Στις 27 Σεπτέμβρη του ’41 ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του ΚΚΕ το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Το ιδρυτικό του ΕΑΜ υπέγραψαν τρία ακόμα κόμματα, το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας (ΑΚΕ), το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΚΕ) και η Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ, Τσιριμώκος). Ακολούθησε η Εαμική εποποιία, που αποτελεί την πιο ένδοξη ιστορική σελίδα της νεώτερης ιστορίας της χώρας μας.
Στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία, όμως, τα διδάγματα εκείνης της περιόδου, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία για τη στάση που κράτησαν οι κοινωνικές και κατ’ επέκταση και οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας απέναντι στο φασισμό – ναζισμό.
Πέρα από κάθε αμφιβολία το ΕΑΜ, που αντιπροσώπευε την εργατική τάξη, τη μεγάλη μάζα της αγροτιάς και τα μικροαστικά στρώματα της πόλης, σήκωσε στους ώμους του, σχεδόν αποκλειστικά, το βάρος της πάλης κατά του ναζισμού και της τριπλής φασιστικής κατοχής από Γερμανούς, Ιταλούς και Βούλγαρους κατακτητές.
Η αστική τάξη της Ελλάδας είτε απουσίασε απ’ τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, είτε συνεργάστηκε ανοιχτά με τους φασίστες κατακτητές. Ακολούθησε με λίγα λόγια το δρόμο είτε της υποτέλειας στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα της Μεγάλης Βρετανίας, είτε της προδοσίας και της ανοιχτής συνεργασίας με το Χίτλερ.
Στην πράξη το ΕΑΜ, δηλαδή, σε κοινωνικό επίπεδο, η εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα της πόλης και του χωριού αποτέλεσαν την αντιφασιστική συμμαχία. Αυτή τη συμμαχία η αστική τάξη της χώρας αρχικά θέλησε να την υπονομεύσει και στη συνέχεια την πολέμησε με κάθε τρόπο.
Προς το τέλος του πολέμου και μπροστά στη διαφαινόμενη ήττα των δυνάμεων του φασιστικού άξονα, με την καθοριστική συμβολή της ΕΣΣΔ, η αστική τάξη, τελικά, συνένωσε τις δυνάμεις της για να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο που διαφαινόταν για το αστικό καθεστώς.
Μπροστά στο «φάντασμα» της Λαοκρατίας που πλανιόταν πάνω απ’ την Ελλάδα, η αγγλόφιλη μερίδα της αστικής τάξης προτίμησε να δώσει συγχωροχάρτι στους δοσίλογους και τους γερμανοτσολιάδες, τους κουκουλοφόρους της κατοχής και τους ταγματασφαλίτες και να ξεπλύνει την προδοσία τους προκειμένου να αντιμετωπίσει την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη και την αγροτιά που στη συντριπτική τους πλειοψηφία συσπειρώνονταν στο ΕΑΜ. Η προοπτική του σοσιαλισμού την κατατρομοκράτησε.
Το πρώτο συμπέρασμα είναι πως η αστική τάξη δεν μπορεί να αποτελέσει δύναμη πάλης κατά του φασισμού και αυτό έχει κριθεί ιστορικά και στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου και των δεκαετιών που ακολούθησαν, δεκαετίες κατά τις οποίες οι συνεργάτες των κατακτητών στελέχωσαν την κρατική μηχανή.
Το δεύτερο συμπέρασμα αφορά στους όρους κάτω απ’ τους οποίους η αστική τάξη συνένωσε τις δυνάμεις της για να αντιμετωπίσει τους αγωνιστές του ΕΑΜ και του ΚΚΕ προς το τέλος του πολέμου και λίγο πριν την απελευθέρωση της Ελλάδας απ’ τον ηρωικό ΕΛΑΣ.
Υιοθέτησε μια αντίληψη που αναλογικά-ιστορικά συμπίπτει με τη σημερινή θεωρία των «δύο άκρων». Εξομοίωσε την εθνικοαπελευθερωτική, αντιιμπεριαλιστική και κατ’ ουσία τη μόνη με συνέπεια αντιφασιστική πάλη, που διεξήγαγε το ΕΑΜ με τα εγκλήματα και τις θηριωδίες των ναζιστών και των ντόπιων συνεργατών τους.
«Κόλαση είναι σήμερα η πατρίδα μας. Σφάζουν οι Γερμανοί, σφάζουν και οι αντάρτες. Σφάζουν και καίνε» αναφωνούσε κατά την έναρξη των εργασιών του Λιβάνου ο Γεώργιος Παπανδρέου προκειμένου να «δικαιολογήσει» την αγγλική στρατιωτική επέμβαση μετά την αποχώρηση των Γερμανών Ναζί και τη σφαγή του Ελληνικού λαού απ’ τα στρατεύματα του Τσώρτσιλ με τη συνεργασία των γερμανοντυμένων ταγμάτων ασφαλείας και των χιτών. Ο δρόμος για τις εξορίες, τις φυλακές και τα εκτελεστικά αποσπάσματα είχε ανοίξει.
Με αυτήν την έννοια, στο ζήτημα της αντιμετώπισης της Χρυσής Αυγής, τα διδάγματα της περιόδου της δεκαετίας του ’40 αποτελούν μια ιστορική παρακαταθήκη καίριας σημασίας. Η τρέχουσα πολιτική συγκυρία προσφέρει μια πρώτης τάξης ευκαιρία για να αντιληφθούμε πόσο επιζήμια για το Κόμμα μας, το ΚΚΕ, ήταν η αναθεώρηση της ιστορικής του διαδρομής μέσα απ’ το Β’ τόμο του Δοκιμίου Ιστορίας.
COMMENTS