Με εντολή της κυβέρνησης 8 διμοιρίες ΜΑΤ εισέβαλαν στο κτήριο της ΕΡΤ προκειμένου να το εκκενώσουν από τους εργαζόμενους – που συνέχιζαν να εκπέμπουν κανονικά το πρόγραμμά τους – στο όνομα της αποκατάστασης της τάξης «σύμφωνα με το νόμο», όπως δήλωσαν κυβερνητικοί παράγοντες και με τις επίσημες ανακοινώσεις τους οι κυβερνητικοί εταίροι, Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ.
Λέγεται, μάλιστα, ότι η επέμβαση των ΜΑΤ συμφωνήθηκε σε συνάντηση που είχαν οι Αντώνης Σαμαράς και Ευάγγελος Βενιζέλος. Η όλη επιχείρηση εκτελέστηκε εν αγνοία του αρμόδιου υπουργού Παντελή Καψή, κατά δήλωσή του.
Η επέμβαση των ΜΑΤ έγινε παρουσία εισαγγελέα. Ο τρόπος, όμως, που πραγματοποιήθηκε αφήνει πολλά κενά, δεδομένου ότι ο εισαγγελέας, κατά πληροφορίες των ίδιων των εργαζομένων, που βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στο χώρο της ΕΡΤ, δεν διαπίστωσε να τελούνται αξιόποινες πράξεις, γεγονός που δεν άφηνε περιθώρια για την επέμβαση των ΜΑΤ.
Άλλωστε η επέμβαση των ΜΑΤ πραγματοποιήθηκε με βάση το άρθρο 25 του Κανονισμού Δικαστηρίων, το οποίο αναφέρεται στην ειρηνική επίλυση διαφορών μεταξύ των πολιτών και η επιχείρηση εκκένωσης του κτηρίου της ΕΡΤ από την πλευρά των ΜΑΤ μόνο ειρηνική ενέργεια δεν μπορεί να θεωρηθεί.
Οι εργαζόμενοι της ΕΡΤ, όταν τους επιδόθηκε η ειδοποίηση της απόλυσης, ταυτόχρονα, καθίσταντο υπεύθυνοι για τη διαφύλαξη της περιουσίας της ΕΡΤ και του μηχανολογικού εξοπλισμού. Αυτό σημαίνει ότι έπρεπε να παρίστανται στα κτήρια της ΕΡΤ και το γεγονός ότι δεν σταμάτησαν να εκπέμπουν το πρόγραμμά τους, μόνο ως απόδειξη της διαφύλαξης της περιουσίας και της λειτουργίας του μηχανολογικού εξοπλισμού μπορεί να θεωρηθεί.
Η κυβέρνηση, δηλαδή, δεν διέθετε κανένα πρόσχημα για την επέμβαση των ΜΑΤ, παρά μόνο την απόφασή της για να επιβάλει το τέλος του αγώνα των εργαζομένων της ΕΡΤ ενάντια στις απολύσεις τους και την κατάργηση της ΕΡΤ.
Σε ότι αφορά δε το πρόγραμμα το οποίο εξέπεμπαν οι εργαζόμενοι, κατά κοινή ομολογία, ήταν πολύ καλύτερο και αντικειμενικότερο από το παλιό «επίσημο» πρόγραμμα της ΕΡΤ και είχε αποσπάσει σημαντική ακροαματικότητα και τηλεθέαση, γεγονός που παραπέμπει στην ώριμη πρωτόβουλη δραστηριότητα και την υπεύθυνη δουλειά των εργαζομένων της ΕΡΤ, πράγμα, που εξέθετε την κυβέρνηση ως προς το νέο σχήμα της Δημόσιας Τηλεόρασης που κατασκεύασε, που «στέφθηκε» από πλήρη αποτυχία.
Η επέμβαση των ΜΑΤ στο κτήριο της ΕΡΤ δεν μπορεί να θεωρηθεί μια απλή και μεμονωμένη πράξη «αποκατάστασης του νόμου και της τάξης». Άλλωστε οι εργαζόμενοι μάχονταν για ένα νόμιμο δικαίωμά τους, το δικαίωμα στη δουλειά. Και ο αγώνας τους αυτός δεν συνιστά κανενός είδους παράνομη δραστηριότητα, πολύ περισσότερο που έπρεπε να διαφυλάσσουν και την περιουσία της ΕΡΤ, ώστε να χρειάζεται να αποκατασταθούν ο νόμος και η τάξη.
Η επέμβαση αυτή αποτελεί ένα σαφές μήνυμα ακόμα πιο έντονης καταστολής ενάντια στους εργαζόμενους από την πλευρά της κυβέρνησης για το πέρασμα της αντιλαϊκής της πολιτικής.
Η άφιξη της τρόικας, με πιο άγριες διαθέσεις παρά ποτέ, όπως ομολογούν ακόμη και κυβερνητικοί παράγοντες off the record, έχει στριμώξει για τα καλά την κυβέρνηση, η οποία στο πλαίσιο της πλήρους εφαρμογής του προγράμματος και των νέων μέτρων, που απαιτούν τα αφεντικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προετοιμάζει το έδαφος της καταστολής με το πρόσχημα της τήρησης του νόμου και της τάξης.
Αποδεικνύεται, και αυτό προκύπτει από την ίδια τη στάση της τρόικας, ότι η πορεία της υποτιθέμενης σκληρής διαπραγμάτευσης από την πλευρά της κυβέρνησης είναι προγραμματισμένη από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση και αντανακλά την ίδια τη στάση της, μόνο και μόνο για να γίνουν αποδεκτά όλα τα μέτρα τα οποία απαιτεί. Και δεν δείχνει καθόλου να βιάζεται.
Αυτό το γεγονός δημιουργεί πολιτικά προβλήματα στην κυβέρνηση, που αφορούν ακόμη και την ίδια την επιβίωσή της, πολύ περισσότερο που ο ΣΥΡΙΖΑ πετάει στο καλάθι των αχρήστων το ένα μετά το άλλο από τα όποια ριζοσπαστικά μέτρα είχε εξαγγείλει. Η τελευταία δε ομιλία του Αλέξη Τσίπρα κατά την επίσκεψή του στο Τέξας έρχεται να επιβεβαιώσει την αμετάκλητη επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ για την παραμονή της χώρας μας στην ευρωζώνη.
Η Ελλάδα συνεχίζει να βρίσκεται στη θέση του «αγκιστρωμένου ψαριού», πολύ πιο ισχυρά τώρα, που οι δυνάμεις της αντίθεσης προς την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι φανερά αποδυναμωμένες και το εργατικό κίνημα δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει την αντιδραστική πολιτική της κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Είναι προφανές, πλέον, και ομολογείται και από αστικούς κύκλους, ότι το πολιτικό και οικονομικό παιχνίδι που παίζεται με την Ελλάδα, δεν έχει …έδρα τη χώρα μας. Σχετίζεται με τις εξελίξεις στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, με τη νέα αρχιτεκτονική της, με τη συγκρότηση της «ισχυρής ομάδας χωρών, με κέντρο τη Γερμανία», που θα ηγείται της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολύ πιθανά και με μια νέα συγκρότηση της ευρωζώνης, που θα έχει απαλλαγεί από τις αδύνατες χώρες, τύπου Ελλάδας.
Επομένως η στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν πρόκειται να «μαλακώσει» και αυτό αποδεικνύεται και από την άτεγκτη στάση της Άγκελα Μέρκελ, απέναντι στους Σοσιαλδημοκράτες για το σχηματισμό κοινής κυβέρνησης, η οποία απορρίπτει όλα τα «αιτήματά» τους με αποτέλεσμα να έχει φέρει το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα μπροστά σε πολύ δύσκολη θέση, παρ’ όλο που το πρόγραμμα των Σοσιαλδημοκρατών δε διαφέρει ουσιαστικά απ’ αυτό της Άγκελα Μέρκελ και των Χριστιανοδημοκρατών.
Η κυβέρνηση, μπροστά σ’ αυτές τις εξελίξεις δεν έχει άλλο δρόμο παρά να αναδιπλωθεί και να αποδεχθεί τις απαιτήσεις της τρόικα. Άλλωστε και η ίδια είχε αρχίσει να προετοιμάζει τους εργαζόμενους για το νέο σοκ μέτρων, που θα υποστούν, ανεξάρτητα από τη ρητορική της ότι δεν χρειάζονται νέα μέτρα.
Ακριβώς αυτή η προοπτική επιβάλλει και την ένταση της καταστολής και το κλείσιμο των εστιών αντίστασης από την πλευρά των εργαζομένων, μια και θα ακολουθήσουν και άλλοι δημόσιοι οργανισμοί που θα βρεθούν στην ίδια μοίρα με την ΕΡΤ.
Η μόνη δύναμη που μπορεί να αντιμετωπίσει τους σχεδιασμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της κυβέρνησης είναι ο αγώνας των εργαζομένων. Και εδώ εκφράζεται το πιο σημαντικό πρόβλημα της πολιτικής συγκυρίας.
Οι διαθέσεις των εργαζομένων για αγώνες πρέπει, κατά τη γνώμη μας, να θεωρούνται δεδομένες, παρά το γεγονός ότι αυτές (οι διαθέσεις) δεν αντανακλώνται στο σημερινό επίπεδο της ανάπτυξης των αγώνων γενικότερα των εργαζομένων. Το πρόβλημα δεν είναι των εργαζομένων.
Οι εργαζόμενοι στην Εκπαίδευση και τους άλλους δημόσιους οργανισμούς, στην ΕΡΤ, στα Πανεπιστήμια, στο ΙΓΜΕ, αποδεικνύουν ότι έχουν τη διάθεση να αγωνιστούν για να μην περάσει η αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης. Ήταν κλαδικοί αγώνες με μεγάλο βαθμό συσπείρωσης και ενότητας. Και αυτές οι διαθέσεις αντανακλούν και στους άλλους εργαζόμενους.
Ταυτόχρονα, όμως, ανέδειξαν, πολύ περισσότερο από κάθε άλλη φορά, το οργανωτικό πρόβλημα του εργατικού κινήματος και της προοπτικής των αγώνων, των στόχων του. Η ανάπτυξη των αγώνων των εργαζομένων δεν θα είναι μια «απλή μεταφορά» δυνάμεων από τον κυβερνητικό και εργοδοτικό συνδικαλισμό στις συνεπείς ταξικές δυνάμεις, που και αυτό είναι αναγκαίο και πρέπει να είναι πάντα το επιδιωκόμενο .
Η διαδικασία, όμως, αυτή – το απέδειξε και η πράξη – είναι πιο σύνθετη και θα προκύψει μέσα από την ενότητα δράσης του εργατικού κινήματος, έχοντας καθαρό μέτωπο στον κυβερνητικό και εργοδοτικό συνδικαλισμό, που δεν θα οδηγεί στον κάθετο οργανωτικό διαχωρισμό, σε ανεπίσημες αλλά ουσιαστικά σε υπαρκτές διαφορετικές δομές ξεκινώντας από τα σωματεία και τις ομοσπονδίες, που θα λειτουργούν σε βάρος της συνολικής στάσης και δράσης του εργατικού κινήματος.
Καθαρό μέτωπο ενάντια στις κυρίαρχες συνδικαλιστικές δυνάμεις της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, στον ίδιο το ρόλο της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, αλλά ενότητα δράσης στη βάση των εργαζομένων και τις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις. Και εδώ η στάση του ΠΑΜΕ είναι καθοριστική και πρέπει να επανεξεταστεί και να αλλάξει άμεσα και πρακτικά.
Ο χρόνος «δούλευε» ανάποδα για το εργατικό κίνημα, με αποτέλεσμα την πιο καθοριστική στιγμή να εμφανίσει όλα τα αδύνατα σημεία του με κυρίαρχο τη μείωση των οργανωμένων του δυνάμεων, φαινόμενο που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο.
Αν, όμως, το οργανωτικό πρόβλημα του εργατικού κινήματος αποτελεί ένα θεμελιώδες ζήτημα γι’ αυτό, το δεύτερο θεμελιώδες ζήτημα του εργατικού κινήματος είναι το πλαίσιο των στόχων με βάση τους οποίους θα αναπτυχθεί. Και εδώ κανείς δεν μπορεί να υποτιμήσει πως αυτή η βάση πρέπει να είναι τα άμεσα και καυτά προβλήματα, τα οποία αντιμετωπίζουν πλέον οι εργαζόμενοι.
Αυτά τα προβλήματα και η πάλη για την επίλυσή τους, θα αποτελέσουν, ταυτόχρονα, και εκείνα «τα εργαλεία», που θα φέρουν και τη συνειδητοποίηση των αιτιών που τα προκαλούν. Δεν μπορεί να έχει κανείς την απαίτηση να συνειδητοποιήσουν οι εργαζόμενοι το ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης απλώς επειδή τους λέγεται ως τέτοιος, αν αυτή δεν «περάσει» μέσα από τα προβλήματα που βιώνουν και την πάλη για να τα λύσουν.
Σίγουρα, το «βάρος» που αισθάνονται πάνω τους οι εργαζόμενοι από την ανελαστική πολιτική, που εφαρμόζεται, αποτελεί και έναν ανασταλτικό παράγοντα για την ανάπτυξη των αγώνων τους. Αυτό το γεγονός, όμως, στις μέρες μας, μπορεί αποφασιστικά να ξεπεραστεί, γιατί έχει γίνει πιο εύκολο να κατανοηθεί για τα καλά «το κορδόνι», που ενώνει και αποκαλύπτει τη σύνδεση των προβλημάτων τους με τις γενικότερες επιλογές της αστικής τάξης και των πολιτικών τους εκπροσώπων. Με αυτόν τον τρόπο αντισταθμίζεται η όποια ανασταλτικότητα προκαλεί στους εργαζόμενους η ίδια η κυβερνητική πολιτική.
Εδώ συγκεντρώνεται και ο πολιτικός ρόλος του Κόμματος. Στο να αποκαλύπτει αυτή τη σύνδεση με τις γενικότερες επιλογές της άρχουσας τάξης, με την ίδια τη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος. Και ο πιο βασικός κρίκος σήμερα, που όλα τα παραπάνω μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητά είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση και η στάση που πρέπει να έχει κανείς απέναντι σ’ αυτήν. Δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο ότι οι εργαζόμενοι, πολύ περισσότερο από κάθε άλλη φορά, αντιλαμβάνονται αυτήν τη σύνδεση των προβλημάτων τους και την εκφράζουν.
Δεν πρέπει, όμως, κανείς να διαπράξει το λάθος να ξεπεράσει ένα άλλο πρόβλημα, που και αυτό το αντιλαμβάνονται οι εργαζόμενοι και που αποτυπώνεται στη συνείδησή τους. Καταλαβαίνουν μεν, όλο και περισσότερο, το ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά, ταυτόχρονα, νιώθουν και το «βάρος» της δύναμής της. Αυτό που η λαϊκή έκφραση το συμπυκνώνει στη φράση «τα παιχνίδια των μεγάλων».
Από εδώ πηγάζει η ανάγκη για το Κόμμα να συνδυάζει αποφασιστικά τον πιο βασικό κρίκο, που, μέσα από τον οποίο εμφανίζονται όλα τα βασικά προβλήματα των εργαζομένων, και μέσα από τον οποίο θα ξεδιπλώνεται όλη του η πολιτική παρέμβαση, που, ταυτόχρονα, θα ωθεί στην ανύψωση της πολιτικής και ταξικής συνείδησης των εργαζομένων, με ένα πλαίσιο προγραμματικών στόχων, συγκεκριμένων «μεταβατικών βημάτων», που θα σπάσουν αυτόν τον κρίκο και θα φέρουν την κατανόηση της ανάγκης για το ξεπέρασμα του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος.
Και είναι αυτό το πλαίσιο που λείπει σήμερα, που θα βοηθήσει και το εργατικό κίνημα να «πατήσει» πάνω σ’ αυτό, ώστε να αναπτύξει τη δράση του και την ενότητά του, να συμπήξει τις συμμαχίες του.
Δεν μπορεί να γίνεται αντιστροφή των όρων διεξαγωγής της πολιτικής πάλης. Η συνειδητοποίηση της ανάγκης για το σοσιαλισμό δεν μπορεί να «προηγείται» από την ανάγκη για έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ως γενικό θεωρητικό σχήμα που αφορά τη στρατηγική του Κόμματος είναι σωστό. «Για να πάμε στο σοσιαλισμό πρέπει να βγούμε από την Ευρωπαϊκή Ένωση».
Ως πρακτική εφαρμογή της στρατηγικής μας οδηγεί πρώτα στη σοσιαλιστική επανάσταση για να έρθει η λαϊκή εξουσία, που θα μας βγάλει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αντιστρέφοντας, όμως, τη σχέση μεταξύ ενός σοσιαλιστικού και ενός αστικού αιτήματος, αλλά, ταυτόχρονα, αντιστρέφοντας και τη διαδικασία συνειδητοποίησης των εργαζομένων, και από αυτήν την άποψη είναι λάθος.
Το αντίθετο πρέπει να συμβεί. Η κατανόηση της ανάγκης για αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να οδηγεί και στην κατανόηση της ανάγκης του σοσιαλισμού. Μόνο έτσι μπορεί να ανέβει η πολιτική συνείδηση των εργαζομένων και μόνο έτσι μπορείς να παλέψεις και για τη λαϊκή εξουσία. Μόνο έτσι μπορεί να προκύψει και η λαϊκή εξουσία ακόμη και όταν δεν θα έχει πραγματοποιηθεί η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μόνο έτσι και οι διαθέσεις των εργαζομένων θα εκδηλωθούν πλέρια και θα αναπτυχθούν και οι αγώνες τους.
Αυτή η αντίφαση πρέπει να αρθεί όσο το δυνατό πιο γρήγορα από την πλευρά του Κόμματος, γιατί οδηγεί σε ένα χάσμα ανάμεσα σ’ αυτό και το επίπεδο της συνείδησης των εργαζομένων, που καταλήγει να γίνεται μεγάλη απόσταση και που απομακρύνει το Κόμμα από τους εργαζόμενους, γιατί τους αφήνει «πίσω» του.
COMMENTS