Έρχεται το τέλος των μνημονίων; – Μέρος δεύτερο

Σύσσωμος ο Τύπος, ιδιαίτερα από την περασμένη Κυριακή μέχρι και σήμερα, καταγράφει τη «σκληρή διαπραγμάτευση» στην οποία, καθώς λέγεται, έχει αποδυθεί η κυβέρνηση με τους ιθύνοντες κύκλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να κλείσει μια συμφωνία γύρω από το δημοσιονομικό κενό, το χρηματοδοτικό κενό, για τα δύο επόμενα χρόνια, και την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους.

Μια συμφωνία η οποία, βέβαια, θα συνεπάγεται νέα αντιλαϊκά μέτρα, πέρα από αυτά τα οποία παίρνει ήδη η κυβέρνηση και καταγράφονται στο προσχέδιο του προϋπολογισμού ή αναγγέλλει ο υπουργός οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας. Όλα τα παραπάνω πρέπει να αποφασιστούν μέχρι τον προσεχή Δεκέμβρη για να καταλήξουν μέχρι τον Απρίλη του ’14. Τουλάχιστον αυτός ήταν ο αρχικός σχεδιασμός.

Απ’ ό,τι φαίνεται αυτός ο σχεδιασμός δεν θα τηρηθεί, όπως δεν θα τηρηθούν και ορισμένες υποσχέσεις, που είχε αποσπάσει η κυβέρνηση από αξιωματούχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι τελικές αποφάσεις μετατίθενται για το καλοκαίρι, μάλλον για τον Ιούνη του ’14, γεγονός που προκύπτει και από τη σχετική δήλωση του Γιάννη Στουρνάρα: «Ως τον Ιούνιο θα είναι κόλαση. Θα παιχθούν και θα κριθούν όλα με τους δανειστές μας».

Ως προς το σχεδιασμό τα πράγματα σκοντάφτουν πάνω στη Γερμανία, ενώ προστέθηκε και η Γαλλία, η οποία διαθέτει σημαντικό αριθμό ελληνικών ομολόγων. Πρέπει να σημειώσουμε ότι σε σχέση με τα ελληνικά ομόλογα το πρόβλημα δεν περιορίζεται μόνο στη χρονική μετάθεση της εξόφλησής τους, υπόσχεση που είχε αποσπάσει η ελληνική κυβέρνηση αρχικά και η οποία τώρα αναιρείται.

Αποκαλύφθηκε μία «λεπτομέρεια», η οποία έχει γενικότερη σημασία για το πώς οι «ισότιμοι» εταίροι της Ελλάδας χειρίζονται ζωτικά οικονομικά θέματα για τη χώρα μας, που, παράλληλα, αποκαλύπτουν και επιβεβαιώνουν την πραγματική θέση της, ως μέλος – κράτος, στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Θέση «φτωχού συγγενή».

Το περίφημο PSI δεν εξαίρεσε μόνο τα ελληνικά ομόλογα, που κατείχε η Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα. Εξαίρεσε και όλα τα αντίστοιχα ομόλογα, που κατείχαν όλες οι κεντρικές τράπεζες των άλλων μελών – κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσων κατείχαν, γεγονός που σημαίνει, και το απαιτούν από τη χώρα μας, ότι η εξόφληση θα γίνει στο ακέραιο.

Αυτή η αποκάλυψη αποδεικνύει ότι το PSI, τελικά, αφορούσε, κατά κύριο λόγο μόνο στη χώρα μας, τις ελληνικές τράπεζες, που κατείχαν σημαντικό ποσοστό ομολόγων, τα ασφαλιστικά ταμεία της χώρας μας, που είχαν διαθέσει σημαντικά ποσά από τα αποθεματικά τους για την αγορά ομολόγων, επίσης τα πανεπιστήμια, που από τα αποθεματικά τους είχαν ουσιαστικά εξαναγκαστεί να αγοράσουν ομόλογα, άλλους οργανισμούς, τους μικροομολογιούχους κτλ..

Το αποτέλεσμα ήταν όλοι οι άλλοι, εκτός από τις ελληνικές τράπεζες, που πήραν πίσω τη «χασούρα» που υπέστησαν, μέσα από την ανακεφαλαιοποίηση, που και αυτή φορτώθηκε στις πλάτες του ελληνικού λαού, να περιέλθουν σε δεινή θέση, γιατί έχασαν την αξία τους τα ομόλογα. Έτσι τα ασφαλιστικά ταμεία, τα πανεπιστήμια, άλλοι οργανισμοί έμειναν σχεδόν χωρίς αποθεματικά και οι μικροομολογιούχοι έχασαν τα λεφτά τους μετά το περίφημο κούρεμα (ενώ είχαν αποσπάσει αρχικά την υπόσχεση ότι δεν θα συμπεριληφθούν στο PSI).

Υπάρχει, όμως, και μια δεύτερη «λεπτομέρεια», η οποία αποδεικνύει σε τι καθεστώς υποτέλειας έχει «μπλέξει» η χώρα μας. Με βάση τον κανονισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης 472/2013 – που τον έχει δεχθεί και η Ελλάδα, κάθε χώρα, που έχει δανειστεί από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης – ΕΜΣ, περιέρχεται σε καθεστώς «ενισχυμένης επιτήρησης» μέχρι το 2050, δηλαδή, υπόκειται σε καθεστώς οικονομικού ελέγχου, μέχρι να αποπληρώσει το 75% του χρέους της, γεγονός, που σημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί ανά πάσα στιγμή να επιβάλλει μέτρα στη χώρα μας για την αποπληρωμή του χρέους δια μέσου των ελεγκτών – υπαλλήλων της.

Το τι σημαίνει οικονομικός έλεγχος και το τι σημαίνει επιβολή νέων οικονομικών μέτρων μπορεί, πλέον, να το κατανοήσει ο κάθε εργαζόμενος αυτής της χώρας από το πώς πραγματοποιεί τον οικονομικό έλεγχο η τρόικα, ως προς την εφαρμογή των μνημονίων. Η διαδικασία είναι ακριβώς αυτή, όπως και οι συνέπειες για τους εργαζόμενους είναι αυτές, που βιώνουν καθημερινά από τα συνεχή μέτρα που απαιτεί η τρόικα.

Από τα παραπάνω βγαίνει ένα πολύ σημαντικό συμπέρασμα. Από την αρχή της εφαρμογής του προγράμματος εξόδου της ελληνικής οικονομίας από την κρίση, αλλά ιδιαίτερα μετά το PSI, που το δημόσιο χρέος της χώρας μας μετατράπηκε σε διακρατικό χρέος, το δόγμα που επικράτησε από τους εταίρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν το πώς οι δανειστές δεν θα χάσουν τα λεφτά τους.

Και αυτό, βέβαια, εξηγεί την υπογραφή των μνημονίων, των δανειακών συμβάσεων, τα μεσοπρόθεσμα προγράμματα και τις συνεχείς απαιτήσεις της τρόικα σε νέα μέτρα αλλά και την ανταπόκριση των ελληνικών κυβερνήσεων σε όλα τα παραπάνω.

Δεν περιμέναμε, βέβαια, τουλάχιστον ως «Νέα Σπορά», να παρθούν μέτρα για το ξεπέρασμα της κρίσης, που τις συνέπειες δεν θα τις φορτώνονταν στις πλάτες τους οι εργαζόμενοι, ούτε ποτέ πιστέψαμε τα φληναφήματα της κυβέρνησης περί «δίκαιης κατανομής των βαρών», αλλά εδώ συμβαίνει και κάτι άλλο, όπως σημειώναμε και στο πρώτο μέρος του άρθρου μας, ότι η χώρα μας κατάντησε μια καλή αγελάδα που την αρμέγουν οι δανειστές της. Δηλαδή, βάθυνε η οικονομική και πολιτική εξάρτηση της Ελλάδας.

Από αυτήν την άποψη το κυρίαρχο ζήτημα, που προκύπτει δεν είναι οι διαφορές εκτιμήσεων, που υπάρχουν ανάμεσα στην κυβέρνηση και την τρόικα, οι εκτιμήσεις Στουρνάρα ότι το δημοσιονομικό κενό που θα υπάρξει θα είναι 500εκατ. ευρώ ή οι εκτιμήσεις της τρόικα που το ανεβάζουν σε 2δισ. ευρώ ακόμη και 3δισ. ευρώ. Ούτε οι εκτιμήσεις για το χρηματοδοτικό κενό, που κατά τον Γεργκ Άσμουσεν ανέρχεται στα 6δισ. ευρώ, πράγμα που το αμφισβητεί ο Γιάννης Στουρνάρας και τα μειώνει κάτω από τα μισά των 6δισ. ευρώ. Γιατί πίσω από αυτά τα νούμερα κρύβονται και πολιτικές και οικονομικές σκοπιμότητες, γενικότεροι σχεδιασμοί, κύρια των ηγετικών δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το κυρίαρχο ζήτημα που προκύπτει είναι ότι η χώρα μας καταδικάζεται σε μια μακροχρόνια οικονομική στασιμότητα, που θα σημαίνει και μακροχρόνια εξαθλίωση για τον εργαζόμενο λαό, που θα σημαίνει, παράλληλα, και μακροχρόνια εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής, ανεξάρτητα της ύπαρξης μνημονίου ή όχι, αν και όλα δείχνουν ότι και τέτοιο θα υπάρξει.

Και το γεγονός αυτό έρχεται να το επιβεβαιώσει η Ιρλανδία, που μόλις ανακοίνωσε το τέλος των μνημονίων, ανακοίνωσε, παράλληλα, και τη συνέχεια της ίδιας οικονομικής πολιτικής παίρνοντας νέα αντιλαϊκά μέτρα. Αλλά έρχονται να το επιβεβαιώσουν και οι ίδιες οι εξελίξεις στη χώρα μας, που, ενώ, ανακοινώνεται ότι η χώρα μας βαδίζει προς το τέλος των μνημονίων, εν τούτοις, η κυβέρνηση προετοιμάζει τον ελληνικό λαό για ένα νέο σοκ μέτρων.

Ένα νέο σοκ μέτρων, που η προέλευσή τους θα είναι διπλή:

Πρώτο, μέτρα, που εντάσσονται στο πλαίσιο του περίφημου εξορθολογισμού της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, η οποία προσπαθεί να τα δικαιολογήσει με ευτελή επιχειρήματα, ότι, τάχα, δεν είναι νέα, αλλά είναι «παλιά» και ήδη ψηφισμένα. Ορισμένα από την κυβέρνηση Παπαδήμου. Έτσι δικαιολογήθηκε το μέτρο των 25 ευρώ για τα νοσοκομεία, που ενεργοποίησε ο Άδωνις Γεωργιάδης και θα είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν οι εργαζόμενοι από εδώ και μπρος, έτσι δικαιολογούνται και τα μέτρα, που ανακοίνωσε μόλις προχτές ο Γιάννης Στουρνάρας για τις συντάξεις στις ΔΕΚΟ, τράπεζες κτλ.

Δεύτερο, νέα μέτρα που προβλέπονται τόσο στο προσχέδιο του οικονομικού προϋπολογισμού με νέους φόρους και που το σύνολό τους ανέρχεται στα 5δισ. ευρώ και νέα μέτρα τα οποία θα προκύψουν μετά τη «σκληρή» διαπραγμάτευση που διεξάγει η κυβέρνηση με τους ιθύνοντες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Περί αυτού μας μίλησε η Κριστίν Λαγκάρντ, όπως και ο Όλι Ρεν, όπως και ο Γεργκ Άσμουσεν, αυτό απαιτεί η Γερμανία και η Γαλλία για να τη συνέχεια της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης.

Και το νέο μνημόνιο, που όπως είπαμε ότι όλα δείχνουν ότι θα υπάρξει, θα αποτυπώνει ακριβώς αυτή τη συνέχεια της οικονομικής πολιτικής, με νέο δανεισμό και νέα μέτρα, ανεξάρτητα από το εάν θα είναι μια αποκλειστικά ευρωπαϊκή υπόθεση, δεδομένου ότι πολλά λέγονται για την αποχώρηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου από τη νέα συμφωνία για την Ελλάδα, που ορισμένοι την παρουσιάζουν ήδη δρομολογημένη.

Το αποτέλεσμα, λοιπόν, της «σκληρής» διαπραγμάτευσης είναι ήδη γνωστό, γιατί η στάση των εταίρων είναι δεδομένη, και κυρίαρχα των ηγετικών δυνάμεων, και εκφράζεται και με πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Οι ιθύνοντες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν συζητούν, δεν διαπραγματεύονται τώρα με την ελληνική κυβέρνηση. Την παραπέμπουν στη τρόικα και στα όσα αυτή θα πει με την ολοκλήρωση του ελέγχου.

Στην πραγματικότητα, δηλαδή, η «σκληρή» διαπραγμάτευση είναι στον αέρα και οι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα περιοριστούν στα όσα προτείνει η τρόικα με την τελική της έκθεση. Με δυο λόγια οι αποφάσεις ήδη έχουν παρθεί. Σχολιάζοντας ακόμη και αστοί δημοσιολόγοι τη στάση αυτή των αξιωματούχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στη χώρα μας μίλησαν για πλήρη κατάλυση της εθνικής ανεξαρτησίας.

Ο σκοπός αυτού του άρθρου, που δόθηκε σε δύο μέρη προς τους αναγνώστες μας, ήταν να αποσαφηνίσει τους όρους που παίζεται στην πραγματικότητα το παιχνίδι των μνημονίων σε συνάρτηση με τις αντιθέσεις των ηγετικών δυνάμεων μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, της σημασίας της υπογραφής τους ή όχι, το τι σημαίνει επί της ουσίας και στην πραγματικότητα μνημονιακή πολιτική, της εξάρτησης της χώρας μας, το πώς αντιμετώπισαν οι πολιτικές δυνάμεις το μνημόνιο και τη μνημονιακή πολιτική, το τι πολιτικές συνθήκες διαμορφώνονται στη χώρα μας.

Από όλα τα παραπάνω απομένει να σχολιάσουμε τις πολιτικές εξελίξεις. Και σε ότι αφορά αυτό το τελευταίο, πρέπει να πούμε, ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πολιτικό τοπίο, που έχει «μπουκώσει», που φαντάζει αδιέξοδο και που είναι ιδανικό για να σπεκουλάρει η Χρυσή Αυγή:

Από τη μια μεριά βρίσκονται οι μνημονιακές δυνάμεις – Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ, που εφαρμόζουν τη μνημονιακή πολιτική «κατά γράμμα» (με την αποσαφήνιση, που δώσαμε στο πρώτο μέρος αυτού του άρθρου, ότι αποτελεί τη γενική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης), οι δυνάμεις, δηλαδή, του «παλιού» δικομματισμού, σε φανερή αποδυνάμωση. Πολλά λέγονται για το μέλλον αυτών των δυνάμεων, μέχρι και για κοινή κάθοδο στις εκλογές. Ήδη, μετά και την κοινή προγραμματική συμφωνία, γίνεται λόγος για «αρραβωνιάσματα»!

Από την άλλη μεριά βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ, που προβάλλει ως αντιμνημονιακή δύναμη (με όλους τους περιορισμούς που προέρχονται από την υιοθέτηση της στρατηγικής της αστικής τάξης με την παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ και που αυτή η στρατηγική τον οδηγεί σε ταλαντεύσεις, σε συμβιβασμούς και υποχωρήσεις), στην προοπτική να διαμορφωθεί ένα νέο πολιτικό σύστημα ενός νέου δικομματισμού με την πλήρη ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ. Στη στάση αυτή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ σημειώνονται σημαντικές ενστάσεις από τμήματα του ΣΥΡΙΖΑ, που τον τελευταίο καιρό εντείνονται και που εκφράζονται δημόσια.

Ταυτόχρονα υπάρχει με ισχυρή παρουσία η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή, που αυτοπροβάλλεται ως αντισυστημική δύναμη, καταγγέλλει το μνημόνιο, αλλά με τη δράση της και τις θέσεις της διευκολύνει την εφαρμογή του, εγκλωβίζοντας σημαντικές λαϊκές δυνάμεις τόσο μικροαστικές όσο και εργατικές και που, παρά τις πρόσφατες εξελίξεις, δε φαίνεται να έχει σοβαρές απώλειες.

Παράλληλα γίνεται συγκεκριμένη προσπάθεια να ανασυσταθεί και να ανασυγκροτηθεί ο χώρος της σοσιαλδημοκρατίας με τη βοήθεια ισχυρών συγκροτημάτων των ΜΜΕ, χωρίς, όμως, τουλάχιστον μέχρι τώρα, κάποια ουσιαστικά αποτελέσματα, μια και τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και η ΔΗΜΑΡ αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρά προβλήματα επιβίωσης, ενώ οι διάσπαρτες δυνάμεις που κινούνται στον ίδιο χώρο δεν φαίνονται ικανές να παίξουν το συγκολλητικό τους ρόλο για μια ενιαία παρουσία.

Τέλος υπάρχει το Κόμμα μας, το ΚΚΕ, σε φανερά αποδυναμωμένη θέση, με τις δυνάμεις του «μαγκωμένες» από τη συνολική κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, ίσως και επιβαρυμένες με αισθήματα ηττοπάθειας από τη θέση του Κόμματος στο πολιτικό σύστημα και στο εργατικό κίνημα, που η διέξοδος που προτείνει αποδείχτηκε ότι δε συσπειρώνει τους εργαζόμενους και τα μικροαστικά στρώματα, αντίθετα έγινε η αιτία για τις σοβαρές απώλειες, που σημειώθηκαν στις πρόσφατες δίδυμες εκλογές του ’12, ενώ, ταυτόχρονα, το εργατικό κίνημα δεν είναι σε θέση να αποκρούσει τη μνημονιακή λαίλαπα. Οι επίσημες εκτιμήσεις του Κόμματος μιλάνε για ύφεση του εργατικού κινήματος.

Μπροστά στο συγκεκριμένο πολιτικό τοπίο έρχονται οι εκτιμήσεις του Κόμματος, που λένε: «Ουσιαστικά το δίπολο «μνημόνιο – αντιμνημόνιο» φαίνεται ότι «έφαγε τα ψωμιά του», ως μοχλός επίδρασης στην αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος. Οι καπιταλιστές στην Ελλάδα επείγονται και για την ανάκαμψη της οικονομίας και για επενδύσεις, επείγονται όμως και για το αστικό πολιτικό σύστημα. Η εξέλιξη των διεργασιών για την «κεντροαριστερά» ως ο χώρος που θα καλύπτει το λεγόμενο «κενό στο κέντρο» αυτό δείχνει. Όπως και οι διεργασίες για συγκρότηση «σοβαρού» ακροδεξιού κόμματος. Όλα μπορεί να συνυπολογίζονται στην αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος. Ταυτόχρονα, οι διεργασίες που συντελούνται στο ΣΥΡΙΖΑ ξαναφέρουν στην επιφάνεια τις συζητήσεις για νέο οπορτουνιστικό πόλο («ο λεγόμενος τρίτος πόλος»)» (Ριζοσπάστης, 22/10/2013, στήλη «Αποκαλυπτικά»).

Παρακάμπτουμε τη φράση «οι καπιταλιστές στην Ελλάδα επείγονται και για την ανάκαμψη της οικονομίας και για επενδύσεις», που χρήζει ιδιαίτερου σχολιασμού και παραμένουμε στην ουσία των πολιτικών εκτιμήσεων που περιέχονται σ’ αυτήν την περικοπή.

Ουσιαστικά, η περικοπή αυτή, κατ’ αρχάς, παρουσιάζει τα πολιτικά πράγματα «τελειωμένα», πέρα από το γεγονός ότι δείχνει το Κόμμα μας να αντιμετωπίζει τις πολιτικές εξελίξεις «από έξω», από τη θέση του «παρατηρητή» των πολιτικών εξελίξεων. Και αυτή η αντίληψη και η θέση είναι μεγάλο και διαρκές λάθος, γιατί αναδεικνύει τον τρόπο, που αντιμετωπίζει η ηγεσία του Κόμματος τις πολιτικές εξελίξεις, πέρα και έξω από την επίδραση που μπορεί να ασκήσει το ίδιο.

Κατά δεύτερο, η εκτίμηση που αναφερθήκαμε, είναι λάθος και από μερικές άλλες πλευρές:

  • Δεν παίρνει υπόψη ότι το δίπολο μνημόνιο – αντιμνημόνιο, ως πραγματικό δίλημμα, θα βρει την ουσιαστική του έκφραση από τώρα και στο εξής και για μεγάλη χρονική περίοδο, όπως αποδεικνύεται από τις γενικότερες εξελίξεις που αφορούν στη χώρα μας, στο οικονομικό επίπεδο,γιατί τώρα θα εμφανιστεί το ολοκληρωμένο του περιεχόμενο ως γενική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Επομένως, το γεγονός αυτό πράγματι θα βοηθήσει να αποκαλυφθεί και ο πολιτικός διαχωρισμός, σε πραγματικά μνημονιακές και σε πραγματικά αντιμνημονιακές δυνάμεις, δηλαδή, σε πολιτικές δυνάμεις, που εφαρμόζουν την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σύνολό της ή την αντιπαλεύουν στο σύνολό της.

Το να θεωρεί, όμως, κανείς «τελειωμένη» υπόθεση το δίπολο είναι σαν να θεωρεί από τώρα και τελειωμένη υπόθεση την πολιτική αντιστοίχηση, άρα και τη διαμόρφωση του πολιτικού συστήματος. Και αυτό είναι ένα συστηματικό λάθος της ηγεσίας του Κόμματος, που το μόνο που δεν κάνει είναι ότι «ξεκαθαρίζει» την πολιτική κατάσταση για να την «καταλάβουν» οι εργαζόμενοι.

Αντίθετα, είναι σαν να επιβεβαιώνει ότι παρατηρεί τις εξελίξεις «από μακριά», από τη «γωνιά του», δηλαδή, ενισχύει την άποψη, που έχουν οι εργαζόμενοι για το ΚΚΕ, ότι δεν θέλει να δράσει, ότι δεν θέλει να διεκδικήσει την εξουσία, να κυβερνήσει, ότι του είναι αρκετή μια θέση στην αντιπολίτευση. Και αυτή είναι μια διάχυτη άποψη μέσα στους εργαζόμενους, που δεν αντιμετωπίζεται με έναν από καθ’ έδρας επαναστατικό βερμπαλισμό για τη λαϊκή εξουσία και τη λαϊκή οικονομία.

  • Τι ακριβώς δεν παίρνει υπόψη αυτή η εκτίμηση; Στο πολιτικό επίπεδο ο ΣΥΡΙΖΑ είναι υποχρεωμένος, εκ των πραγμάτων, να παρουσιάζεται ως αντιμνημονιακή δύναμη, όπως και άλλες πολιτικές δυνάμεις, όπως οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, που δηλώνουν ότι είναι ενάντια στο μνημόνιο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πολιτικά δεσμευμένος με την κατάργηση του μνημονίου. Δεν αγνοούμε, ως «Νέα Σπορά», ότι το μνημόνιο θα λήξει κάποια στιγμή, ούτε αγνοούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ (καλύτερα, η κυρίαρχη άποψη μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ) «παίζει» και ελίσσεται με το μνημόνιο. Αλλά το να θεωρεί η ηγεσία του Κόμματος λίγο – πολύ κατασταλαγμένη την πολιτική κατάσταση και τη διάταξη των πολιτικών δυνάμεων αφ’ ενός διευκολύνει τα παιχνίδια και τους ελιγμούς του ΣΥΡΙΖΑ, διευκολύνει την πλήρη ενσωμάτωσή του στο πολιτικό σύστημα, αφ’ ετέρου δείχνει ένα ΚΚΕ να «σπρώχνει» το ΣΥΡΙΖΑ στην ενσωμάτωση, αγνοώντας ότι μαζί με το ΣΥΡΙΖΑ θα ενσωματωθεί και μεγάλο μέρος από τις λαϊκές μάζες που τον ακολουθούν.

Αυτή η αντίληψη είναι λάθος και αντί να αποδυναμώνει το αστικό πολιτικό σύστημα, αντί να παρεμβάλλει εμπόδια στο καταστάλαγμα και στην τελική του διαμόρφωση, αντί να το διατηρεί σε κρίση, ουσιαστικά του «λύνει τα χέρια» και το ενισχύει.

  • Φαίνεται ότι η ηγεσία του Κόμματος υποτιμάει καταστάσεις διάδοχες της λήξης του μνημονίου ή της κατάργησης του μνημονίου κατά το ΣΥΡΙΖΑ. Το μνημόνιο θα αφήσει την «κληρονομιά» του. Και αυτή η κληρονομιά θα παιδεύει για πολύ την πολιτική πραγματικότητα της χώρας μας. Πριν απ’ όλα, βέβαια, θα την παιδεύει ως πραγματική και συνολική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αλλά θα την παιδεύει και ως πολιτική στάση των πολιτικών δυνάμεων, που παρουσιάζονται τώρα ως αντιμνημονιακές. Αυτό κυρίως αφορά στο ΣΥΡΙΖΑ, που δεν πρόκειται να μεταβληθεί από αντιμνημονιακή δύναμη σε μνημονιακή μόνο και μόνο επειδή υπάρχει το ενδεχόμενο να γίνει κυβέρνηση. Αυτήν την κληρονομιά δεν μπορεί να την αγνοεί η ηγεσία του Κόμματος εάν θέλει να οικοδομήσει πάνω στην πολιτική συνείδηση των λαϊκών μαζών και κύρια σε όσες δυνάμεις αποσπάστηκαν από το ΚΚΕ και μεταπήδησαν στο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και σε όλες τις δυνάμεις, που τον ακολουθούν.

  • Φαίνεται ότι η ηγεσία του Κόμματος πιστεύει ότι θα έρθει η ώρα της «Αποκάλυψης», ότι με τη λήξη του μνημονίου η κατάσταση που θα δημιουργηθεί θα είναι απολύτως ξεκάθαρη: από τη μια μεριά, με την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της αστικής τάξης και των κομμάτων, που θα την εκπροσωπούν, με το ΣΥΡΙΖΑ να έχει ενσωματωθεί στο μπλοκ των αστικών πολιτικών δυνάμεων, και από την άλλη μεριά με την προλεταριακή πολιτική, που θα την εκπροσωπεί το Κόμμα μας.

Αυτή η σκέψη μπορεί να παρασύρει εύκολα το Κόμμα σε πλαστές καταστάσεις. Και όπως μίλησε για «προαποφασισμένα μέτρα», υποτιμώντας ή και αγνοώντας την πραγματική κίνηση της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της αστικής τάξης της χώρας μας και τη συνθετότητα που τη χαρακτήριζε, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι το δίλημμα μνημόνιο – αντιμνημόνιο είναι πλαστό, έτσι και τώρα μπορεί να οδηγηθεί σε «προαποφασισμένες», στη σκέψη του, καταστάσεις, μακριά από την πραγματικότητα, που θα υποτιμούν ή και θα αγνοούν τη συνθετότητα της νέας κατάστασης που θα δημιουργηθεί.

Θα επαναλάβουμε για άλλη μια φορά, ως «Νέα Σπορά», θυμίζοντας με επιμονή, τη Λενινιστική θέση: ότι η μετάβαση στο σοσιαλισμό δεν πρόκειται να γίνει ανάμεσα σε δύο στρατόπεδα, που από τη μια μεριά θα υπάρχει «ο καθαρός καπιταλισμός» και από την άλλη μεριά «ο καθαρός σοσιαλισμός». Αυτή η απλοποίηση μόνο ζημιά μπορεί να προκαλέσει στην υπόθεση της εργατικής τάξης.

Στην Ιστορία δεν υπάρχει ούτε μία περίπτωση που να πραγματοποιήθηκε σοσιαλιστική επανάσταση με αυτόν τον τρόπο. Ούτε και η Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση. Είναι καιρός να κατανοηθεί αυτό το πράγμα, γιατί, ως αντίληψη σφραγίζει την τακτική του Κόμματος, δεν μπορεί να «διαβάσει» την τρέχουσα πολιτική κατάσταση και διαμορφώνει «τελειωμένες» καταστάσεις εκεί που δεν έχουν τελειώσει.

  • Τέλος. Πέρα από την πολιτική αντιμετώπιση των πολιτικών δυνάμεων υπάρχει, και πρέπει να γίνεται, και η αντιμετώπιση των πολιτικών δυνάμεων σε κοινωνικό επίπεδο, δηλαδή, από την άποψη της ταξικής αντιπροσώπευσης.

Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα του μικροαστικού σοσιαλισμού, που έχει ενσωματώσει τη στρατηγική της αστικής τάξης. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να ενσωματωθεί στο αστικό πολιτικό σύστημα και να εξελιχτεί σε αστική πολιτική δύναμη, όπως η κλασσική Σοσιαλδημοκρατία.

Όμως, αυτή η πορεία δεν έχει ολοκληρωθεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει γίνει καθαρά ένα κόμμα της αστικής τάξης. Βασικά αντιπροσωπεύει κοινωνικές δυνάμεις που ανήκουν στα μικροαστικά στρώματα, ενώ έχει ενδυναμώσει την επιρροή του και στην εργατική τάξη. Επομένως το κοινωνικό χαρακτηριστικό της ταλάντευσης και των συμβιβασμών των μικροαστικών δυνάμεων γίνεται πολιτικό χαρακτηριστικό στη στάση του ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτό το χαρακτηριστικό ενισχύεται τόσο όσο η εργατική τάξη δεν προβάλλει στο προσκήνιο ως τάξη, που θέλει να συσπειρώσει τα μικροαστικά στρώματα, όσο μπορεί περισσότερα, για ριζικές αλλαγές έως και την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας.

Η στάση του ΚΚΕ απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή, η στάση της εργατικής τάξης απέναντι στα μικροαστικά στρώματα, δεν μπορεί να είναι το «σπρώξιμο» των μικροαστικών στρωμάτων να συμπαραταχθούν με την αστική τάξη για να «καθαρίσει» η κατάσταση. Γιατί περί αυτού πρόκειται.

Πέρα από το γεγονός ότι πρέπει να αποκαλύπτεται η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, ταυτόχρονα, η στάση του ΚΚΕ απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει να τον αναγκάζει να αποκαλύπτεται Ο ΙΔΙΟΣ απέναντι στα μικροαστικά στρώματα για να αποσπώνται αυτά από την επιρροή του ή ακόμη και να τον εξαναγκάζουν (δυνητικά) στο να μην ενσωματωθεί στο αστικό πολιτικό σύστημα.

Τότε και μόνο τότε το αστικό πολιτικό σύστημα θα αποδυναμώνεται, θα βρίσκεται σε κρίση, με έναν «παλιό» δικομματισμό, που έχει δεχθεί καίριο χτύπημα, που δεν θα μπορεί με ευκολία να τον αντικαταστήσει με έναν καινούργιο δικομματισμό, του οποίου ο ένας πυλώνας θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.

Από αυτήν την άποψη πρέπει το Κόμμα μας να παραδειγματιστεί από τη στάση, που κράτησαν απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ δυνάμεις της αστικής τάξης, που είτε ανήκουν στη Νέα Δημοκρατία είτε ανήκουν σε άλλους πολιτικούς σχηματισμούς και που πήραν σαφή και ρητή θέση απέναντι στη θεωρία των δύο άκρων, που στο ένα άκρο η επίσημη Νέα Δημοκρατία τοποθετούσε το ΣΥΡΙΖΑ και όχι μόνο.

Οι δυνάμεις αυτές, με πιο καθαρή και ρητή τη δήλωση Αντώναρου, «ότι ο δικομματισμός προϋποθέτει την ύπαρξη δύο κομμάτων», όπως και τη δήλωση Αβραμόπουλου ότι δεν θεωρεί άκρο το ΣΥΡΙΖΑ, και άλλων, «βλέπουν» πιο μακριά για την εξυπηρέτηση των αναγκών του αστικού πολιτικού συστήματος, επιδιώκοντας την ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτό.

Με την έννοια αυτή πρέπει να απεύχεται κανείς να εμφανίζονται άρθρα ή δηλώσεις στο Ριζοσπάστη ανώτατων στελεχών του Κόμματος, που φλερτάρουν με την άποψη ή και εμφανίζουν το ΣΥΡΙΖΑ, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι είναι συμμέτοχος στη θεωρία των δύο άκρων ως «παίχτης» ενός παιχνιδιού εξουσίας με τη Νέα Δημοκρατία.

Όχι μόνο, γιατί «εμμέσως πλην σαφώς» γίνεται αποδεκτή η θεωρία των δύο άκρων, που κατ’ εξοχήν θα στραφεί ενάντια στο ΚΚΕ και το εργατικό κίνημα, αλλά και γιατί, δεν είναι συμβατές τέτοιες απόψεις με την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα. Ούτε το ΚΚΕ είναι άκρο, ούτε η εργατική τάξη είναι άκρο. Αλλά και γιατί μετατρέπει το ΣΥΡΙΖΑ σε ήδη ενσωματωμένο πολιτικό σχηματισμό στο δικομματισμό.

Αυτή η στάση του Κόμματος απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ δεν συνιστά σε καμιά περίπτωση και επίσημη πρόσκληση στο ΣΥΡΙΖΑ για συμμαχία, για «αριστερή κυβέρνηση», γιατί οι διαφορές μεταξύ των δύο κομμάτων είναι θεμελιακές. Συνιστά όμως μια συγκεκριμένη στάση απέναντι στα μικροαστικά στρώματα και τις εργατικές δυνάμεις που επηρεάζει ο ΣΥΡΙΖΑ.

Απέναντι σε αυτό το πολιτικό τοπίο το ερώτημα που υπάρχει και πρέπει να απαντηθεί είναι: ποια είναι η πολιτική πρόταση διεξόδου που πρέπει να καταθέσει το ΚΚΕ;

Η «Νέα Σπορά» έχει πολλές φορές τοποθετηθεί και έχει εκφράσει την άποψη ότι τις πολιτικές εξελίξεις θα τις κρίνει η στάση του ΚΚΕ και η πρόταση διεξόδου από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, που θα καταθέσει.

Πρόταση πολύ περισσότερο αναγκαία σήμερα, που το δίπολο μνημόνιο – αντιμνημόνιο θα πάρει και τις ολοκληρωμένα πραγματικές του διαστάσεις, γιατί θα συνεχιστεί η μνημονιακή πολιτική, η συνολική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της αστικής τάξης της χώρας μας, έστω και χωρίς μνημόνια.

Η πρόταση αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη παρά η πρόταση του 15ου Συνεδρίου του Κόμματος, πολύ πιο επεξεργασμένη και πολύ πιο συγκεκριμένη, εντοπισμένη στη σημερινή πραγματικότητα, που θα προβλέπει την αλλαγή των τάξεων στην πολιτική εξουσία, μια εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.

Η αστική τάξη και οι πολιτικές δυνάμεις χρεοκόπησαν τη χώρα. Αδυνατούν να βγάλουν την οικονομία από την κρίση. Η χώρα μας βρίσκεται σε χειρότερη οικονομική και πολιτική θέση απ’ ότι στην αρχή της οικονομικής κρίσης. Μπροστά της διαγράφεται ένα ζοφερό μέλλον με μακρόχρονη οικονομική στασιμότητα και εξαθλίωση των εργαζομένων, υπό καθεστώς ελεγχόμενης χρεοκοπίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Με τη χρεοκοπία της χώρας χρεοκόπησε και η αστική τάξη. Χρεοκόπησαν τα κόμματά της. Δεν μπορούν και δεν δικαιούνται, πλέον, να βρίσκονται στην εξουσία, ως τάξη και κόμματα.

Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο χρειάζεται η αλλαγή των τάξεων στην εξουσία. Η εργατική τάξη με τους συμμάχους της πρέπει να καταλάβουν την εξουσία για να αναλάβουν το ιστορικό έργο να βγάλουν τη χώρα μας από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, διεκδικώντας την με όλες τις μορφές περάσματος από την αστική εξουσία στην εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, των μικροαστικών στρωμάτων της πόλης και του χωριού, της νεολαίας, της διανόησης.

Αυτό το μέτωπο δυνάμεων, αυτή η συμμαχία δυνάμεων δεν θα είναι μόνο κοινωνική αλλά θα είναι και πολιτική και θα εκφραστεί ως τέτοια και στο κοινωνικό και στο πολιτικό επίπεδο.

Αυτή η εξουσία, δεν θα είναι αστική εξουσία, δεν θα είναι η δικτατορία του προλεταριάτου, θα είναι, όμως, εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, που δεν θα σημαίνει «άμεσο σοσιαλισμό» – για να επικαλεστούμε την απάντηση του Β. Ι. Λένιν προς τον Κάμενεφ, αλλά θα είναι μια «δημοκρατική, επαναστατική εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της με τα δικά της αντιπροσωπευτικά όργανα εξουσίας».

Θα είναι μια εξουσία που θα στηρίζεται στην άμεση κινητοποίηση των λαϊκών μαζών, στη δύναμη των λαϊκών μαζών, στην οργάνωση των λαϊκών μαζών, στους αγώνες των λαϊκών μαζών, που μέσα από τα «συγκεκριμένα μεταβατικά βήματα» θα οδηγήσει στην ωρίμανση της πολιτικής και της ταξικής συνείδησης των εργαζομένων και στο σοσιαλισμό.

Θα είναι μια εξουσία, που θα έχει εκτοπίσει την αστική τάξη από την εξουσία, που θα δρομολογήσει την έξοδο από τον καπιταλισμό, που θα κάνει συγκεκριμένα βήματα προς το σοσιαλισμό, χωρίς ακόμη να έχει έρθει ο σοσιαλισμός. Χρονικά, αυτή η περίοδος θα είναι η περίοδος μετάβασης, με επαναστατικούς όρους, από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό με την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Το κύριο έργο αυτής της εξουσίας θα είναι η έξοδος από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία της χώρας, η ανασυγκρότηση και η ανόρθωση της οικονομίας, το πέρασμα βασικών τομέων της οικονομίας υπό τον έλεγχο της νέας εξουσίας, η ανάπτυξη της παραγωγικής υλικής βάσης, η εξάρθρωση της πολιτικής και οικονομικής εξάρτησης, η εποικοδομητική συνεργασία με τους γειτονικούς λαούς και με όλους τους λαούς – με ισότιμες οικονομικές και πολιτικές σχέσεις συνεργασίας, η εξασφάλιση της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας της χώρας μας, η υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων του Ελληνικού λαού, η προστασία και η επέκταση των κοινωνικών κατακτήσεων των εργαζομένων, η υπεράσπιση της ειρήνης, η έξοδος από το ΝΑΤΟ.

Βασικός κρίκος αυτής της πρότασης θα είναι η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και η διαγραφή του χρέους, η ανάκτηση των οικονομικών εργαλείων σχεδιασμού και εφαρμογής της οικονομικής πολιτικής, ζήτημα που δεν αφορά μόνο της χώρας μας.

Αυτή η πρόταση δεν απευθύνεται μόνο στον εργαζόμενο λαό στην Ελλάδα αλλά και στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γενικότερα της Ευρώπης. Σφυρηλατεί τη συμμαχία της εργατικής τάξης με τα μικροαστικά στρώματα, παίρνει υπόψη τους συσχετισμούς μεταξύ των τάξεων, οξύνει τις κοινωνικές αντιθέσεις, οξύνει τις αντιθέσεις μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αποκαλύπτει τον αντιδραστικό της χαρακτήρα, εντείνει το «απραγματοποίητο» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, φέρνει στο προσκήνιο την εργατική τάξη, ως πρωτοπόρα τάξη.

Είναι μια πρόταση, που από την άποψη της τακτικής στηρίζεται αποφασιστικά στη Λενινιστική επαναστατική τακτική, προσαρμοσμένη στις σημερινές συνθήκες.

Είναι μια πρόταση που μπορεί, πριν απ’ όλους, να την αγκαλιάσει η εργατική τάξη και να γίνει αποφασιστικός μοχλός για την αναζωογόνηση του εργατικού κινήματος, να αναπτύξει τη δράση του, να διεκδικήσει την επίλυση των άμεσων προβλημάτων των εργαζομένων πάνω σε συγκεκριμένη κατεύθυνση συσπείρωσης και δράσης για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας.

Μια πρόταση που θα αποκαλύπτει και θα απαντάει – πάνω σε συγκεκριμένες πολιτικές και οικονομικές κατευθύνσεις και μέτρα, πάνω σε συγκεκριμένα άμεσα και καυτά προβλήματα των εργαζομένων – στην μνημονιακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις μικροαστικές ταλαντεύσεις και τους συμβιβασμούς, θα αποσπάει δυνάμεις από πολιτικούς σχηματισμούς, που ερωτοτροπούν με την αστική τάξη και εκπροσωπούν μικροαστικά στρώματα και εγκλωβίζουν εργατικές δυνάμεις.

Είναι μια πρόταση που θα αντιμετωπίσει αποφασιστικά το φασιστικό κίνδυνο, που εκμεταλλεύεται ζητήματα εθνικής ανεξαρτησίας και επενδύει πάνω στην οικονομική εξαθλίωση των λαϊκών μαζών και προβάλλει ως η μόνη ευρωσκεπτικιστική πολιτική δύναμη.

Είναι μια πρόταση που όσο πιο γρήγορα κατατεθεί τόσο πιο αποτελεσματική θα είναι. Πολύ φοβόμαστε ότι το Κόμμα μας θα βρεθεί μπροστά σε ισχυρά πολιτικά διλήμματα, ειδικά μπροστά στο ενδεχόμενο των εκλογών, μπροστά σε πολωτικές καταστάσεις, που εάν δεν είναι εφοδιασμένο με συγκεκριμένη πρόταση διεξόδου θα βρεθεί σε ακόμη πιο δύσκολη θέση απ’ ότι το 2012.

 

COMMENTS