Ακροδεξιά και ευρωσκεπτικισμός

Η εκλογική νίκη του ακροδεξιού-εθνικιστικού «Εθνικού Μετώπου» της Γαλλίας  στο καντόνι του Μπρινιόλ, σε συνδυασμό με μια δημοσκόπηση τις ίδιες μέρες, που φέρνει το Κόμμα της Μαρίν Λεπέν στην πρώτη θέση με 24% ενόψει των ευρωεκλογών του 2014, έχει τροφοδοτήσει μια δημόσια συζήτηση, κυρίως σε μερίδα του ευρωπαϊκού τύπου μη εξαιρουμένου και του ελληνικού, με άξονα του προβληματισμού το γεγονός ότι «οι ευρωσκεπτικιστές φαίνονται έτοιμοι να κατακλύσουν το ευρωκοινοβούλιο».

Με μια πρώτη ματιά, αν και δεν είναι πάντα τόσο ευδιάκριτο, βλέπει κανείς ότι η συζήτηση που διεξάγεται τελεί υπό μια παραδοχή – σκόπιμη κατά την άποψή μας – στη βάση της οποίας συγχέονται δύο πολιτικές έννοιες: αυτή της ακροδεξιάς με εκείνη του ευρωσκεπτικισμού, με αποτέλεσμα η ακροδεξιά είτε να ταυτίζεται με την εναντίωση στην ΕΕ, είτε να εμφανίζεται ως ο αποκλειστικός φορέας αντιπαράθεσης με αυτήν.

Είναι και αυτός ένας πολύ λεπτά μεθοδευμένος τρόπος για να κατευθύνεται η πολιτική σκέψη και η συνείδηση των εργαζομένων και των λαών της Ευρώπης, σε εποχές κρίσης, όπου η ΕΕ ως το όραμα μιας Ενωμένης Ευρώπης έχει τουλάχιστον ξεθωριάσει, αν δεν αποτελεί ήδη ένα οικοδόμημα που «τρίζει από παντού», σε ακίνδυνες και πολλαπλώς παραπλανητικές πολιτικές διεξόδους.

Το καντόνι του Μπρινιόλ είναι μια περιοχή 16χιλ. κατοίκων στα νοτιοανατολικά της Γαλλίας, όπου ο υποψήφιος του «Εθνικού Μετώπου», Λοράν Λοπέζ επικράτησε τόσο στον πρώτο γύρο συγκεντρώνοντας το 40,4% των ψηφισάντων, όσο και στο δεύτερο γύρο, με ποσοστό που προσέγγισε το 60%, έναντι του αντιπάλου του απ’ τη νεογκολική δεξιά του UMP (πρόκειται για το κόμμα των Σιράκ, Σαρκοζί κλπ).

Οι δύο γύροι των τοπικών εκλογών στο καντόνι διεξήχθησαν τις Κυριακές 6 και 13 Οκτώβρη. Στο μεταξύ, στην εβδομάδα που μεσολάβησε ανάμεσα στις δύο αυτές εκλογικές αναμετρήσεις, το «Νουβέλ Ομπζερβατέρ» δημοσίευσε δημοσκόπηση που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Ifop για τις ευρωεκλογές του Μάη του 2014 και φέρνει πρώτο κόμμα το «Εθνικό Μέτωπο» με 24% (είχε συγκεντρώσει το 6,34% των ψήφων στις ευρωεκλογές του 2009).

Στην ίδια δημοσκόπηση ακολουθεί το UMP με 22% με το κυβερνόν σοσιαλιστικό κόμμα να μειώνεται σημαντικά στο 19% και στην τρίτη θέση. Τέταρτο είναι το κεντροδεξιό κόμμα «Ένωση Δημοκρατών Ανεξαρτήτων» με 11% και ακολουθούν το Μέτωπο της Αριστεράς (Μελανσόν, ΚΚ Γαλλίας) με 10% και το κόμμα των Οικολόγων Πράσινων με 6%.

Το μέγεθος του καντονιού του Μπρινιόλ μάλλον δεν μπορεί να θεωρηθεί αντιπροσωπευτικό των τάσεων στη γαλλική κοινωνία, ειδικά δε, αν συνυπολογιστεί ότι σ’ αυτήν την πόλη οι υποψήφιοι του ακροδεξιού «Εθνικού Μετώπου» περνούν ανελλιπώς στο δεύτερο γύρο των εκλογών απ’ το 1985, ενώ και στους δύο γύρους αυτής της τοπικής εκλογικής αναμέτρησης η αποχή ανήλθε στο 67% και στο 55% αντίστοιχα!

Ωστόσο η επικράτηση του υποψηφίου της Λεπέν αντιμετωπίστηκε από ένα μέρος της ευρωπαϊκής αρθρογραφίας ως επιβεβαίωση των πολιτικών διεργασιών στη γαλλική κοινωνία, που εμφανίζει η δημοσκόπηση του Ifop για τις ευρωεκλογές. Απ’ την ίδια αρθρογραφία εκφράζονται εκτιμήσεις για «μαζική μετακίνηση ψηφοφόρων  (σ.σ. του σοσιαλιστικού κόμματος του Ολάντ) από τις τάξεις των εργαζομένων, προς το Εθνικό Μέτωπο». Ουσιαστικά η εκτίμηση αυτή υπαινίσσεται στροφή της γαλλικής εργατικής τάξης προς την ακροδεξιά και τον εθνικισμό-σοβινισμό. 

Επιπρόσθετα, υποστηρίχτηκε η άποψη ότι η άνοδος της Λεπέν και τυχόν εκλογική πρωτιά (δεν πρέπει πάντως να διαφεύγει της προσοχής ότι λόγος γίνεται για τις κάλπες των ευρωεκλογών και όχι προεδρικές ή βουλευτικές εκλογές) συνδέεται με Frexit (έξοδο της Γαλλίας απ’ την ευρωζώνη) και άρχισαν να διατυπώνονται ερωτηματικά για το μέλλον αυτής καθ’ αυτής της πορείας και της ύπαρξης της ΟΝΕ και της ΕΕ με επίκεντρο τα αποτελέσματα των επικείμενων ευρωεκλογών και την επιρροή των ακροδεξιών, εθνικιστικών και νεοφασιστικών κομμάτων στις χώρες της ΕΕ.

Μάλιστα στον Τύπο δημοσιεύτηκαν επαφές και συνομιλίες μεταξύ της Λεπέν με τον ομοϊδεάτη της επικεφαλής του ολλανδικού «Κόμματος της Ελευθερίας», που αφορούν σε σενάρια και διεργασίες προκειμένου να υπάρξει ένα «ενωμένο μέτωπο των αντι-ευρωπαϊστών», εννοώντας, ωστόσο, έναν αχταρμά κομμάτων, που κινούνται απ’ το κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία», ή το «Κόμμα της Ελευθερίας» στη Βρετανία και φτάνουν μέχρι νεοφασιστικές πολιτικές δυνάμεις της Ανατολικής Ευρώπης, αν και επισημαίνεται η εγγενής δυσκολία αυτού του εγχειρήματος. Ακόμη διατυπώνονται εκτιμήσεις που θέλουν τέτοιες πολιτικές δυνάμεις να καταλαμβάνουν συνολικά το 30% των εδρών του ευρωκοινοβουλίου.

Ειδικά για τη Γαλλία υποστηρίζεται ότι η άνοδος του Εθνικού Μετώπου είναι ακόμη ένα δείγμα ότι «η βραδυφλεγής κρίση στην Ευρώπη δεν έχει ακόμη φτάσει στο απόγειό της» και παραλληλίζεται η κατάσταση με τους περιορισμούς που επιβάλλει στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης το ενιαίο νόμισμα στη ζώνη του ευρώ με τις αρχές της δεκαετίας του ’30, που τελούσε υπό τον κανόνα του Χρυσού.

Είναι γεγονός ότι το «Εθνικό Μέτωπο» της Λεπέν είναι το μοναδικό πολιτικό κόμμα της Γαλλίας, που, στις διακηρύξεις του, μιλάει με σαφήνεια για έξοδο της Γαλλίας απ’ τη ζώνη του ευρώ και για τη διάλυση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, ενώ σύμφωνα με δημοσιεύματα η Μαρίν Λεπέν προτίθεται εφόσον εκλεγεί πρόεδρος της Γαλλίας «να προχωρήσει σε δημοψήφισμα για τη συμμετοχή ή όχι της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση», γιατί «το ευρώ μπλοκάρει όλες τις οικονομικές αποφάσεις». Την ίδια στιγμή προσθέτει ότι «η Γαλλία δεν είναι μια χώρα που μπορεί να ανεχτεί κηδεμονία απ’ τις Βρυξέλλες».

Στην πραγματικότητα αυτή η στάση του ακροδεξιού «Εθνικού Μετώπου» της Γαλλίας, την οποία η ίδια η Λεπέν αποκαλεί «οικονομικό πατριωτισμό», εκφράζει, για λογαριασμό του γαλλικού ιμπεριαλισμού, την αμφισβήτηση στην ηγεμονία και την πρωτοκαθεδρία του γερμανικού ιμπεριαλισμού στην ΕΕ, όπως αυτή αποτυπώνεται στην πολιτική της Μέρκελ. Άλλωστε η Λεπέν αναρωτιέται προσθέτοντας με νόημα ότι «το ευρώ παύει να υπάρχει τη στιγμή που η Γαλλία θα το εγκαταλείψει. Αυτή είναι η απίστευτη δύναμή μας. Τι θα κάνουν; Θα στείλουν τα τανκς;».

Χάρη σ’ αυτήν την πολιτική γραμμή, όπου όλα τα ζωτικά προβλήματα της γαλλικής κοινωνίας και οικονομίας αποδόθηκαν στην ΕΕ και την πολιτική που χαράζουν Βερολίνο και Βρυξέλλες, το «Εθνικό Μέτωπο» κατέλαβε την τρίτη θέση στις προεδρικές εκλογές του 2012 αποσπώντας το 17,9% των ψήφων, ποσοστό σαφώς μεγαλύτερο απ’ το 16,8% του 2002, όταν στην ηγεσία του κόμματος βρισκόταν ο πατέρας Λεπέν και πέρασε στο β’ γύρο χάνοντας, τελικά, την αναμέτρηση για την προεδρία απ’ τον Ζακ Σιράκ.

Δεν πρέπει, επίσης, να ξεχνάμε ότι με την πολιτική του επαναπροσδιορισμού των σχέσεων της Γαλλίας με τη Γερμανία εκλέχτηκε στην προεδρία το 2012 ο Ολάντ και χάρη στην κατηγορία ότι ο Σαρκοζί είχε γίνει «το σκυλάκι της Μέρκελ» ηττήθηκε αυτός στην ίδια εκλογική αναμέτρηση.

Αυτή η στάση της Λεπέν, ανεξάρτητα απ’ την ειλικρίνεια των διακηρύξεών της για διάλυση της ευρωζώνης – γιατί και αυτό είναι ένα σημαντικό θέμα, που αφορά το σύνολο της αστικής τάξης της Γαλλίας, τελικά, εκφράζει ένα αντικειμενικό γεγονός: τις φυγόκεντρες δυνάμεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της ΕΕ, ως απόρροια του χαρακτήρα της, δηλαδή, ως ιμπεριαλιστικής, διακρατικής συμμαχίας, όπου «η τάση για κυριαρχία» των ξεχωριστών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων εκφράζεται ανοιχτά και προκαλεί την όξυνση των αντιθέσεων των μεγάλων δυνάμεων της ΕΕ.

Σε συνθήκες, λοιπόν, καπιταλιστικής κρίσης και κατακτητικών διαθέσεων του γερμανικού ιμπεριαλισμού οι αντιθέσεις αυτές έχουν ενισχυθεί ακόμη περισσότερο, ειδικά όταν πρόκειται για ισχυρές οικονομικές δυνάμεις όπως η Γαλλία, που χάνουν έδαφος σε σχέση με τη Γερμανία στον παγκόσμιο ανταγωνισμό.

Αυτές τις αντιθέσεις εκφράζουν συνολικά η άνοδος και η σημαντική κοινοβουλευτική εκπροσώπηση ακροδεξιών, εθνικιστικών, ακόμη και καθαρά νεοφασιστικών και νεοναζιστικών κομμάτων σε όλες σχεδόν τις χώρες της ΕΕ, τόσο στο μεσογειακό Νότο όσο και στις χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, όπως τη Φιλανδία, την Αυστρία, το Βέλγιο, τη Σουηδία, την Ολλανδία, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Νορβηγία, όπου το κόμμα «Πρόοδος» (του οποίου μέλος ήταν ο Άντερς Μπρέιβικ, γνωστός για τη μαζική δολοφονία 77 μελών της Νεολαίας του Εργατικού Κόμματος το 2011) στις εκλογές του Σεπτεμβρίου κέρδισε 29 έδρες και συμφώνησε σε κυβερνητικό συνασπισμό με το Συντηρητικό κόμμα.

Η άνοδος της ακροδεξιάς, σε όποια εκδοχή της και παραλλαγή της, στις χώρες της ΕΕ αποδεικνύει, πρωτίστως, την επικαιρότητα της Λενινιστικής θέσης ότι το όραμα μιας Ενωμένης Ευρώπης στο πλαίσιο του καπιταλισμού είναι  «αντιδραστικό». Στην πραγματικότητα η ΕΕ, πέρα από το γεγονός ότι γίνεται όλο και πιο αντιδραστική,  με αποτέλεσμα να οξύνονται στο έπακρο οι κοινωνικές αντιθέσεις στο εσωτερικό της, εμφανίζει και όλα εκείνα τα σημάδια, τα οποία τείνουν να επιβεβαιώσουν το δεύτερο σκέλος της Λενινιστικής θέσης ότι είναι και «απραγματοποίητη». Ή, τουλάχιστον, για να μιλήσουμε αυστηρά με τα σημερινά δεδομένα, κανένας δεν είναι σίγουρος, ακόμη και οι ιθύνοντες παράγοντες της ΕΕ, για το μέλλον της.

Μέσα σ’ αυτό το πολιτικό περιβάλλον, των αντιθέσεων που εκφράζει η άνοδος της ακροδεξιάς και κατά συνέπεια αμφισβήτησης των υφιστάμενων σχέσεων στο εσωτερικό της ΕΕ, δεν είναι τυχαία η δήλωση του γερμανού σοσιαλδημοκράτη προέδρου του ευρωκοινοβουλίου, Μάρτιν Σουλτς, ότι «αυτοί που θέλουν να καταστρέψουν την Ευρωπαϊκή Ένωση κερδίζουν τις εκλογές στην Ευρώπη» αλλά και των προειδοποιήσεων του επίσης σοσιαλδημοκράτη προέδρου της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ ότι «η Ευρώπη ρισκάρει να οπισθοδρομήσει και να παραλύσει εάν οι ευρωσκεπτικιστές και οι εθνικιστές πάρουν το πάνω χέρι στο νέο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο».

Όμως η οικονομική πολιτική, που ασκείται απ’ την κυρίαρχη ελίτ της ΕΕ και ειδικά απ’ τη Γερμανία, δεν αφορά μόνο στις σχέσεις μεταξύ των αστικών τάξεων και τις αντιθέσεις τους. Ταυτόχρονα αυτή η οικονομική πολιτική, που εφαρμόζεται για έξοδο απ’ την κρίση και ανακατανομή των αγορών δημιουργεί πολύ σοβαρά προβλήματα στην οικονομική ανάπτυξη της ΕΕ. Δεν οδηγεί στην έξοδο από την οικονομική κρίση, και προπαντός δεν είναι σε θέση να επιλύσει οξύτατα προβλήματα των χωρών – μελών της, άμεσης προτεραιότητας, όπως είναι το δημόσιο χρέος.

Το κυρίαρχο, πάντως, γεγονός είναι ότι αυτή η πολιτική που ακολουθείται έχει άμεσες επιπτώσεις στη ζωή των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων όλης της ΕΕ. Τους φορτώνει τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Οδηγεί μαζικά στην ανέχεια, στη φτώχεια, στην εξαθλίωση, στην ανεργία, στην αφαίρεση κοινωνικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων.

Τα προβλήματα αυτά γίνονται πιο εκρηκτικά για τους μετανάστες. Την ύπαρξη των μεταναστών την εκμεταλλεύεται η ρητορική των ακροδεξιών και εθνικιστικών κομμάτων, βρίσκει απήχηση στη «λευκή» εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα, καθώς λείπει απ’ το κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα μια ολοκληρωμένη απάντηση εξόδου απ’ την κρίση, που θα αμφισβητεί αυτά καθ’ αυτά τα θεμέλια της ΕΕ και του ευρώ και τη συνεπαγόμενη πολιτική της, ως παραγόντων όξυνσης της καπιταλιστικής κρίσης, που αφορά συνολικά την εργατική τάξη και τα καταστρεμμένα μικροαστικά στρώματα.

Το «Εθνικό Μέτωπο» της Γαλλίας πήρε, ουσιαστικά, κεφάλι και εδραιώθηκε ως τρίτη πολιτική δύναμη της Γαλλίας υπερισχύοντας του «Μετώπου της Αριστεράς», γιατί σε αντίθεση με τη γαλλική αριστερά και το ΚΚ έθεσε με απόλυτη σαφήνεια και οξύτητα στις διακηρύξεις του θέμα συμμετοχής της Γαλλίας στο ευρώ, στην τελική ευθεία των εκλογών του 2012.

Αυτό το γεγονός από μόνο του ήταν αρκετό για να πριμοδοτηθεί το «Εθνικό Μέτωπο» εκμεταλλευόμενο την πλατιά δυσαρέσκεια, που προκαλεί στους εργαζόμενους η εφαρμοζόμενη πολιτική της ΕΕ. Την ίδια στιγμή το «Εθνικό Μέτωπο» πριμοδοτείται απ’ την αστική τάξη της Γαλλίας, που αξιώνει «ισορροπία» στις γαλλογερμανικές σχέσεις και επιδιώκει, παράλληλα, την πρωτοκαθεδρία της γαλλικής αστικής τάξης στην ΕΕ. 

Η έλλειψη κομμουνιστικού εναλλακτικού προγράμματος, που θα έχει ως βάση την εναντίωση στην ΕΕ, έχει ως αποτέλεσμα να στραφούν προς τη γαλλική ακροδεξιά τμήματα της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων της γαλλικής κοινωνίας, που υφίστανται τις συνέπειες της πολιτικής της ΕΕ.

Έτσι το «Εθνικό Μέτωπο» της Μαρίν Λεπέν απέσπασε περί τα 6 εκατομμύρια ψηφοφόρους, το προφίλ των οποίων συνίσταται κατά κύριο λόγο σε άντρες, που βρίσκονται στην πλέον παραγωγική ηλικιακή φάση των 35-44 ετών, μεσαίου προς χαμηλού μορφωτικού επιπέδου.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η εκλογική και πολιτική επιρροή του κόμματος της Λεπέν συγκεντρώνεται στα προάστια γύρω απ’ τα μεγάλα αστικά κέντρα και σε αγροτικές περιοχές, όπου υπάρχει υποβάθμιση των κοινωνικών υποδομών και των υπηρεσιών πρόνοιας, σε πρώην βιομηχανικές περιοχές (ορυχεία, μέταλλο κλπ), που έχουν δεχτεί πλήγματα στην παραγωγική τους βάση με αποτέλεσμα την απώλεια δεκάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας σε μικρές βιομηχανίες και βιοτεχνίες.

Η αντιΕΕ στάση του «Εθνικού Μετώπου» ήταν το βασικό πλεονέκτημά του έναντι του «Μετώπου της Αριστεράς», το οποίο παρά τη σοβαρή βελτίωση των θέσεων του σε όλα τα επίπεδα δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει μια βασική αντίφαση στο πρόγραμμα που κατέθεσε προς το γαλλικό λαό.

Και αυτή η αντίφαση ήταν πως θα εφαρμόσει το «Μέτωπο της Αριστεράς», όντας η Γαλλία μέλος της ΟΝΕ και της ΕΕ, ένα πρόγραμμα του οποίου το κόστος εφαρμογής αποτιμήθηκε στα 130δισ. ευρώ. Δράττοντας την ευκαιρία το Ινστιτούτο των Γαλλικών Επιχειρήσεων χαρακτήρισε το ποσό «ιλιγγιώδες» και έθεσε στο «Μέτωπο της Αριστεράς» το ερώτημα «από πού θα βρει αυτά τα κονδύλια», ενώ, παράλληλα, εκτόξευσε την κατηγορία ότι το πολιτικό πρόγραμμα της Γαλλικής Αριστεράς θα οδηγήσει «στην καταστροφή την οικονομία της Γαλλίας».

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα παρά τη σοβαρή εκλογική επίδοση του Μετώπου της Αριστεράς που απέσπασε το 11,11% έναντι του 1,93% που είχε πάρει το ΚΚ Γαλλίας το 2007, το ακροδεξιό «Εθνικό Μέτωπο» να εδραιωθεί στην τρίτη θέση με 17,9% έναντι του 10,44% που είχε κερδίσει το 2007 με τον Ζαν Μαρί Λεπέν στην ηγεσία του, σημειώνοντας μια άνοδο της τάξης των 2,5εκ ψήφων.

Το συμπέρασμα είναι ότι ακόμη και ένα πρόγραμμα, έστω και εάν αφορά στη βελτίωση της θέσης των εργαζομένων, έστω και εάν είναι ριζοσπαστικό, στο πλαίσιο της ΟΝΕ και του γενικότερου οικονομικού σχεδιασμού της ΕΕ, ακόμη και από την άποψη της άντλησης των οικονομικών πόρων, και όχι μόνο, ακυρώνεται, είναι αδύνατον να εφαρμοστεί, κοστολογείται ως «ακριβό και καταστροφικό», από τη στιγμή που δεν περιλαμβάνει την έξοδο από την ΕΕ και δεν εντάσσεται σε μια άλλη αναπτυξιακή κατεύθυνση κόντρα στην αναπτυξιακή κατεύθυνση της ΕΕ.

Και αυτό το θέμα αφορά και στη χώρα μας, και ιδιαίτερα το ΣΥΡΙΖΑ, που προκειμένου να «μπαλώσει» αυτό το κενό μιλάει για νέα προγράμματα Μάρσαλ, ενώ οδηγείται ταυτόχρονα σε συνεχείς υποχωρήσεις ακόμη και από τις αρχικές του διακηρύξεις.

Η αύξηση των μισθών των εργαζομένων, που θα προβλέπει ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα, ακυρώνεται από τη μείωση των μισθών που εφαρμόζει η ΕΕ. Οι κρατικοποιήσεις των τραπεζών ακυρώνονται από τις προβλεπόμενες ανακεφαλοποιήσεις των τραπεζών, που προωθεί η ΕΕ, δηλαδή, από κονδύλια που αντλούνται από τους εργαζόμενους προς όφελος των τραπεζών, παραπέρα ακυρώνονται από το γεγονός ότι θα υπηρετούν μιαν ανάπτυξη που θα είναι σε όφελος της αστικής τάξης. 

Ακόμα, όμως, πιο διδακτική είναι η ιστορία της εδραίωσης του «Εθνικού Μετώπου» ως μιας πολιτικής δύναμης με ρόλο στην πολιτική ζωή της Γαλλίας, γιατί αναδεικνύει τις ευθύνες της αστικής τάξης, που νομιμοποιεί πολιτικά και επενδύει σε τέτοιες πολιτικές δυνάμεις προσανατολίζοντας προς σ’ αυτήν την κατεύθυνση τα συνήθη θύματα της πολιτικής της, τους εργαζόμενους.

Το «Εθνικό Μέτωπο» ιδρύθηκε το 1972 από μια, θα μπορούσε να πει κανείς, ετερογενή μάζα πολιτικών ομάδων και ρευμάτων που περιλάμβαναν τμήματα της άκρας δεξιάς των Γκολικών, στους οποίους συγκαταλέγονταν από αντιστασιακούς του Ντε Γκολ κατά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο μέχρι συνεργάτες των Ναζί την ίδια περίοδο.

Κοινό ενοποιητικό στοιχείο όλων ήταν ο γαλλικός εθνικισμός-σοβινισμός και αφορμή για την ίδρυση αυτού του κόμματος ήταν η απώλεια της αποικίας της Αλγερίας την οποία ως τότε κατείχε η Γαλλία. Ο ίδιος ο Λεπέν είχε μακρύ παρελθόν στο γαλλικό στρατό ως λεγεωνάριος και αξίζει να σημειωθεί ότι το «Εθνικό Μέτωπο» είναι το μόνο κόμμα που υπερασπίζεται με θέρμη ακόμη και σήμερα το αποικιοκρατικό παρελθόν του γαλλικού ιμπεριαλισμού.

Σε όλη τη διαδρομή του το «Εθνικό Μέτωπο» και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000, κάποιοι το οριοθετούν στο 2007, συνδύαζε στις θέσεις του νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις στην οικονομική πολιτική και συντηρητικές αντιδραστικές θέσεις σε ότι αφορά στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας, τη δημόσια τάξη κλπ με μπόλικες δόσεις αντικομμουνισμού, με επιθετική στάση και αντιδραστικό  λόγο κατά των μεταναστών και των γάλλων υπηκόων, που προέρχονταν απ’ τις πρώην αποικίες της Γαλλίας.

Στα χρόνια που ξέσπασε η  παγκόσμια οικονομική κρίση του καπιταλισμού άρχισε να υιοθετεί θέσεις που περιείχαν αρκετό κρατικό προστατευτισμό, πρότεινε επιλεκτικές εθνικοποιήσεις σε τομείς της οικονομίας, όπως πχ η ενέργεια, και κατήγγειλε το παγκόσμιο κεφάλαιο, οριοθετώντας τη σχέση του με το δεξιό UMP και το σοσιαλιστικό κόμμα, τα οποία κατηγορούσε ότι «ξεπουλάνε τη Γαλλία στις παγκόσμιες ελίτ».

Όμως δε θα ήταν εκτός πραγματικότητας αν κάποιος υποστηρίξει την άποψη ότι ο πυρήνας των θέσεων του «Εθνικού Μέτωπου» νομιμοποιήθηκε πολιτικά και απενοχοποιήθηκε στις συνειδήσεις μιας μεγάλης πλειοψηφίας της γαλλικής κοινωνίας με τα γεγονότα των Γκέτο του 2005 και τη στροφή προς ακόμα πιο συντηρητικές και αντιδραστικές κατευθύνσεις που έκανε το κυβερνών τότε UMP.

Είναι η εποχή όπου οι διακηρύξεις του «Εθνικού Μετώπου» για τον «γαλλικό τρόπο ζωής», την «υπεράσπιση του γαλλικού πολιτισμού απ’ τον ισλαμισμό» και οι κατηγορίες προς τους σοσιαλιστές ως «ενδοτικούς» στον «εξισλαμισμό της γαλλικής κοινωνίας» νομιμοποιήθηκαν, με αφορμή την εξέγερση στα γαλλικά γκέτο το 2005, ως πολιτικά ρεαλιστικές απ’ τη ρητορική και πρακτική του τότε υπουργού των εσωτερικών Νικολά Σαρκοζί, που μίλησε για «νόμο και τάξη». Λίγο μετά, το 2007, ο Σαρκοζί θα αναλάμβανε την προεδρία του UMP και θα εκλεγόταν πρόεδρος της Γαλλίας διαδεχόμενος και στις δύο θέσεις τον Ζακ Σιράκ.

Η ανάδειξη της Μαρίν Λεπέν στην ηγεσία του «Εθνικού Μετώπου» το 2011 είναι μια ακόμα καμπή στη διαδρομή του κόμματος αυτού αναφορικά με το ρόλο που φαίνεται να επιφυλάσσει σ’ αυτό η αστική τάξη της Γαλλίας. Η μέχρι τότε αντιπρόεδρος του «Εθνικού Μετώπου» διαδέχτηκε στην προεδρία τον πατέρα της με μια καμπάνια που είχε στόχο, όπως η ίδια έλεγε, να διώξει το στίγμα του ακροδεξιού κόμματος απ’ το «Εθνικό Μέτωπο» και να το «αποδαιμονοποιήσει».

Αμέσως πέταξε απ’ τις συγκεντρώσεις του κόμματός της τους «θερμοκέφαλους» που χαιρετούσαν ναζιστικά, χαρακτήρισε «βδέλυγμα» το Ναζισμό, ενώ απέσυρε απ’ την «υπηρεσία τάξης» του κόμματος, δηλαδή τις ομάδες περιφρούρησης τους Σκίνχετνς. Διαφώνησε και διαφοροποιήθηκε ανοιχτά απ’ τον πατέρα Λεπέν, ο οποίος υποστηρίζει ότι η κατοχική κυβέρνηση της Γαλλίας υπό τον Πετέν, που συνεργάστηκε με τους Ναζί κατακτητές στο Β’ παγκόσμιο πόλεμο, δε φέρει ευθύνη για την εξόντωση των γάλλων εβραίων απ’ τους χιτλερικούς.

Ήδη απ’ το 2008, όταν ο πατέρας της αναφερόταν στο Ολοκαύτωμα και χαρακτήριζε «λεπτομέρεια της ιστορίας τους θαλάμους αερίων» η Μαρίν Λεπέν δήλωνε ότι «δε συμμερίζομαι την ίδια γνώμη με τον πατέρα μου για τα γεγονότα» προστρέχοντας ωστόσο να λειάνει τις γωνίες αυτής της διαφοροποίησης λέγοντας ότι «ο πατέρας μου δεν αρνήθηκε κανένα απ’ τα γεγονότα αλλά ήθελε, και σ’ αυτό συμφωνώ μ’ αυτόν, να δοθεί σημασία σε όλα τα θύματα του Β’ παγκοσμίου πολέμου. Μάλλον όμως το έκανε με άκομψο (μη σωστό) τρόπο», κατέληγε στη δήλωσή της. 

Σε όλη την ως τότε 35ετή και πλέον διαδρομή του το ακροδεξιό «Εθνικό Μέτωπο» έκανε ότι και τα άλλα ακροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη παρά τις όποιες παραλλαγές τους και εκδοχές τους. Παράλληλα, μετά το 2000, σε μια κίνηση προσαρμογής προς τις διεθνείς ιδεολογικοπολιτικές ανάγκες του ιμπεριαλισμού,  αντικατέστησε τον άκρατο αντισιωνισμό και τη ρητορική κατά των Εβραίων με την πολεμική κατά του Ισλάμ ως απειλής για το δυτικό πολιτισμό και ειδικά για το «γαλλικό τρόπο ζωής».

Στην πραγματικότητα η Μαρίν Λεπέν έκανε, και αυτό σηματοδοτούσε και η ανάληψη απ’ την ίδια της ηγεσίας του «ακραίου» «Εθνικού Μετώπου», αυτό που στην Ελλάδα έχει ονομαστεί «σοβαρή Χρυσή Αυγή»! Από εκεί προκύπτουν και τα περί «αποδαιμονοποίησης».

Είναι δε χαρακτηριστικό ότι στις τάξεις του κόμματος συμμετέχουν, πλέον, και έγχρωμοι, ελάχιστοι βέβαια, ενώ πρόσφατα η Μαρίν Λεπέν πέρασε από πειθαρχικό και διαγράφει στέλεχος του κόμματός της επειδή παρομοίασε στο Facebook την υπουργό δικαιοσύνης του σοσιαλιστικού κόμματος με μορφή πιθήκου!

Ακόμα πιο ενδεικτικό είναι ότι ως σήμερα δύσκολα μπορεί κάποιος να αποδείξει με νομικά τεκμήρια και αποδείξεις ευθεία σύνδεση και ανάμιξη μελών του «Εθνικού Μετώπου» στις επιθέσεις που δέχονται μετανάστες και γάλλοι υπήκοοι που προέρχονται από γονείς μετανάστες.

Αποκορύφωνα αυτής της μεθοδευμένης «μετάλλαξης» προς ένα «σοβαρό εθνικό κίνημα» είναι οι πρόσφατες δηλώσεις της Λεπέν στις οποίες κατήγγειλε όσους «βάζουν στην ίδια μοίρα τον Μπρέιβικ στη Νορβηγία, τη Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα με το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία», γιατί, όπως χαρακτηριστικά πρόσθεσε, το κόμμα της «σέβεται τους νόμους της δημοκρατίας» και «δεν έχει καμία σχέση με ναζί, με ρατσιστές, με αντισημίτες και δολοφόνους». Μάλιστα έφτασε στο σημείο να απειλήσει με προσφυγή στη δικαιοσύνη και μηνύσεις όσους χαρακτηρίζουν το «Εθνικό Μέτωπο» ακροδεξιό κόμμα! 

Είναι φανερό ότι η αστική τάξη της Γαλλίας σχεδιασμένα απενοχοποιεί το κόμμα της Λεπέν, προκειμένου να αποτελέσει τον αποδέχτη των πλατιά δυσαρεστημένων εργαζομένων για την ασφάλεια του συστήματος. Ταυτόχρονα το χρησιμοποιεί σαν μπαμπούλα της σταθερότητας της ίδιας της ΕΕ.

Εκ των πραγμάτων, όμως, πρέπει να τονίσουμε, ότι αυτή η κίνηση να ταυτιστεί η ακροδεξιά με τον ευρωσκεπτισμό δεν έχει μέλλον. Ακόμη και στη Γαλλία, που το «Μέτωπο της Αριστεράς» δεν υποστηρίζει την αποχώρηση από την ΟΝΕ, πολύ περισσότερο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, σημείωσε αύξηση των δυνάμεών του, γεγονός που δείχνει ότι η δυσαρέσκεια και ο σκεπτικισμός γύρω από την πολιτική της ΕΕ έχει πλατύτερη βάση, ανεξάρτητα από τη μη ύπαρξη ενός εναλλακτικού κομμουνιστικού προγράμματος, που η βάση του θα ήταν η στάση απέναντι στην ΕΕ.

Η «Νέα Σπορά» έχει επισημάνει ότι για τη χώρα μας  η στάση απέναντι στην ΕΕ είναι ο κρίκος μέσα από τον οποίο θα ξεδιπλωθεί μια εναλλακτική προγραμματική πρόταση του κομμουνιστικού κινήματος. Η θέση αυτή αφορά σε όλες τις χώρες της ΕΕ. Στην κατεύθυνση αυτή θα καταθέσει πιο συγκεκριμένα τις απόψεις της, θεωρώντας ότι το ζήτημα αυτό αποτελεί πολιτικό πρόβλημα ιδιαίτερης σημασίας.    

 

 

 

COMMENTS