Χρόνια τώρα, όταν γίνονταν εκλογές στις ΗΠΑ, ο Τύπος και οι αστικές πολιτικές δυνάμεις έβαζαν ένα πλαστό ερώτημα μπροστά στον ελληνικό λαό. Τι μπορούμε να περιμένουμε, ως χώρα, ως βοήθεια, από την εκλογή του τάδε ή του δείνα Προέδρου των ΗΠΑ, είτε αυτός προερχόταν από το Ρεπουμπλικάνικο κόμμα είτε από το Δημοκρατικό κόμμα. Το ερώτημα αυτό αφορούσε κυρίως τα εθνικά μας ζητήματα, όπως τις σχέσεις της χώρας μας με το FYROM, τις σχέσεις μας με την Τουρκία με επίκεντρο το Αιγαίο και την Κύπρο.
Κάθε φορά οι διάφοροι πολιτικοί αρχηγοί έκαναν δηλώσεις και καλλιεργούσαν προσδοκίες, που το περιεχόμενό τους «έγερνε» είτε προς την πλευρά του Ρεπουμπλικάνικου είτε προς την πλευρά του Δημοκρατικού κόμματος. Ποιος δεν θυμάται τις δηλώσεις της Μαρίας Δαμανάκη, ως Προέδρου του ΣΥΝ, για τον Μπιλ Κλίντον!
Αυτό που αποδείχτηκε είναι ότι καμιά βοήθεια δεν πήρε η χώρα μας για την επίλυση αυτών των ζητημάτων από τις ΗΠΑ. Αντίθετα οι ΗΠΑ εξασκούσαν μια πολιτική, που έπαιρνε υπόψη της, αποκλειστικά και μόνο, τα δικά της γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα.
Τα προβλήματα αυτά εξακολουθούν να παραμένουν άλυτα για δεκαετίες, και όχι μόνο αυτό, επιδεινώθηκαν ακόμη περισσότερο, αφού προστέθηκαν και άλλα ζητήματα, όπως η εκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων στο Αιγαίο και την Κύπρο.
Το ίδιο ερώτημα έμπαινε και όταν γίνονταν εκλογές στη Γαλλία. Αν θα εκλεγεί Πρόεδρος σοσιαλιστής ή συντηρητικός. Το σύνθημα «Ελλάς Γαλλία συμμαχία» ειπώθηκε και γράφτηκε πολλές φορές σε συγκεντρώσεις και στον Τύπο αντίστοιχα. Το αποτέλεσμα ήταν να αγοράσουμε αρκετά πολεμικά αεροπλάνα από τη Γαλλία και η σημερινή κυβέρνηση να ξοδεύει «ένα κάρο» εκατομμύρια ευρώ για να νοικιάσει δύο φρεγάτες άχρηστες για το Πολεμικό Ναυτικό.
Με τις εκλογές στη Γερμανία ξαναμπήκε το ίδιο ερώτημα. Τι μπορούμε να περιμένουμε από μία επανεκλογή της Άγκελα Μέρκελ ή όχι. Παρακάμπτοντας το γεγονός ότι σαπίζουν στις αποβάθρες της Ελευσίνας τα υποβρύχια, που κατασκευάστηκαν στη Γερμανία, και τα ακριβοπλήρωσε ο ελληνικός λαός σε συνθήκες βαριάς λιτότητας, την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, ευτυχώς ή δυστυχώς για ορισμένους, την έδωσε η ίδια η Άγκελα Μέρκελ και μάλιστα στις πρώτες δηλώσεις της: «Θα συνεχιστεί η πίεση προς την Ελλάδα»! Πίεση που αφορά στην προώθηση των «μεταρρυθμίσεων», που απαιτεί η Γερμανία και η Ευρωπαϊκή Ένωση να εφαρμόσει η χώρα μας.
Παραπέρα η Άγκελα Μέρκελ δήλωσε ότι θα συνεχίσει την ίδια πολιτική σε ότι αφορά συνολικά την Ευρωπαϊκή Ένωση. Διαλύθηκαν έτσι οι όποιες προσδοκίες για μια αλλαγή της στάσης της Γερμανίας τόσο για τη χώρα μας όσο και για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η τρόικα είναι ήδη στη χώρα μας και κατά την επίσκεψή της στο ΤΑΙΠΕΔ επεσήμανε ότι υπάρχουν καθυστερήσεις και απαίτησαν την επιτάχυνση των διαδικασιών ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας με ένα απλό «προχωρήστε». Δεν περίμεναν τα αποτελέσματα των γερμανικών εκλογών.
Ο γερμανικός λαός ενίσχυσε πιο πολύ το κόμμα της Άγκελα Μέρκελ. Δεν είναι βέβαια το ποσοστό που έπαιρνε ο Χέλμουτ Κολ κατά το παρελθόν, είναι, όμως, ένα ενισχυμένο ποσοστό σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές.
Η εξήγηση γι’ αυτό το αποτέλεσμα πρέπει να αναζητηθεί στο γεγονός ότι η Γερμανία παρουσίασε μια κατάσταση σχετικής οικονομικής σταθερότητας, που οφειλόταν κυρίως στις αυξημένες εξαγωγές της, πριν απ’ όλα στον τομέα της βιομηχανίας της, αλλά και στο γεγονός ότι τα άλλα κόμματα, και κυρίως οι Σοσιαλδημοκράτες, δεν μπορούσαν να αντιτάξουν καμία εναλλακτική πολιτική.
Οι Σοσιαλδημοκράτες όχι μόνο δεν μπορούσαν να αντιτάξουν μια άλλη πολιτική, αλλά εισέπραξαν και την ευγνωμοσύνη της Άγκελα Μέρκελ, γιατί, όπως είπε η ίδια, η πολιτική της είναι μια συνέχεια της πολιτικής που εφάρμοσαν οι Σρέντερ και Σμιτ.
Σε ένα περιβάλλον, που το σύνολο των άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρουσιάζουν τεράστια προβλήματα, η Γερμανία επέβαλε μια οικονομική πολιτική σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, που, κατά κύριο λόγο, ωφελούσε την ίδια και της έδινε τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει με καλύτερους όρους την παγκόσμια οικονομική κρίση.
Αυτή η εικόνα της Γερμανίας, όμως, είναι μια ψευδεπίγραφη εικόνα, γιατί εάν εξετάσει κανείς την πραγματική αναπτυξιακή πορεία της Γερμανίας θα διαπιστώσει ότι αντιμετωπίζει και αυτή σοβαρά προβλήματα, ότι οι αναπτυξιακοί της ρυθμοί είναι πολύ μικροί, ότι το δημόσιο χρέος της, από τον καιρό της επανένωσης, υπερδιπλασιάστηκε.
Αυτή η σχετική οικονομική σταθερότητα οφείλεται και στο γεγονός ότι τα ελλείμματα των άλλων χωρών γίνονται πλεονάσματα για τη Γερμανία, οφείλεται, όμως, κατά κύριο λόγο, στη μακρόχρονη πολιτική, πάνω από δέκα χρόνια, των περικοπών των μισθών και των κοινωνικών παροχών, που έχει ως αποτέλεσμα πάνω από 6.5 εκ. εργαζόμενοι να ζουν με ένα επίδομα της τάξης των 350 ευρώ και πάνω από 7 εκ. εργαζόμενοι να απασχολούνται σε δουλειές του ποδαριού, τα λεγόμενα mini jobs, με αμοιβή 350 ευρώ και χωρίς καμία ασφάλιση.
Την κατάσταση που έχουν περιέλθει οι εργαζόμενοι προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν οι Σοσιαλδημοκράτες και κατηγόρησαν την Άγκελα Μέρκελ ότι διασπαθίζει τα χρήματα του γερμανικού λαού, έφεραν ως παράδειγμα την περίπτωση της Ελλάδας, που βρέθηκε στο επίκεντρο της προεκλογικής περιόδου, «ξεχνώντας», βέβαια, να αναφέρουν ότι από την ελληνική κρίση η Γερμανία έχει κερδίσει πάνω από 70δισ. ευρώ (οικονομικοί αναλυτές μιλάνε για 110δισ. ευρώ).
Πάνω απ’ όλα, όμως, οι Σοσιαλδημοκράτες ήταν δέσμιοι του ίδιου του παρελθόντος τους, που εφάρμοζαν και αυτοί την ίδια πολιτική, οπότε ήταν εύκολα θύματα της επιχειρηματολογίας της Άγκελα Μέρκελ, που τους ευγνωμονούσε και από πάνω, ενώ τα επιχειρήματά τους για ένα άλλο μείγμα οικονομικής πολιτικής, που θα εξασφάλιζε και οικονομική ανάπτυξη στη Γερμανία και γενικότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν εμφάνιζαν καμία, σχεδόν, διαφορά από τα αντίστοιχα της Άγκελα Μέρκελ.
Αυτή τη στιγμή η μόνη προοπτική που φαίνεται, εκτός απροόπτου, να δρομολογείται για το σχηματισμό κυβέρνησης είναι η συμμαχία μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών, γεγονός που από την ανακοίνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων άφησαν ανοιχτό και τα δύο κόμματα, ενώ αποκάλυψαν ότι οι πρώτες επαφές ήδη έγιναν.
Τελικό συμπέρασμα. Τι έχει να περιμένει η χώρα μας από την εκλογική νίκη της Άγκελα Μέρκελ στις γερμανικές εκλογές; «Η πίεση στην Ελλάδα θα συνεχιστεί». Η απάντηση της Άγκελα Μέρκελ τα λέει όλα.
COMMENTS