Ο νεοναζισμός σηκώνει κεφάλι

Είναι γεγονός πλέον. Ο νεοναζισμός σηκώνει κεφάλι. Και όχι μόνο αυτό. Κινείται μεθοδικά και σχεδιασμένα αντιγράφοντας το σχεδιασμό των ταγμάτων εφόδου του Αδόλφου Χίτλερ, που «χτύπαγαν» χώρους και περιοχές για να αποκτήσουν λαϊκά ερείσματα, που σταδιακά θα πλήθαιναν, στη πορεία τους μέχρι την άνοδο του  Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος στην εξουσία.

Η Χρυσή Αυγή ξεκίνησε από το Κέντρο του Δήμου της Αθήνας, από εκείνες τις γειτονιές που κατοικούσαν μετανάστες. Εκμεταλλεύτηκε υπαρκτά προβλήματα, που λόγω της οικονομικής κρίσης, ήταν πολύ εύκολο για αυτήν να αποπροσανατολίζει τους εργαζόμενους για τις πραγματικές αιτίες της ύπαρξής τους.

Έδωσε ιδιαίτερη σημασία σε επετείους, όπως η μάχη στου Μακρυγιάννη και του Μελιγαλά, για να ενισχύσει την πολιτική της παρουσία, κάνοντας, ταυτόχρονα επίδειξη στρατιωτικής δύναμης.

Κατάλαβε τη σημασία των αυθόρμητων συγκεντρώσεων στις πλατείες, ειδικά της Πλατείας Συντάγματος, και «χώθηκε» μέσα, για να συνδεθεί με κατεστραμμένα μικροαστικά στρώματα.

Εισέβαλε στα σχολεία, με σχέδιο, για να δηλητηριάσει τη νεολαία και είχε αποτελέσματα.

Εκμεταλλεύτηκε την ανέχεια και την εξαθλίωση των εργαζομένων για να μοιράζει τρόφιμα και να πλασάρει το ψευδεπίγραφο κοινωνικό της πρόσωπο.

Έκανε εφόδους στις λαϊκές αγορές για να προστατέψει, δήθεν, τους παραγωγούς.

Κατέστρεψε μαγαζιά, που τα είχαν ανοίξει μετανάστες.

Καθημερινά επιδίδονταν σε ξυλοδαρμούς και μαχαιρώματα με οργανωμένες επιθέσεις για να σπέρνει το φόβο και να τρομοκρατεί τους εργαζόμενους.

Επιτέθηκε σε συνοικίες που κατοικούν οι Ρομά. 

Εκμεταλλεύτηκε την παρουσία της στη Βουλή για να καταγγείλει το «διεφθαρμένο πολιτικό κόσμο», αξιοποιώντας τα σκάνδαλα και τη διαφθορά του αστικού πολιτικού κόσμου.

Τώρα κλιμακώνει και «χτυπάει» εργατικές πόλεις και περιοχές, ειδικά εκείνες που παρουσιάζουν έντονα προβλήματα και τις μαστίζει η ανεργία, όπως είναι η ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη.

Δημιουργεί εργατικές οργανώσεις από λούμπεν και εγκληματικά στοιχεία. Στην προσπάθεια αυτή, βέβαια, βοηθιέται από τους εφοπλιστές και χρηματοδοτείται, όπως, κατ’ επανάληψη, έχει υποστηριχτεί από ελληνικά και διεθνή ΜΜΕ.

Με την επίθεση ενάντια στους συντρόφους του Κόμματος και της ΚΝΕ, την πολιτική δολοφονία του Παύλου Φύσσα, κλιμάκωσε την απευθείας εμπλοκή της σε ανοιχτές συρράξεις δρόμου με σαφή επιδίωξη να χυθεί αίμα, να υπάρξουν θύματα. Προχώρησε σε μια εν ψυχρώ πολιτική δολοφονία.

Αυτή, όμως, είναι η μία πλευρά του προβλήματος που εμφανίζει η κλιμάκωση της δράσης της Χρυσής Αυγής.

Η άλλη πλευρά είναι η ανοχή που δείχνουν οι αστικές πολιτικές δυνάμεις και οι κυβερνήσεις στη δράση της Χρυσής Αυγής. Και δεν είναι μόνο ανοχή. Είναι και πολιτική επιδίωξη.

Από την ιστορία γνωρίζουμε πλέον για την ανοχή που επέδειξαν οι συντηρητικές και σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις στη δράση και την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία. Ήταν επιλογή της άρχουσας τάξης της Γερμανίας στην απώτερη επιδίωξή της και στόχο της να προκαλέσει τον πόλεμο για το ξαναμοίρασμα των αγορών.

Αλλά και μεταπολεμικά γνωρίζουμε την ανοχή των αστικών πολιτικών δυνάμεων απέναντι σε φασιστικές δυνάμεις, και στη χώρα μας, που τις αξιοποίησαν πολλαπλώς για τους δικούς τους σκοπούς απέναντι στο Εργατικό και Κομμουνιστικό Κίνημα.

Το μεταπολεμικό κράτος στη χώρα μας στηρίχτηκε και απορρόφησε τις προδοτικές δυνάμεις που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές. Εκμεταλλεύτηκε φασιστικές παρακρατικές οργανώσεις που οδήγησαν στη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, του Σωτήρη Πέτρουλα.

Οι παλιότεροι θα θυμούνται και οι νεότεροι, ασφαλώς, θα έχουν πληροφορηθεί για τα περίφημα επεισόδια με τα τανκς στον Έβρο. Λίγο αργότερα μας εμφανίστηκε με το στρατιωτικό – φασιστικό πραξικόπημα ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, τον Απρίλη του 1967.

Στις άλλες χώρες της Ευρώπης υπάρχουν ζωντανά παραδείγματα για τη στάση ακόμη και σοσιαλιστικών κομμάτων απέναντι σε νεοφασιστικές και νεοναζιστικές δυνάμεις. Το παράδειγμα του Φρανσουά Μιτεράν στη Γαλλία μιλάει από μόνο του. «Έπαιξε» για τα καλά με τον Λεπέν στην πολιτική του ενδυνάμωση.

Σε κάθε περίπτωση εμφανιζόταν και μια ιδεολογική πλατφόρμα που χρησίμευε για να συγκαλυφθεί η ανοχή που επεδείκνυαν οι αστικές δυνάμεις απέναντι στους νεοφασίστες και τους νεοναζιστές.

Στη χώρα μας για το χτίσιμο του μεταπολεμικού κράτους χρησιμοποιήθηκε η «Εθνικοφροσύνη». Τον ελληνικό λαό τον χώρισαν σε εθνικόφρονες και μη εθνικόφρονες.

Με αυτόν τον τρόπο αποσιωπήθηκε το γεγονός ότι οι «νικητές» του εμφυλίου πολέμου ξέπλυναν τον εσμό των Ταγμάτων Ασφαλείας από τα εγκλήματά τους, όλων των προδοτών συνεργατών των κατακτητών,  που μερικοί από αυτούς βρήκαν και πολιτικό άσυλο στις αστικές πολιτικές δυνάμεις, εντάχθηκαν σε αυτές και «κοσμούσαν» ακόμη και το αστικό κοινοβούλιο.

Στην Ευρώπη, μετά το ξέσπασμα του «Ψυχρού Πολέμου» χρησιμοποιήθηκε η ανιστόρητη θεωρία της εξίσωσης των δύο άκρων κατά κόρον για να αντιμετωπιστεί η άνοδος του Εργατικού και Κομμουνιστικού Κινήματος.

Σήμερα επανέρχεται αυτή η θεωρία από την πλευρά της επίσημης κυβέρνησης που επιχειρεί να εμπλέξει ακόμη και το ΣΥΡΙΖΑ, επειδή «δίνει λαβές» και «ρίχνει λάδι στη φωτιά». Επειδή η Ζωή Κωνσταντοπούλου «ευτελίζει» το κοινοβούλιο, όπως ισχυρίζεται ο Χρύσανθος Λαζαρίδης, με τη στάση της και τον πολιτικό της λόγο.

Δεν έχουμε κανένα λόγο να υπερασπιστούμε την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ – για το πώς δρα, γιατί διαφωνούμε ριζικά μαζί του, ή να υπερασπιστούμε τη στάση της Ζωής Κωνσταντοπούλου στη Βουλή, όποια και εάν είναι αυτή, αλλά δεν μπορούμε να μην αποκαλύψουμε τον πραγματικό στόχο αυτής της εμπλοκής. Άλλωστε «λαβές» η κυβέρνηση μπορεί ανά πάσα στιγμή να επινοήσει και να τις αξιοποιήσει κατά πως τη συμφέρουν σε όλους τους πολιτικούς χώρους.

Ο στόχος είναι σαφής και ξεκάθαρος. Το πέρασμα της αντιλαϊκής πολιτικής από την πλευρά της κυβέρνησης, το χτύπημα των εργατικών και γενικότερα των λαϊκών αγώνων.

Απέναντι σε αυτήν τη σύγχρονη έκδοση της θεωρίας των δύο άκρων δεν πρέπει να υπάρξει καμία ανοχή, να της δίνεται πολιτικό άλλοθι, πολύ περισσότερο δεν πρέπει να σιγοντάρεται με τα ίδια επιχειρήματα.

Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η δράση της Χρυσής Αυγής είναι μέρος της θεωρίας των δύο άκρων, ότι για το ιδεολογικό περικάλυμμα, που χρησιμεύει και απελευθερώνει τη δράση της Χρυσής Αυγής – παράλληλα ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου ακόμη και για αυτές τις αστικοδημοκρατικές ελευθερίες – η ευθύνη ανήκει και στην κυβέρνηση και στον Πρωθυπουργό, στις πολιτικές δυνάμεις που στηρίζουν την κυβέρνηση. Και αυτή η ευθύνη πρέπει να αποδίδεται.

Διαφορετικά η κυβέρνηση θα διευκολύνεται στο δικό της πολιτικό σχεδιασμό, μέρος του οποίου είναι και η ενθάρρυνση της δράσης της Χρυσής Αυγής, για να περάσει την αντιλαϊκή της πολιτική, και προπαντός, για να αντιμετωπίσει το σκόπελο της ανάπτυξης των εργατικών αγώνων, χωρίς να αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά, ταυτόχρονα, η εφαρμογή του σχεδιασμού της ίδιας της Χρυσής Αυγής.

Πρέπει να κατανοηθεί ότι η αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής περνάει, την ίδια στιγμή, και μέσα από την καταγγελία της κυβέρνησης, γιατί, τότε δεν αντιμετωπίζεται η ανοχή των αστικών πολιτικών δυνάμεων, που ιστορικά επέδειξαν απέναντι στο φαινόμενο του φασισμού και του ναζισμού.

Αυτή η στάση δεν διευκολύνει ούτε ενισχύει την επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ να αναδεχτεί σε κυβερνητική δύναμη. Αντίθετα την αντιμετωπίζει επί της ουσίας.

Είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση που έχει επισημοποιήσει αυτήν τη θεωρία των δύο άκρων. Και είναι ο ΣΥΡΙΖΑ που δεν λέει να «κουνηθεί» από τη στρατηγική του, που θέλει τη χώρα μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, που αποτέλεσαν παράγοντες της όξυνσης της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας, της χρεοκοπίας της ελληνικής οικονομίας, της εξαθλίωσης των εργαζομένων, που προσπαθεί να αξιοποιήσει η Χρυσή Αυγή για να δώσει χέρι βοήθειας στην κυβέρνηση αλλά και για να ενισχύσει ακόμη περισσότερο τη θέση της.  

COMMENTS