Η στρατηγική της έντασης

Είναι φανερό ότι το νέο δολοφονικό χτύπημα θα επιδράσει οπωσδήποτε στις πολιτικές εξελίξεις της χώρας μας, γιατί ήρθε σε μια στιγμή, που  «το πολιτικό πρόβλημα της χώρας είναι εμφανές διά γυμνού οφθαλμού τις τελευταίες ημέρες» ή για να το πούμε διαφορετικά «το ερώτημα που πλανάται είναι αν η κυβερνητική πλειοψηφία θα αντέξει την πίεση»

Οι παραπάνω διαπιστώσεις δεν είναι δικές μας. Ανήκουν σε έγκριτους πολιτικούς σχολιαστές και πιστεύουμε ότι αποτυπώνουν μια πραγματική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η κυβέρνηση, μέσα σε ένα πολιτικό περιβάλλον γενικότερης αστάθειας που χαρακτηρίζει το πολιτικό σύστημα της χώρας μας και το οποίο ήρθε να το επιβεβαιώσει το πρόσφατο δολοφονικό χτύπημα στο Νέο Ηράκλειο.

Βέβαια, στη συνέντευξη, που παραχώρησε  ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς στον Γιάννη Πρετεντέρη (Mega 4/11/2013), διαβεβαίωσε τον ελληνικό λαό ότι δεν θα επιτρέψει να διαταραχτεί η σταθερότητα της χώρας.

Επέμεινε στη γνωστή θέση του ότι «η Ελλάδα είναι μια σταθερή χώρα σε ένα ασταθές περιβάλλον», υπεκφεύγοντας στο να δώσει μία σαφή απάντηση στο κατά πόσο η θεωρία των δύο άκρων, που ο ίδιος λανσάρισε επίσημα, συνέβαλε στο πολιτικό κλίμα που διαμορφώθηκε μετά την αναγγελία αυτής της θεωρίας.

Ταυτόχρονα, φάνηκε καθαρά ότι η περίφημη πρωτοβουλία των κινήσεων, την οποία, υποτίθεται, ότι είχε ανακτήσει ο Αντώνης Σαμαράς και η κυβέρνησή του με τις γνωστές εξελίξεις απέναντι στη Χρυσή Αυγή και που, πιθανά, να οδηγούσαν σε πρόωρες εκλογές (ο ίδιος ο πρωθυπουργός αποκάλυψε ότι ο Φ. Κουβέλης τον κατηγόρησε πως είχε την πρόθεση να προχωρήσει σε πρόωρες εκλογές, γι’ αυτό και αποχώρησε από την κυβέρνηση), δεν είχε κανένα αντίκρισμα. Η πραγματική πρωτοβουλία των κινήσεων βρισκόταν και βρίσκεται στα χέρια της τρόικας και ό,τι αντιπροσωπεύει αυτή.

Αποδεικνύεται, δηλαδή, ότι από την περίοδο σχηματισμού της τρικομματικής κυβέρνησης, παρά το γεγονός ότι αυτή δημιουργήθηκε για να υπάρξει μια ευρεία κυβερνητική σταθερότητα για την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής, στην πραγματικότητα αυτή δεν υπήρξε ποτέ.

Η εφαρμογή αυτής της ίδιας της μνημονιακής πολιτικής αποσταθεροποιούσε την κυβερνητική πλειοψηφία, δημιουργώντας έντονες αντιθέσεις μέσα σ’ αυτήν και στα κόμματα που την αποτελούσαν, οδήγησε στην αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ, άφησε το περιθώριο να ενισχύεται η εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής, που μας έφερε το δολοφονικό χτύπημα της Αμφιάλης, να ματαιώσει, στη συνέχεια, τις εκφρασμένες σκέψεις για μια κυβερνητική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας με μια «σοβαρή» Χρυσή Αυγή, να ενθαρρύνει πρωτοβουλίες για άλλη κυβέρνηση, από τη σημερινή Βουλή, με αλλαγή του πρωθυπουργού, για να βρεθεί η χώρα μπροστά στο νέο δολοφονικό χτύπημα του Νέου Ηρακλείου.

Όλα τα παραπάνω στο πλαίσιο της πίεσης που εξασκούσε η Ευρωπαϊκή Ένωση και η τρόικα για την απαρέγκλιτη εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής και για ένα νέο μνημόνιο, που δημιουργούσαν ασφυκτικές συνθήκες για την κυβέρνηση και την επιβίωσή της, μια και την έφερναν σε αντίθεση με τις ίδιες τις εξαγγελίες της, μέχρι, που όλη αυτή η πίεση την ανάγκασε να πάει σε μια τακτική ελιγμών, για «σκληρή διαπραγμάτευση» με την τρόικα, που καθοριζόταν από την ύπαρξη «κόκκινων γραμμών», που υποτίθεται ότι τις υπαγόρευε η διαπίστωση ότι «ο ελληνικός λαός δεν αντέχει άλλα μέτρα».

Όλα τα παραπάνω δεν συνιστούν τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από ένα πολιτικό τοπίο αστάθειας, το οποίο επιβεβαιώνει τις εκτιμήσεις της «Νέας Σποράς», διατυπωμένες από την περίοδο των εκλογών του Ιούνη του 2012, εκτιμήσεις που επικέντρωναν στο γεγονός ότι το πολιτικό σύστημα της χώρας βρίσκεται σε κρίση και που «δικαιολογούσαν» την προσπάθεια της αστικής τάξης της χώρας μας, και όχι μόνο, για επανακαθορισμό του πολιτικού συστήματος και της διάταξης των πολιτικών δυνάμεων, που απ’ ότι διαπιστώνουμε δεν «βγαίνει» μέχρι τώρα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η κατάσταση, που δημιουργήθηκε, εξανάγκασε σε αποκαλυπτικές παρεμβάσεις τόσο σημαντικών συγκροτημάτων των ΜΜΕ όσο και πολιτικών παραγόντων και κομμάτων, που επισήμαιναν αυτό ακριβώς το γεγονός.

Πρώτος ο Αντώνης Καρακούσης από «Το Βήμα» σημείωνε ότι: «Όσοι παρακολουθούν τη δράση της κυβέρνησης και τα πολλά πολιτικά επεισόδια εντός και εκτός αυτής, διαπιστώνουν την αναστολή, τη δυσκολία, την περιπλοκή και το κυριότερο την αδυναμία εφαρμογής του συμφωνηθέντος προγράμματος με εταίρους και δανειστές, όπως προκύπτει από τη δυστοκία ικανοποίησης των προαπαιτούμενων και υιοθέτησης του ενιαίου φόρου των ακινήτων. Σε σημείο μάλιστα που να εγείρονται αμφιβολίες για την μακροημέρευση του συμμαχικού κυβερνητικού σχήματος και να αμφισβητείται η δυνατότητα των κκ Σαμαρά και Βενιζέλου να διασφαλίσουν το αγαθό της πολιτικής σταθερότητας. Μέχρι τις αρχές του φθινοπώρου υπήρχε η εντύπωση ότι τα χειρότερα έχουν περάσει και ότι η κυβέρνηση θα προχωρήσει δυναμικά την προσπάθειά της, ώστε να επιβεβαιώσει την επίτευξη των πρωτογενών πλεονασμάτων και έτσι από καλύτερες θέσεις να διεκδικήσει μια γενναία και ουσιαστική επαναρρύθμιση του χρέους, όπως είχε συμφωνηθεί πέρσι τέτοιο καιρό στις Βρυξέλλες. Σταδιακά εκείνη η εντύπωση υποχώρησε και φθάσαμε στο σημερινό «μάγκωμα» και στην επανακάμψασα πολιτική αβεβαιότητα».

Στο μεταξύ πραγματοποιείται το δεύτερο δολοφονικό χτύπημα στο Νέο Ηράκλειο, που σε όλο αυτό το τοπίο αβεβαιότητας προσδίδει μια νέα διάσταση, που αναγκάζει τον Αλέξη Παπαχελά στην «Καθημερινή» να διαπιστώνει τα εξής αποκαλυπτικά: «Οι συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί παραπέμπουν στη δεκαετία του 1960 και σε περιόδους ανωμαλίας στη χώρα. Τρομοκρατία και πολιτικές δολοφονίες, πόλεμοι συμφερόντων και παρακρατικών φραξιών, σκάνδαλα, απ’ όλα έχουμε αυτή την περίοδο. Οι πολιτικοί, που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν το αστικό καθεστώς, επίσης θυμίζουν τις έριδες και τις άσκοπες συνωμοσίες που χαρακτήριζαν εκείνες τις εποχές. Με τη μόνη διαφορά, πως στις περισσότερες περιπτώσεις μοιάζουν με ηθοποιούς σε πολύ κακό ερασιτεχνικό φιλμ όταν τους συγκρίνει κανείς με τους προδικτατορικούς πολιτικούς. Θεσμοί, που να μπορούν να συγκρατούν τη χώρα, επίσης δεν υπάρχουν. Τα εγχώρια και εντόπια κέντρα εξουσίας που πρωταγωνίστησαν στο παρελθόν δεν υπάρχουν ή δεν διαδραματίζουν κανέναν ρόλο, παρά μόνο στην αρρωστημένη φαντασία των οπαδών των θεωριών συνωμοσίας. Το αποκαλούμενο κατεστημένο δεν ξέρει τι θέλει και παίζει παράλογα και επικίνδυνα προσωπικά παιχνίδια που συμβάλλουν στο τέλμα».

Πέρα, όμως, από αυτές τις παρεμβάσεις των δύο παραδοσιακών συγκροτημάτων των ΜΜΕ, που έχουν συνδέσει την παρουσία τους στα πολιτικά πράγματα της χώρας μας με το, κατά τον Αλέξη Παπαχελά, «αποκαλούμενο κατεστημένο» έρχονται και ορισμένες άλλες απανωτές πολιτικές παρεμβάσεις, την ίδια χρονική στιγμή, που έχουν τη σημασία τους για το που, πλέον, στρέφονται οι πολιτικές εξελίξεις.

Ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, με παρέμβασή του, αφού πρακτικά περιγράφει και εμμέσως ομολογεί τα αδιέξοδα που έχει περιέλθει η ευρωζώνη σημειώνει: «Ταυτόχρονα, αυξάνονται οι διαφωνίες και οι αντικρουόμενες μεταξύ των μελών της ΟΝΕ απόψεις για το πώς θα επιτευχθεί η αναγκαία οικονομική διακυβέρνηση της ζώνης του ευρώ και πώς θα ελεγχθούν υπάρχοντα και μελλοντικά χρέη. Η προβλεπόμενη διαπραγμάτευση για μια συνολική λύση των προβλημάτων μέχρι το τέλος του 2014 εγκαταλείφθηκε».

Και παρακάτω: «Πρόβλημα δεν αποτελεί, λοιπόν, μόνο η αδυναμία της Ελλάδας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της αλλά και η αδυναμία της ευρωζώνης να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ της περιφέρειάς της και του πυρήνα της, να προωθήσει την ανάπτυξη και να κατοχυρώσει την αλληλεγγύη. Υπάρχουν πολλές προτάσεις για την αντιμετώπιση της κατάστασης, αλλά η ευρωζώνη καρκινοβατεί».

Την ίδια στιγμή, όμως επιμένει: «Ορισμένα ελληνικά πολιτικά κόμματα θεωρούν ότι μπορούν να αντιμετωπίσουν την κατάσταση με μονόπλευρη αποδέσμευση της χώρας από τις υποχρεώσεις της προς την ευρωζώνη και με καταγγελία των δανειακών συμβάσεων. Ταυτόχρονα, αφήνουν ανοιχτό το θέμα της παραμονής στην ευρωζώνη. Η άποψη αυτή είναι εξωπραγματική».

Σχεδόν την ίδια στιγμή έχουμε την παρέμβαση του Γιάννη Δραγασάκη εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος σπεύδει να αποσαφηνίσει ότι: «Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δεσμεύεται από ό,τι λέει ο καθένας αλλά από την κεντρική του θέση». Η απάντηση αυτή, προφανώς, δεν αφορούσε μόνον τον Μανώλη Γλέζο, ο οποίος διατύπωσε την άποψη ότι: «δεν είμαστε πειστικοί στο πού θα βρούμε τα λεφτά», αλλά απευθυνόταν τόσο προς το εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, και, κυρίως, προς εκείνους που έπρεπε να την ακούσουν μέσα στη χώρα μας και έξω από αυτήν, αφού είχε γενικότερη σημασία.

Ταυτόχρονα διευκρινίζει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να κρατάει «μικρό καλάθι», πράγμα που το εντάσσει στη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ (Σ.Σ. και σωστά από την πλευρά του), και, παράλληλα, τονίζει ότι στην περίπτωση που οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ δεν γίνουν αποδεκτές από την Ευρωπαϊκή Ένωση, πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι έτοιμος για ρήξεις αλλά εντός ευρωζώνης.

Πιο συγκεκριμένα ο Γιάννης Δραγασάκης εξήγησε την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ με τα παρακάτω: «Υπάρχουν τρεις εκδοχές. Η μια είναι η διαπραγμάτευση με συναίνεση. Αυτό που κάνουν ως τώρα οι κυβερνήσεις. Επειδή υπάρχει τέτοια ασυμμετρία δύναμης, αυτό καταλήγει σε υποταγή. Το δεύτερο είναι “ή όλα ή τίποτα”. Πάμε σε ρήξη, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που έχει αυτή η ρήξη και αδιαφορώντας για το αν μπορούμε να τις διαχειριστούμε. Αυτό το απορρίψαμε. Πάμε λοιπόν σε μια διαπραγματευτική λογική, διεκδικητική θα έλεγα, που λέει ότι εμείς λέμε ότι “με αυτή την πολιτική οδηγούμαστε σε καταστροφή, ενώ με μια άλλη πολιτική μπορούμε να διασώσουμε ό,τι μπορούμε και να χαράξουμε μια διαφορετική πορεία”. Διεκδικούμε καταρχάς να γίνει δεκτή αυτή η θέση. Εφόσον δεν γίνει δεκτή, πρέπει να είμαστε έτοιμοι και για ρήξη, αλλά εντός της ευρωζώνης πάντα…».

Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, τώρα, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας, σε ομιλία του στο Τέξας, ήταν περισσότερο από σαφής: «Η ευρωζώνη μπορεί να ήταν λάθος. Οι Συνθήκες και οι Χάρτες της είναι εσφαλμένες. Και πρέπει να αλλάξουν θεμελιωδώς. Κάποιοι λένε ότι ορισμένες χώρες, θα έπρεπε ίσως να μην είχαν ενταχθεί. Θα μπορούσαμε να συζητήσουμε αυτά τα θέματα, αλλά εγώ προτιμώ να αφήσουμε στους ιστορικούς αυτή τη συζήτηση. Δεν έχει σημασία σήμερα. Σήμερα, η Ευρωζώνη υπάρχει. Έχουμε μια οικονομική ένωση και ένα κοινό νόμισμα. Και οι άμεσες εναλλακτικές είναι χειρότερες. Μια έξοδος δεν θα ωφελήσει κανέναν. Αντίθετα, θα πυροδοτήσει σοβαρά νέα προβλήματα – διαχείριση ενός ασταθούς νέου νομίσματος, φαινόμενα bank run, πληθωρισμός, φυγή κεφαλαίων και ανθρώπων. Για το λόγο αυτό και μόνο, η Ελλάδα δεν θα πρέπει και δεν θα το κάνει, δε θα εξέλθει εθελοντικά από την Ευρωζώνη. Αλλά υπάρχει και ένας δεύτερος λόγος. Μία έξοδος της Ελλάδας ή οποιασδήποτε άλλης χώρας σε κρίση θα ήταν μια καταστροφή για την Ευρώπη. Αυτό είναι κάτι που, κατά βάθος, όλοι γνωρίζουν. Προς το παρόν αν μία χώρα φύγει, οι αγορές και οι κερδοσκόποι θα αρχίσουν να ρωτούν ποιος είναι ο επόμενος; Θα λένε ο ένας στον άλλο, όπως λέτε εδώ στο Τέξας, game on. Είναι μια διαδικασία που, έτσι και ξεκινήσει, δεν μπορεί να σταματήσει. Δεν έχει σημασία πόσο μικρή είναι η χώρα που αποχωρεί. Δεν έχει σημασία αν αποχωρεί εθελοντικά, ή την πετάνε εκτός».

Σε μια πολιτική συγκυρία για την οποία ο Αλέξης Παπαχελάς αναρωτιέται: «Ποιο μπορεί, λοιπόν, να είναι αυτό το αόρατο χέρι που μας σπρώχνει με τόση επιμονή στον γκρεμό; Μακάρι να ήταν ένα κέντρο ή ένας άνθρωπος για να μπορέσουμε να τον δείξουμε. Εδώ «συνεργάζονται» τυχαία, αλλά άψογα, εντελώς παράταιρες δυνάμεις και άνθρωποι. Ο παράφρων εμμονικός τρομοκράτης κάνει τη θεαματική του επανεμφάνιση με τις προχθεσινές δολοφονίες. Οι αστοί πολιτικοί υπονομεύουν την κυβέρνηση, γιατί ονειρεύονται ότι μπορεί να καθίσουν οι ίδιοι στον θρόνο, έστω και πάνω στα ερείπια. Η τρόικα πιέζει μέχρι τα άκρα, αγνοώντας τους πραγματικούς κινδύνους έκρηξης ή κατάρρευσης. Κάποιοι άλλοι θέλουν να σβήσουν τις αμαρτίες τους, πλασάροντας μυθώδεις θεωρίες συνωμοσίας ως πραγματικά ιστορικά στοιχεία. Ορισμένα κέντρα συνεχίζουν το… βιολί τους λειτουργώντας σαν το λόμπι της δραχμής, σπρώχνοντας συνεχώς στην κατεύθυνση της διάλυσης και της αποσύνθεσης του πολιτικού σκηνικού. Ονειρεύονται, άραγε, ότι έτσι θα τους χαρισθούν τα δάνειά τους ή ότι θα λειτουργούν πλέον κανονικά ως τριτοκοσμικοί ολιγάρχες άνευ αντιπάλου; Κανείς δεν μπορεί να ξέρει ποιος θέλει τι μέσα σε αυτό το σκοτεινό και απόλυτα τοξικό σκηνικό. Ο τρομοκράτης προφανώς δεν έχει γνωρισθεί ποτέ με κάποιον εκπρόσωπο του λόμπι της δραχμής, αλλά όλοι μαζί σπρώχνουν όσο μπορούν στην ίδια κατεύθυνση».

Σε μια πολιτική συγκυρία που, όπως αποδεικνύεται η στρατηγική της έντασης αποδίδει, που το εναρκτήριο λάκτισμα για την εφαρμογή της προήλθε από την ίδια την κυβέρνηση με τη θεωρία των δύο άκρων, οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις του τόπου, οι δυνάμεις που στηρίζουν την κυβέρνηση ή βρίσκονται στην αξιωματική αντιπολίτευση,  σπεύδουν να αποσαφηνίσουν πλήρως τις θέσεις τους. «Ευρωζώνη και ξερό ψωμί».

Όλοι αναγνωρίζουν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια καταστροφή και όλοι διαβεβαιώνουν ότι ο προσανατολισμός της χώρας, η θέση της μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωζώνη είναι αναλλοίωτη, δεν μπορεί να αλλάξει, γιατί είναι «εξωπραγματική», σαν να ομολογούν ότι η καταστροφή είναι πραγματική.

Πράγματι, περί αυτού πρόκειται. Η καταστροφή είναι πραγματική! Και είναι πραγματική πριν απ’ όλα για τους εργαζόμενους και για τη χώρα μας. Μπορεί ακόμη να καταστραφεί και ένα μέρος της αστικής τάξης, αλλά αυτό αφορά στην δική της στρατηγική και επομένως ισχύει γι’ αυτήν το «ηθελές τα και παθές τα».

Μπροστά σ’ αυτήν την πορεία καταστροφής της χώρας μας, μπροστά σ’ αυτό το πολιτικό τοπίο, το οποίο δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από ένα πολιτικό τοπίο πραγματικής πολιτικής κρίσης του αστικού πολιτικού συστήματος, το Κόμμα μας, το ΚΚΕ, δεν φαίνεται ότι κατανοεί το ποια πρέπει να είναι τα άμεσα καθήκοντά του.  

Βραχυκυκλωμένο σε μια τακτική «φυγής προς τα μπροστά», μια τακτική που το έχει αποσπάσει από την πραγματικότητα, που το έχει καταδικάσει να μην κατανοεί ούτε και τις συνέπειες τις οποίες υφίσταται τόσο στο πολιτικό επίπεδο όσο και μέσα στο εργατικό κίνημα, αδυνατεί να καταθέσει μια πρόταση άμεσης αντιμετώπισης της καταστροφικής πορείας της χώρας μας, που έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να είναι αποσπασμένη από τους γενικούς στρατηγικούς του στόχους.

Ο χρόνος κυλάει. Η αστική τάξη τον έχει απόλυτη ανάγκη για να αναζωογονήσει και να αναδιοργανώσει το πολιτικό της σύστημα. Στην κατεύθυνση αυτή επιλέχθηκε η στρατηγική της έντασης, γιατί διευκολύνει τους στόχους της αστικής τάξης της χώρας μας, σε μια στιγμή, που η ίδια και το πολιτικό της σύστημα αντιμετωπίζουν πραγματικά προβλήματα.

Στρατηγική της έντασης, που αποσκοπεί στο πέρασμα μιας αντιλαϊκής πολιτικής για την οποία η κυβέρνηση έχει δεσμεύσει τη χώρα μας απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και πιέζεται για την πλήρη εφαρμογή της.

Η κυβέρνηση τραβάει, λοιπόν, τη «σκληρή διαπραγμάτευση» μέχρι τον Γενάρη – Φλεβάρη, τουλάχιστον έτσι μας ξεκαθάρισε ο Αντώνης Σαμαράς στην πρόσφατη συνέντευξη στον Γιάννη Πρετεντέρη, ενώ, στο μεταξύ, η τρόικα, που όλοι αναγνωρίζουν ότι έχει έρθει με «άγριες διαθέσεις» διαπραγματεύεται τα νέα μέτρα, πέρα από αυτά που «τρέχουν», και το αόρατο χέρι σπέρνει το φόβο και την τρομοκρατία στους εργαζόμενους. Οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές γι’ αυτούς από κάθε άποψη.

Τώρα είναι που οι εργαζόμενοι αναμένουν μια άμεση παρέμβαση του Κόμματος για να αντιμετωπιστεί η καταστροφική πορεία της χώρας. Κάθε καθυστέρηση μετράει σε βάρος του Κόμματος και του εργατικού κινήματος.

COMMENTS