεί από τη στάση του ΚΚΕ, από την πρόταση που θα καταθέσει και που ποτέ δεν είναι τόσο αναγκαία και επίκαιρή όσο σήμερα, πρόταση στην οποία έχουμε αναφερθεί σε άλλα αναρτημένα άρθρα της ιστοσελίδας μας.  

Σαφώς, λοιπόν, η συζήτηση στη Βουλή, δεν ήταν μια παρτίδα από μπαλιές που έστελναν την μπάλα στην εξέδρα. Ήταν μια συζήτηση που κατεδείκνυε κυρίαρχα, κατά τη γνώμη μας, τον επείγοντα χαρακτήρα της παρέμβασης του Κόμματος, πριν τα πολιτικά πράγματα της χώρας μας πάρουν τέτοια τροπή, που θα δημιουργούν πρόσθετες δυσκολίες για το Κόμμα μας.   

COMMENTS