Η συζήτηση που άνοιξε, με αφορμή τις δολοφονικές επιθέσεις στο Πέραμα και την Αμφιάλη από τα τάγματα εφόδου της Χρυσής Αυγής, για την τήρηση του Συντάγματος, επομένως και της νομιμότητας απέναντι σ’ αυτό, δεν είναι και τόσο αθώα όσο κατ’ αρχάς φαίνεται. Ας θυμηθούμε πως εξελίχτηκε αυτή η συζήτηση.
Η κυβέρνηση χρησιμοποίησε τη θεωρία των δύο άκρων προκειμένου να στοχοποιήσει το ΣΥΡΙΖΑ, ως το ένα εκ των δύο άκρων. Ο άμεσος στόχος ήταν διπλός: Από τη μια, να πιέσει το ΣΥΡΙΖΑ εκλογικά, αφού είναι το κόμμα που διεκδικεί τη διακυβέρνηση της χώρας, από την άλλη να επαναπατρίσει ψηφοφόρους στη Νέα Δημοκρατία από τη Χρυσή Αυγή.
Πέρα από τον άμεσο στόχο της κυβέρνησης υπήρχε και ένας γενικότερος στόχος. Να δημιουργηθεί κλίμα έντασης, να κατασταλάξει στον ελληνικό λαό η άποψη ότι: όποια πολιτική δύναμη δεν συμφωνεί με την πολιτική της κυβέρνησης και υποστηρίζει τις λαϊκές κινητοποιήσεις για την ανατροπή αυτής της πολιτικής συμπεριφέρεται ακραία.
Το άλλο άκρο, προφανώς, ήταν η Χρυσή Αυγή, που τη συγκεκριμένη περίοδο κλιμάκωσε την εγκληματική της δράση και επιδιδόταν σε δολοφονικές επιθέσεις. Η τακτική της έντασης που επεδίωξε η κυβέρνηση, που πρακτικά θα εκφραζόταν με τρομοκρατία και καταστολή των αγώνων των εργαζομένων, ήταν «βούτυρο και μέλι» στο ψωμί της Χρυσής Αυγής. Δεν θα έχανε, λοιπόν, την ευκαιρία. Σε αυτό το γεγονός επικεντρώνονται και οι τεράστιες ευθύνες της κυβέρνησησης, που σκόπιμα καλλιέργησε.
Όταν ο Πρωθυπουργός, με το λόγο του στη ΔΕΘ, επικαλέστηκε τη θεωρία των δύο άκρων δεν είχε πραγματοποιηθεί η δολοφονική επίθεση στην Αμφιάλη, που άλλαξε τα πολιτικά δεδομένα.
Μέχρι την πραγματοποίηση της πολιτικής δολοφονίας, ουσιαστικά, ο Πρωθυπουργός εξίσωνε το ΣΥΡΙΖΑ και τη Χρυσή Αυγή σε δύο επίπεδα. Στη στάση τους μέσα στη Βουλή, που «καταψήφιζαν τα πάντα» και στη στάση τους έξω από τη Βουλή, που ευνοούσαν τις πράξεις βίας.
Για έξω από τη Βουλή ενοχοποιούσε το ΣΥΡΙΖΑ για πράξεις βίας με την κατηγορία ότι ευνοεί τη δράση ομάδων που επιδίδονταν σε καταστροφές μαγαζιών, τραπεζών κτλ, όταν πραγματοποιούνταν κινητοποιήσεις εργαζομένων, αλλά και ότι τις αγκαλιάζει, τις καλύπτει πολιτικά και τις υπερασπίζεται.
Η ενοχοποίηση αυτή ξεκίναγε από τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008 και έφτασε μέχρι και τις πρόσφατες κινητοποιήσεις του λαού της Χαλκιδικής στις Σκουριές.
Παράλληλα ενοχοποιούσε τη Χρυσή Αυγή για πράξεις βίας, που δεν ήταν και τόσο δύσκολο να τις αποδώσει σ’ αυτήν, αφού η ίδια φανερά τις έκανε και αναλάμβανε την ευθύνη γι’ αυτές ή, για όποιες δεν αναλάμβανε την ευθύνη, ήταν παραπάνω από προφανές ότι έφεραν τη σφραγίδα της.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή το πολιτικό ζήτημα που έμπαινε ήταν η νομιμότητα, που, κατά την κυβέρνηση, παραβιαζόταν από τις πράξεις βίας άμεσα από την πλευρά της Χρυσής Αυγής και έμμεσα από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, αφού δεν ήταν ο φυσικός αυτουργός της βίας αλλά την κάλυπτε πολιτικά.
Στη συνέχεια έρχεται η αποτρόπαια δολοφονία του Παύλου Φύσσα στην Αμφιάλη. Η κυβέρνηση, μπροστά στην κατακραυγή, που ξεσήκωσε η πολιτική δολοφονία, αναδιπλώνεται, αφού βρήκε μπροστά της τις έντονες λαϊκές αντιδράσεις. Αντιδράσεις συνάντησε ακόμη και από δικά της πρώτης γραμμής στελέχη αλλά και από μεγάλα συγκροτήματα των ΜΜΕ, που της επεσήμαναν τον ολισθηρό δρόμο που ακολουθεί.
Το θέμα που μπαίνει στην ημερήσια διάταξη, τότε, μετά και τον καταιγισμό των αποκαλύψεων για τη δράση της Χρυσής Αυγής που ακολούθησε, είναι η αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής. Στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της Χρυσής Αυγής επανέρχεται και η θέση, που έχει διατυπωθεί και παλιότερα, να τεθεί εκτός νόμου, γιατί είναι μια εγκληματική οργάνωση που δεν σέβεται το Σύνταγμα.
Σ’ αυτό το σημείο ακριβώς παρεμβαίνει ο Μάκης Βορίδης, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας, για να «θυμίσει» ότι και το ΚΚΕ δεν σέβεται το Σύνταγμα, πρώτον, γιατί το έχει καταψηφίσει και δεύτερον, γιατί και αυτό ευνοεί τη βία με τις μορφές πάλης που επιλέγει – καταλήψεις υπουργείων κτλ.- και να «αναρωτηθεί» εάν το ΚΚΕ ανήκει στο λεγόμενο συνταγματικό τόξο, αφού επιδιώκει ανοιχτά την ανατροπή του καπιταλισμού.
Φυσικά, η παρέμβαση του Μάκη Βορίδη αποσκοπούσε στο να υποστηρίξει την άποψη ότι τα εγκλήματα που διαπράττει η Χρυσή Αυγή με τη δράση της είναι πλημμελήματα εκτός της περίπτωσης της δολοφονίας στην Αμφιάλη που είναι κακούργημα. Συνεπώς το υπάρχον νομικό πλαίσιο μπορεί με την ενεργοποίησή του να αντιμετωπίσει την εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής και να αποφανθεί η Δικαιοσύνη γι’ αυτήν. Θέμα, όμως, κήρυξης εκτός νόμου της Χρυσής Αυγής δεν έμπαινε.
Ομολογουμένως πρόκειται για μια «έξυπνη» τοποθέτηση του Μάκη Βορίδη. Από τη μια, μη ξεχνώντας και τη δράση της νιότης του στην ΕΠΕΝ, έκλεινε την πόρτα σε μια εκδοχή για να τεθεί εκτός νόμου η Χρυσή Αυγή, εκδοχή, που, κατά καιρούς, έχει απασχολήσει και ορισμένους κύκλους της ίδιας της κυβέρνησης. Από την άλλη, με την υπενθύμιση του συνταγματικού τόξου, ήταν σαν να έλεγε: «ακούστε κύριοι, όσοι επιθυμείτε να θέσετε εκτός νόμου τη Χρυσή Αυγή», υπάρχει και το ΚΚΕ, που κινείται εκτός συνταγματικού τόξου.
Στη συζήτηση αυτή παρενέβη και ο Άδωνις Γεωργιάδης, ο οποίος, μάλιστα, ήταν πιο «τολμηρός» και πιο συγκεκριμένος. Υποστήριξε την άποψη ότι η κατάληψη ενός υπουργείου θα πρέπει να θεωρείται κακουργηματική πράξη. Δηλαδή να ανοίγει μεν ο δρόμος για την ποινική δίωξη και καταδίκη των εργαζομένων, που με τους αγώνες τους διεκδικούν την ανατροπή της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά, ταυτόχρονα να έμπαινε και το πρόβλημα της νομιμότητας των κομμάτων.
Έστρωνε έτσι το έδαφος ενοχοποίησης εκείνων των κομμάτων, ιδιαίτερα του ΚΚΕ, που υποστηρίζουν τους αγώνες των εργαζομένων, να επικρέμεται η απειλή από πάνω τους να κατηγορηθούν ότι κινούνται εκτός συνταγματικού τόξου, γιατί παραβιάζουν τη συνταγματική νομιμότητα, επομένως να τεθούν και εκτός νόμου.
Εδώ επαληθεύεται για μια άλλη φορά ο Β. Ι. Λένιν ότι η νομιμότητα στον καπιταλισμό είναι μια σχετική έννοια, γιατί η αστική τάξη «τραβάει» τα πράγματα έως εκεί που θέλει και επομένως ένα επαναστατικό κόμμα να μη μπορεί να θεωρήσει ότι έχει απόλυτα εξασφαλισμένη τη νομιμότητά του σε συνθήκες αστικής δημοκρατίας.
Αξίζει, σ’ αυτό το σημείο, να υπενθυμίσουμε ότι η συζήτηση γύρω από την έννοια του συνταγματικού τόξου έχει μακρά πορεία από το παρελθόν μέχρι στις μέρες μας (και στη χώρα μας). Θα μας επιτραπεί, λοιπόν, να αναφερθούμε σε ορισμένα χαρακτηριστικά και συγκεκριμένα παραδείγματα, που αποσαφηνίζουν και τη στάση που πρέπει να κρατάει ένα Κομμουνιστικό Κόμμα σε ανάλογες περιπτώσεις.
Ένα τυπικό παράδειγμα είναι αυτό της Γαλλίας του μεσοπολέμου. Το Φλεβάρη του 1934 οι Γάλλοι φασίστες, οπλισμένοι, κατέλαβαν τους δρόμους του Παρισιού επιχειρώντας να καταλύσουν την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Αμέσως μετά επακολούθησε ένα εργατικό – λαϊκό ξεσήκωμα που απέτρεψε το φασιστικό πραξικόπημα.
Η κυβέρνηση των Ριζοσπαστών το 1935, προκειμένου να αντιμετωπίσει τη δράση των φασιστικών οργανώσεων, που συνεχιζόταν, πέρασε ένα νόμο στη Βουλή, που τις έθετε εκτός νόμου. Ο νόμος αυτός πέρασε με βασικό επιχείρημα την υπεράσπιση του Συντάγματος.
Εκ των πραγμάτων, το επιχείρημα αυτό, διαχώριζε τα κόμματα σε «συνταγματικά» και «μη συνταγματικά», με άλλους όρους, σημερινούς, τις φασιστικές ομάδες τις έθετε εκτός «συνταγματικού τόξου» και τις κήρυσσε παράνομες, ενώ τα άλλα κόμματα που ψήφισαν το νομοσχέδιο για να γίνει νόμος της Γαλλικής Δημοκρατίας τα έθετε εντός «συνταγματικού τόξου» και επομένως τα θεωρούσε νόμιμα.
Μπροστά στο επαναστατικό κίνημα μπήκε το ερώτημα: ποια στάση κρατάνε τα Κομμουνιστικά Κόμματα στις περιπτώσεις αυτές; Γιατί ήταν προφανές ότι το ίδιο νομικό πλαίσιο που ψηφίστηκε μπορούσε να στραφεί ενάντιά τους με τα ίδια επιχειρήματα. Τότε, το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας ψήφισε υπέρ του συγκεκριμένου νόμου.
Σημείωνε, όμως, ότι έχει επίγνωση του γεγονότος ότι τα μέτρα, που έπαιρνε η κυβέρνηση, μπορούν να στραφούν ενάντια στο εργατικό κίνημα και τη δράση του ίδιου του Κ.Κ. Γαλλίας και ότι θα προσπαθήσει να μη συμβεί αυτό! Πρόκειται για μια λάθος τοποθέτηση, για ένα θεμελιακό λάθος από την πλευρά του Κ.Κ. Γαλλίας.
Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι αυτό της μεταπολεμικής Ιταλίας. Μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο το φασιστικό κόμμα στην Ιταλία τέθηκε εκτός νόμου. To 1946, στις 26 του Δεκέμβρη δημιουργήθηκε το Movimento Sociale Italiano (MSI) – Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα – διάδοχος του φασιστικού κόμματος, με πρωτεργάτες τον Giorgio Almirante και τον Pino Romualdi και άλλα στελέχη του φασιστικού καθεστώτος.
Το 1972 το MSI ενώθηκε με το Partito Democratico Italiano di Unita΄ Monarchica – το Μοναρχικό κόμμα, και ως όνομα του νέου κόμματος καθιερώθηκε το Movimento Sociale Italiano – Destra Nazionale (MSI – DN), (Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα – Εθνική Δεξιά).
Το κύριο επιχείρημα που επιστρατεύτηκε για την πολιτική αντιμετώπιση του MSI και στη συνέχεια του MSI – DN, και λόγω της ιστορικής μνήμης από το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι, ήταν ότι το κόμμα αυτό δεν ανήκε στο συνταγματικό τόξο. Δηλαδή, ως βάση αντιπαράθεσης ήταν η υπεράσπιση του αστικού Ιταλικού Συντάγματος.
Το επιχείρημα αυτό το επικαλέστηκαν από κοινού το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, ακόμη και αυτό το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Είχε σχηματιστεί ένα άτυπο αντιφασιστικό μέτωπο, που, βέβαια, δεν είχε το χαρακτήρα ενός οργανωτικά διαμορφωμένου μετώπου, αλλά εκφραζόταν μέσα από την ενιαία στάση αυτών των κομμάτων απέναντι στο νεοφασιστικό κόμμα.
Η συνέχεια είναι ακόμη πιο ενδιαφέρουσα. Το Φλεβάρη του 1991 το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα διαλύεται και στη θέση του δημιουργείται το Partito Democratico di Sinistra (PDS), (Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς), το οποίο αργότερα έγινε και κυβερνητικό κόμμα.
Το 1995 το MSI – DN συμβάλλεται στην Alleanza Nazionale (Εθνική Συμμαχία) της οποίας ηγείται ο Gianfranco Fini. Το κόμμα αυτό, αργότερα, μαζί με το κόμμα του Σίλβιο Μπερλουσκόνι και την αποσχιστική Λέγκα του Βορρά (Lega di Nord με αρχηγό τον Umberto Bossi) σχημάτισαν κυβέρνηση με πρωθυπουργό το Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Το συμπέρασμα είναι ότι η υπεράσπιση του αστικού Συντάγματος, στη βάση της θεωρίας του συνταγματικού τόξου, δεν στάθηκε ικανή να αποτρέψει την άνοδο του νεοφασισμού στην Ιταλία και να αναδειχτεί ακόμη και σε κυβερνητική δύναμη, όπως, άλλωστε, και σε άλλες χώρες, π.χ. πρόσφατα στην Αυστρία.
Ταυτόχρονα η στάση του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που υιοθέτησε την ίδια τακτική με τα άλλα αστικά κόμματα απέναντι στη δράση του νεοφασισμού, δεν το απέτρεψε από το να φτάσει στη διάλυση και στην τελική του ενσωμάτωση στο αστικό πολιτικό σύστημα.
Γιατί τι κρυβόταν πίσω από αυτή τη στάση του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος; Η παραίτησή του από τη διεκδίκηση της πολιτικής εξουσίας της εργατικής τάξης, έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε στη δεκαετία του ’70 με τον περίφημο «Ιστορικό συμβιβασμό».
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η δράση του νεοφασισμού στην Ιταλία, σε συνεργασία με τις μυστικές υπηρεσίες, την αστυνομία και την Γκλάντιο, ήταν ιδιαζόντως εγκληματική με κορυφαίο γεγονός την ανατίναξη του σιδηροδρομικού σταθμού της Bologna, όπου υπήρξαν πολλές δεκάδες θύματα τον Αύγουστο του 1980.
Αυτήν την τακτική του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος τη μετέφερε αυτούσια στη χώρα μας το λεγόμενο ΚΚΕ εσ. μετά την πτώση της Χούντας με την περίφημη ΕΑΔΕ (Εθνική Αντιδικτατορική Δημοκρατική Ενότητα). Η πορεία η ίδια του κόμματος αυτού αποδεικνύει και την αξιοπιστία της πολιτικής, που είχε αντιγράψει από την ιταλική «πραγματικότητα». Στο τέλος διαλύθηκε.
Μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού, και περνάμε στο τρίτο παράδειγμα, στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης η θεωρία του συνταγματικού τόξου πήρε μια άλλη μορφή. Πιο επικίνδυνη για το Κομμουνιστικό Κίνημα. Η επίσημη αστική πολιτική ενσωμάτωσε τη θεωρία των δύο άκρων με τη θεωρία του συνταγματικού τόξου σε μια ενιαία θεωρία.
Αυτή η ενιαία θεωρία, η οποία εξίσωνε το φασισμό – ναζισμό με τον κομμουνισμό, ως ίδιες ιδεολογίες, οι οποίες ήταν το ίδιο ολοκληρωτικές και εγκληματικές, έγινε η επίσημη ιδεολογία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ενσωματώθηκε στα ντοκουμέντα της ως βασική αρχή.
Δεν ήταν κάτι το καινούργιο, γιατί τα συνθετικά της μέρη προϋπήρχαν. Η σχετική προπαγάνδα περί μαύρου και κόκκινου φασισμού ήταν βασικό πολιτικό και ιδεολογικό όπλο της αστικής πολιτικής. Αυτό που άλλαξε ήταν ότι με τη συνένωση με τη θεωρία του συνταγματικού τόξου διαφοροποίησε τη βάση υπεράσπισης του αστικού Συντάγματος. Έπρεπε να προστατευτεί και από τα δύο άκρα ταυτόχρονα.
Αυτή η θεωρία ενσωματώθηκε και στα Συντάγματα ορισμένων χωρών. Οι Βαλτικές χώρες προηγήθηκαν. Στην πράξη νομιμοποιήθηκε το κυνήγι των Κομμουνιστικών Κομμάτων. Απαγορεύτηκε η δράση τους. Όσοι εκφράζονταν δημόσια ενάντια σε αυτήν την εξίσωση κατέληγαν στη φυλακή.
Την ίδια στιγμή, βέβαια, το επίσημο κράτος τιμούσε τα φασιστικά τάγματα, που πολέμησαν στο πλευρό των Γερμανών ενάντια στον Κόκκινο Στρατό, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου, γιατί θεωρήθηκε ότι αντιστέκονταν στη Σοβιετική «κατοχή», ενώ επέτρεπε τη δράση των νεοφασιστών!
Όπως διαπιστώνουμε, τελικά, η υπεράσπιση του αστικού Συντάγματος και του νομοθετικού πλαισίου που προβλέπεται, κάτω από οποιαδήποτε πολιτική και ιδεολογική φόρμα, στρέφεται, σε τελική ανάλυση, ενάντια στο επαναστατικό κίνημα. Και είναι αυτό το πρωταρχικό ενδιαφέρον της αστικής τάξης, που το «περνάει» με το μανδύα της υπεράσπισης του Συντάγματος, πατώντας πάνω στο δικό της δημιούργημα και στη δράση του. Το φασισμό.
Για να κλείσουμε το θέμα μας οφείλουμε να διευκρινίσουμε και το ποιο ήταν το λάθος που διέπρατταν τα Κομμουνιστικά Κόμματα που αποδέχτηκαν τη «λογική» του συνταγματικού τόξου.
Την πάλη για την υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων των εργαζομένων τη συνέδεαν και την υπέτασσαν στην υπεράσπιση του αστικού Συντάγματος. Δεν έβλεπαν ότι η υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών και των δικαιωμάτων των εργαζομένων ήταν καθήκον κύρια της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων, για να εξασφαλίσουν τους πολιτικούς και κοινωνικούς όρους, που θα διευκόλυνε την πάλη τους στην πορεία προς το σοσιαλισμό.
Πάνω σε αυτό το έδαφος θα μπορούσαν να αναπτυχθούν και οι όποιες συμμαχίες με άλλες δυνάμεις, που όμως δεν θα οδηγούσαν στην υποχώρηση από την πλευρά των Κομμουνιστικών Κομμάτων ως προς τη βασική τους κατεύθυνση.
COMMENTS