Στις 22 του Σεπτέμβρη η τρόικα επιστρέφει για το συνήθη έλεγχο του προγράμματος που ακολουθεί η χώρα μας. Ο επικεφαλής της τρόικας Πολ Τόμσεν αναγνώρισε, σε πρόσφατες δηλώσεις του, ότι η Ελλάδα έχει κάνει μεν πρόοδο αλλά ότι, ταυτόχρονα, υπάρχουν αποκλίσεις και καθυστερήσεις από το πρόγραμμα και ότι «η μεταρρυθμιστική προσπάθεια είναι πολύ πίσω από το χρονοδιάγραμμα».
Στο μεταξύ ο Βέλγος κεντρικός τραπεζίτης και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Luc Coene δήλωσε ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί περαιτέρω βοήθεια: «Θα χρειαστεί να καταβάλουμε και άλλες προσπάθειες σίγουρα μία ίσως και δύο φορές ακόμη. Θα χρειαστεί να δούμε πως θα εξελιχθεί η κατάσταση στην Ελλάδα», γεγονός που σημαίνει νέα χρηματοδοτικά προγράμματα και νέα μνημόνια.
Σημασία έχει, όμως, να δούμε και πως παίζεται το παιχνίδι της διπλωματίας, που αντανακλά, βεβαία, και τις υπάρχουσες αντιθέσεις μεταξύ του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Πολ Τόμσεν από την πλευρά του ΔΝΤ δήλωσε ότι «είναι πολύ νωρίς για να εκτιμήσουμε εάν απαιτείται ελάφρυνση χρέους» αλλά, ταυτόχρονα, παρατήρησε ότι με βάση τις υπάρχουσες προβλέψεις «θα πρέπει να υπάρξει μια τέτοια κίνηση για να υποχωρήσει το χρέος στο 124% του ΑΕΠ το 2020».
Είναι γνωστό ότι το ΔΝΤ πιέζει την Ευρωπαϊκή Ένωση να δεχτεί ένα νέο κούρεμα του δημόσιου χρέους, στο οποίο αντιδρά αποφασιστικά η Γερμανία. Στο μεταξύ είναι γνωστό επίσης ότι στο προσεχές Eurogroup θα ανοίξει για την Ελλάδα η συζήτηση για την κάλυψη των χρηματοδοτικών κενών που παρουσιάζει, στην προοπτική να καταλήξει σε ένα νέο μνημόνιο, που θα περιλαμβάνει και νέους όρους.
Όλα τα παραπάνω, όπως και εάν πραγματοποιηθούν, σημαίνουν νέα μέτρα σε βάρος των εργαζομένων και παράλληλα και μια κατάληξη για το δημόσιο χρέος που επαναφέρει τη χώρα μας από εκεί που ξεκίνησε. Πράγμα που σημαίνει, όμως, και μακρόχρονη υποδούλωση της χώρας μας στους δανειστές της.
Την ίδια στιγμή οι δανειστές μας γνωρίζουν άριστα την οικονομική κατάσταση της χώρας μας και τα αδιέξοδα του προγράμματος που εφαρμόζουν. Ο Πολ Τόμσεν, στις τελευταίες δηλώσεις του παρατήρησε ότι η ανάκαμψη της οικονομίας της χώρας μας βασίζεται «σε παράγοντες εμπιστοσύνης, όπως η κατανάλωση».
Το ερώτημα που προκύπτει είναι πως μπορεί να περιμένει κανείς ανάκαμψη της οικονομίας, όταν όλο το πρόγραμμα που εφαρμόζεται βασίζεται στην περικοπή των μισθών και των συντάξεων, των κοινωνικών παροχών, που έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση της καταναλωτικής ικανότητας των εργαζομένων, που τροφοδοτεί την ύφεση;
Είναι φανερό ότι η οικονομική κατάσταση της χώρας μας θα επιδεινωθεί, αλλιώς δεν θα γινόταν συζήτηση για ένα και δύο μνημόνια ακόμα. Αυτό ακριβώς το γεγονός δεν δικαιολογεί την εφορία της κυβέρνησης για τις προοπτικές ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας ούτε, πολύ περισσότερο, για τις προοπτικές ανακούφισης των εργαζομένων από τη σημερινή τους εξαθλίωση. Γι’ αυτό άλλωστε πολιτικοί σχολιαστές αναρωτιούνται: «Θα αντέξει η κυβέρνηση;».
COMMENTS